Η πανδημία αύξησε τη ζήτηση δανείων από μικρομεσαίες εταιρείες

Η πανδημία αύξησε τη ζήτηση δανείων από μικρομεσαίες εταιρείες

Το έλλειμμα χρηματοδότησης διευρύνθηκε στο 14% έναντι 4% στην Ε.Ε.

η-πανδημία-αύξησε-τη-ζήτηση-δανείων-απ-561554734

Τριπλάσιο σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο είναι στη χώρα μας το έλλειμμα χρηματοδότησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, που υπολογίζεται ότι φτάνει το 14% έναντι 4% στην Ευρωζώνη. Το έλλειμμα μάλιστα σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες διευρύνθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας, παρά τη σημαντική αύξηση των χρηματοδοτήσεων προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις που υπήρξε το 2020 και στις αρχές του 2021 μέσα και από τα προγράμματα της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, που στήριξαν και τη διεύρυνση των πιστοδοτήσεων από την πλευρά των τραπεζών, σε συνδυασμό με τις άμεσες ενισχύσεις που έλαβαν οι επιχειρήσεις από το κράτος, όπως η επιστρεπτέα προκαταβολή.

Η έρευνα της ΤτΕ

Το έλλειμμα χρηματοδότησης πιστοποιούν τα στοιχεία της ΤτΕ με βάση την έρευνα SAFE που διεξάγεται δύο φορές τον χρόνο. Οι τελευταίες μετρήσεις διεξήχθησαν μεταξύ Απριλίου – Σεπτεμβρίου 2020 και Οκτωβρίου 2020 – Μαρτίου 2021, δηλαδή στην καρδιά της πανδημικής κρίσης, και τα αποτελέσματα δείχνουν ότι το έλλειμμα που καταγράφεται στην Ελλάδα, αν και κυμαίνεται σε χαμηλότερα επίπεδα σε σχέση με τα έτη που ακολούθησαν τη χρηματοπιστωτική κρίση, παραμένει τρεις φορές υψηλότερο από τον μέσο όρο της Ζώνης του Ευρώ.

Μία από τις βασικές αιτίες είναι η αύξηση των χρηματοδοτικών αναγκών που υπήρξε εξαιτίας του lockdown στην οικονομία, οδηγώντας –σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας SAFE– και στην αύξηση των αναγκών των μικρομεσαίων επιχειρήσεων για τραπεζικό δανεισμό (κατά 38% στην πρώτη φάση και 33% στη δεύτερη φάση). Η πτώση του τζίρου και οι ανάγκες για κεφάλαια κίνησης στην πρώτη φάση της πανδημίας διπλασίασαν –σε σχέση με τη ζήτηση πριν από την πανδημία– το ποσοστό των επιχειρήσεων που υπέβαλαν αίτημα για τραπεζικό δανεισμό και παρά το γεγονός ότι οι ανάγκες αποκλιμακώθηκαν στη συνέχεια (την περίοδο Οκτωβρίου 2020 – Μαρτίου 2021), το ποσοστό παρέμεινε υψηλό, στο 31%.

Η πανδημία αύξησε τη ζήτηση δανείων από μικρομεσαίες εταιρείες-1

Απορρίφθηκε το 12%

Το πλήθος των πολύ μικρών επιχειρήσεων περιορίζει αισθητά τον αριθμό αυτών που πληρούν τα κριτήρια δανειοδότησης.

Οσον αφορά το αποτέλεσμα των αιτήσεων αυτών, το ποσοστό των επιχειρήσεων που απορρίφθηκαν περιορίστηκε στην τελευταία έρευνα σε 12% (έναντι 20% στην πρώτη φάση) και το ποσοστό εκείνων που ικανοποιήθηκαν πλήρως ή σε μεγάλο βαθμό αυξήθηκε σε 48% (έναντι 36%), καταδεικνύοντας, όπως προκύπτει από τη σχετική έρευνα, βελτίωση στην πρόσβαση σε τραπεζικά δάνεια την περίοδο αυτή.

Η βελτίωση της πρόσβασης στην τραπεζική χρηματοδότηση επιβεβαιώνεται και από τα στοιχεία της Ελληνικής Ενωσης Τραπεζών που παρουσιάστηκαν την περασμένη εβδομάδα στη Βουλή, στο πλαίσιο της συζήτησης που προκάλεσε ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας για τη ρευστότητα στην οικονομία. Τα στοιχεία που παρουσίασε ο πρόεδρος της ΕΕΤ Βασίλης Ράπανος δείχνουν ότι πράγματι οι τράπεζες έχουν ανοίξει την «κάνουλα» των χρηματοδοτήσεων, αλλά η πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό δεν αφορά τελικά πάνω από 30.000-40.000 επιχειρήσεις περίπου.

Με βάση τα στοιχεία, κατά το 8μηνο του 2021 δόθηκαν προς μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις 16.901 δάνεια τακτής λήξης, ενώ άλλα 6.353 ήταν τα δάνεια που παρασχέθηκαν με τη μορφή αλληλόχρεων λογαριασμών. Σε ότι αφορά την κατανομή των δανείων με βάση το μέγεθος των επιχειρήσεων, προκύπτει ότι οι μικρές επιχειρήσεις με τζίρο έως 5 εκατ. ευρώ δανειοδοτήθηκαν με 2 δισ. ευρώ και οι επιχειρήσεις με τζίρο άνω των 5 εκατ. ευρώ έλαβαν δάνεια ύψους 3,2 δισ. ευρώ.

