Για δεύτερη φορά, εξαιτίας της πανδημίας, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) διοργανώνει το καθιερωμένο καλοκαιρινό συνέδριο στο Τζάκσον Χολ του Γουαϊόμινγκ χωρίς φυσική παρουσία. Εντούτοις είναι η πολλοστή φορά που οι αναλυτές διερωτώνται μήπως ήρθε η ώρα να περιορίσουν οι διοικητές των κεντρικών τραπεζών τις παρεμβάσεις στις αγορές ομολόγων και να αλλάξουν το μείγμα της νομισματικής πολιτικής που ακολουθούν, όπως αναφέρει σε σχετικό δημοσίευμά της η Deutsche Welle. Κάποτε θα γίνει, ασφαλώς, αυτό. Αλλά θα γίνει τώρα;
Οποιαδήποτε ανακοίνωση, ακόμη και ένας υπαινιγμός επί του θέματος θα μπορούσε να προκαλέσει μεγάλη κάμψη στους χρηματιστηριακούς δείκτες. Ο Γιοργκ Κρέμερ, επικεφαλής οικονομολόγος της Commerzbank, δεν αναμένει άμεσες αποφάσεις. «Πράγματι, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ είχε αφήσει να εννοηθεί –και μάλιστα επανειλημμένως τις τελευταίες εβδομάδες– ότι εν ευθέτω χρόνω θα κλείσει τη στρόφιγγα για τις αγορές ομολόγων. Αλλά γιατί να το επισπεύσει;»
Αναλυτές επισημαίνουν ότι η τελευταία έκθεση της Fed για την απασχόληση στις ΗΠΑ δεν κομίζει νέα στοιχεία που θα δικαιολογούσαν αλλαγή πλεύσης. Εχει σημασία αυτό γιατί, σε αντίθεση με την EKT, η Fed δεν εστιάζει αποκλειστικά στη σταθερότητα των τιμών αλλά και στον στόχο της «πλήρους απασχόλησης». Σε μηνιαία βάση η Fed αγοράζει κρατικά ομόλογα και εταιρικά ενυπόθηκα ομόλογα 120 δισ. δολαρίων. Μαζί με την καθήλωση του βασικού επιτοκίου στο 0,25%, η παρέμβαση στις αγορές ομολόγων προσφέρει ένα ισχυρό κίνητρο για την οικονομική ανάπτυξη. Οσο για τον στόχο του πληθωρισμού, η Fed εκτιμάει ότι αυτός έχει ήδη επιτευχθεί.
Η αλήθεια είναι ότι τον Ιούλιο ο πληθωρισμός έφθασε στο 5,4%. Ωστόσο, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ επιμένει πως αυτό συνδέεται με τις συγκυριακές αυξήσεις στις τιμές των καυσίμων αλλά και των τροφίμων. Ο Φόλκερ Βίλαντ, καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Φρανκφούρτης, εκφράζει επιφυλάξεις. «Οι τιμές των εισαγωγών ήταν εκείνες που κρατούσαν σε χαμηλά επίπεδα τον πληθωρισμό τα τελευταία χρόνια, αλλά αυτό μπορεί να αλλάξει στο μέλλον», τονίζει ο Γερμανός οικονομολόγος. Θεωρεί μάλιστα ότι «η αβεβαιότητα του τελευταίου καιρού για τη λειτουργία των αλυσίδων ανεφοδιασμού αλλά και η αύξηση στο κόστος μεταφοράς των προϊόντων υποδηλώνουν μια τάση για άνοδο στις τιμές των εισαγωγών, με επιπτώσεις πιο μόνιμες από εκείνες που εκτιμούν αυτήν τη στιγμή οι διοικητές των κεντρικών τραπεζών».
Οταν το 2013 ο τότε επικεφαλής της Fed Μπεν Μπερνάνκι δήλωσε ότι τερματίζει την παρέμβασή του στην αγορά ομολόγων προκάλεσε αναταράξεις στις αγορές, οι οποίες έπληξαν κυρίως τις αναδυόμενες οικονομίες. Σήμερα το πλαίσιο είναι διαφορετικό, όπως αναφέρει η Deutsche Welle. Η αμερικανική οικονομία ανθεί με το πακέτο στήριξης ύψους 1,9 τρισ. δολαρίων του Τζο Μπάιντεν, ενώ και οι διεθνείς αγορές φαίνονται καλύτερα προετοιμασμένες για να απορροφήσουν τους κραδασμούς. Αλλά και η ίδια η Fed θα ήθελε να αποφύγει μια επανάληψη του 2013, όπως εκτιμά ο Κάρστεν Μπζέσκι, επικεφαλής οικονομολόγος στη γερμανική θυγατρική της τράπεζας ING.
Ενα άλλο μείζον ζήτημα είναι η εύθραυστη αγορά ακινήτων. Η χαλαρή νομισματική πολιτική των τελευταίων ετών έχει πυροδοτήσει έκρηξη αγοραπωλησιών. «Τώρα η Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα θα πρέπει να είναι προσεκτική στους χειρισμούς της», προειδοποιεί, τέλος, ο Κάρστεν Μπζέσκι, «γιατί αν πατήσει απότομα το φρένο των επιτοκίων, τότε η αγορά ακινήτων θα καταρρεύσει και αυτό είναι σίγουρα κάτι που θέλει να αποφύγει η Fed».