Η βασική αιτία που ερμηνεύει το χάσμα στη χρηματοδότηση, παρά την προσφορά χρήματος από την πλευρά του τραπεζικού συστήματος, έχει να κάνει κυρίως με τη διάρθρωση της ελληνικής επιχειρηματικότητας, που με βάση τα τελευταία στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ κυριαρχείται από τις πολύ μικρές επιχειρήσεις που απασχολούν κάτω από 9 εργαζομένους. Πρόκειται για 685.000 επιχειρήσεις, δηλαδή το 95% από το σύνολο των 718.000 που δραστηριοποιούνται στην ελληνική αγορά (με βάση τα στοιχεία του 2019), πολλές από τις οποίες είναι ουσιαστικά επιχειρήσεις αυτοαπασχολούμενων με 1 ή 2 εργαζομένους.

Η πλειονότητα αυτών των επιχειρήσεων παραμένει εκτός τραπεζικού δανεισμού είτε γιατί βαρύνεται με υψηλά χρέη από το παρελθόν –τόσο προς το Δημόσιο όσο και προς τις τράπεζες– είτε γιατί αποφεύγει να δανειστεί λόγω του υψηλού κόστους που συνεπάγεται η προσφυγή στον τραπεζικό δανεισμό.

Λίγες μεγάλες εταιρείες

Κάτω από τη μεγάλη κατηγορία των πολύ μικρών επιχειρήσεων ή των αυτοαπασχολούμενων ακολουθούν 24.000 επιχειρήσεις που απασχολούν από 10 έως 19 εργαζομένους, ενώ άλλες 11.895 απασχολούν από 20 έως 49 εργαζομένους και αποτελούν υπολογίσιμη δύναμη από άποψη τζίρου. Οι μεσαίες επιχειρήσεις, δηλαδή αυτές που απασχολούν από 50 έως 249 εργαζομένους, είναι λίγο πιο κάτω από τις 4.000, ενώ οι μεγάλες, δηλαδή με πάνω από 250 εργαζομένους, είναι μόλις 550 επιχειρήσεις σε όλη τη χώρα.

Δανειοδοτείται μόλις το 7% του ελληνικού επιχειρείν

H πίτα του τραπεζικού δανεισμού, όπως παρατήρησε ο πρόεδρος της Κεντρικής Ενωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος, Γιάννης Χατζηθεοδοσίου, μοιραία περιορίζεται περίπου στο 7% του ελληνικού επιχειρείν, θέτοντας επιτακτικά το θέμα της διεύρυνσης της χρηματοδοτικής βάσης, αλλά και τη δημιουργία εργαλείων για μικροπιστώσεις, έτσι ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες της συντριπτικής πλειονότητας των πολύ μικρών ελληνικών επιχειρήσεων.

«Το γεγονός ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις συνεισφέρουν πολύ περισσότερο στην απασχόληση (88% έναντι 67% στην Ε.Ε.-27), καθώς είναι επιχειρήσεις εντάσεως εργασίας, θα δικαιολογούσε υψηλότερα ποσοστά τραπεζικού δανεισμού από τα σημερινά», παρατήρησε κατά τη συζήτηση στη Βουλή ο διευθυντής οικονομικής ανάλυσης και μελετών της ΤτΕ Δημήτρης Μαλλιαρόπουλος, αναδεικνύοντας την ανάγκη μεγαλύτερης ανάληψης ρίσκου από την πλευρά του τραπεζικού συστήματος.
Στο ίδιο συμπέρασμα για τη χαμηλή στόχευση που έχει ο τραπεζικός δανεισμός σε όρους πλήθους επιχειρήσεων, οδηγούν και τα στοιχεία που παρουσίασε η πρόεδρος της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, Αθηνά Χατζηπέτρου, με βάση τα οποία τα προγράμματα της ΕΑΤ στήριξαν την περίοδο της κρίσης 30.000 επιχειρήσεις με δάνεια ύψους 7,8 δισ. ευρώ. Αν και το 72% αυτών των δανείων κατευθύνθηκε σε πολύ μικρές επιχειρήσεις, δηλαδή με λιγότερα από 10 άτομα και τζίρο κάτω των 2 εκατ. ευρώ, που απορρόφησαν 6,2 δισ. ευρώ, το πρόβλημα που αντιμετωπίζει η μικρή επιχειρηματικότητα παραμένει υπαρκτό. Η κ. Χατζηπέτρου τάχθηκε υπέρ της δημιουργίας ενός μόνιμου μηχανισμού προγραμμάτων επιμερισμού ρίσκου στο μέλλον, αλλά και ενός business intelligence φορέα, που θα μπορέσει να βοηθήσει στην άσκηση πολιτικής με συμπληρωματικά προϊόντα ανάλογα και με τις ανάγκες της οικονομίας.

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή