Η πρακτική των «οικονομιών κλίμακος» για συνεργατικούς σχηματισμούς μέσω συγχωνεύσεων μικρομεσαίων επιχειρήσεων προτείνεται ως η κύρια κυβερνητική στρατηγική αναμόρφωσης του παραδοσιακού επιχειρηματικού μοντέλου της χώρας. Είναι λογικό, γιατί μόνο το 0,4% των ελληνικών επιχειρήσεων έχει πάνω από 50 εργαζομένους, ενώ έχουμε ένα από τα μικρότερα ποσοστά εξαγωγικών επιχειρήσεων στην Ευρώπη. Είναι όμως αρκετό, ή θα έπρεπε να εξετάσουμε και άλλες συμπληρωματικές αναπτυξιακές στρατηγικές;
Λόγω των τελευταίων επιπλοκών στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες, όπου επηρεάζονται οι τελικές αγορές από καθυστερήσεις προμηθειών, μεγάλες αυξήσεις τιμών και οριστικές ελλείψεις προϊόντων με ανεξέλεγκτες συνέπειες, αρχίζει και διαμορφώνεται ένα σύγχρονο μοντέλο αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου με τις «ολοκληρωμένες εθνικές εφοδιαστικές αλυσίδες». Στην απλή του εκδοχή σημαίνει μεταφορά της παραγωγής των ημι-έτοιμων βιομηχανικών προϊόντων και του αναγκαίου τεχνολογικού εξοπλισμού κοντά ή εντός των εθνικών συνόρων ώστε να είναι πιο διαχειρίσιμο το ρίσκο από ανεξέλεγκτες μακροοικονομικές ή γεωπολιτικές εξελίξεις και ανακατατάξεις που διαταράσσουν την ομαλή διακίνηση αγαθών. Θα μπορούσε αυτό το πολύ πρόσφατο φαινόμενο να αξιοποιηθεί ως μια εναλλακτική στρατηγική για αναβάθμιση του παραγωγικού μοντέλου της χώρας, αξιοποιώντας το πλεονέκτημα γειτνίασής μας στις μεγάλες ευρωπαϊκές αγορές;
Η απάντηση θα δοθεί μέσω ενός επιτυχούς παραδείγματος. Ο νεότερος και πιο εξωστρεφής παραγωγικός κλάδος της Ελλάδος είναι η βιομηχανία αλουμινίου. Με ιστορία μόλις περίπου 40 ετών, ο κλάδος έχει τουλάχιστον 10 βιομηχανίες που καλύπτουν όλες τις φάσεις της εφοδιαστικής αλυσίδας (Α΄ ύλες, ημι-έτοιμα βιομηχανικά προϊόντα, τελικά προϊόντα και υπηρεσίες) και εξαγωγές που ξεπερνούν ετησίως τα 2 δισ. ευρώ και με το τρίτο καλύτερο (θετικό) εμπορικό ισοζύγιο. Το ενδιαφέρον όμως είναι ότι γύρω από το εξωστρεφές και ανταγωνιστικό αυτό κλαδικό οικοσύστημα έχουν δημιουργηθεί πάνω από 3.000 μικρομεσαίες παραγωγικές/εμπορικές επιχειρήσεις που υποστηρίζουν με υλικά/τεχνολογία/διακίνηση, ώστε να υπάρχει απρόσκοπτη λειτουργία όλων των μερών του κλάδου. Μάλιστα, αυτές οι υποστηρικτικές επιχειρήσεις είναι διάσπαρτες στην επικράτεια, προσφέρουν 70% των θέσεων εργασίας του κλάδου και κάποιες αξιοποιώντας την τοπική αγορά μεγάλωσαν σταδιακά ώστε να εξάγουν επιτυχώς τα προϊόντα τους.
Η επιτυχία παρόμοιων εξαγωγικών κλάδων βασίζεται στον συνδυασμό των παρακάτω παραγόντων: η μεγάλη εσωτερική αγορά ζήτησης, το αναγκαίο μέγεθος του κλάδου, η ύπαρξη τοπικών πρώτων υλών, οι διορατικοί επιχειρηματίες, η δυνατότητα χρηματοδότησης, η τοπική τεχνογνωσία/τεχνολογία, τα διεθνώς πιστοποιημένα προϊόντα και το ποιοτικό εργατικό δυναμικό. Η δημόσια διοίκηση παίζει σημαντικό ρόλο στις διάφορες φάσεις δημιουργίας τους αξιοποιώντας: θεσμικό πλαίσιο απελευθέρωσης αγορών, γενναία χρηματοδοτικά προγράμματα, δημιουργία περιβάλλοντος υγιούς ανταγωνισμού, αξιοποίηση των δημοσίων προμηθειών, στοχευμένες επενδύσεις σε ερευνητικά προγράμματα και ανάπτυξη εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού. Το ζητούμενο είναι το πώς σχεδιάζουμε και υλοποιούμε την εθνική στρατηγική για δημιουργία, μεγέθυνση, ανταγωνιστικότητα και επιτυχή εξωστρέφεια τέτοιων κλάδων. Τρεις είναι οι προτεινόμενες στρατηγικές.
Πρώτον, η αξιοποίηση της μεγάλης εσωτερικής αγοράς. Για παράδειγμα, ο κύριος πυλώνας της μεγάλης ανάπτυξης της οικονομίας του Ισραήλ ήταν η αξιοποίηση των μεγάλων εξοπλιστικών προγραμμάτων για δημιουργία μιας καινοτόμου ιδιωτικής αμυντικής βιομηχανίας που τώρα είναι από τις μεγαλύτερες παγκοσμίως. Αντίστοιχα στην Ελλάδα, παρότι μικρή χώρα σε μέγεθος αγοράς, θα μπορούσαν να δημιουργηθούν δυναμικά επιχειρηματικά οικοσυστήματα ως μέρος ολοκληρωμένων κλαδικών αλυσίδων αξίας με σημαντικό διεθνές μέγεθος όπως ναυτιλία, τουρισμός, άμυνα και αγροδιατροφή. Οι ετήσιες προμήθειες αυτών των σημαντικών κλάδων ξεπερνούν τα 30 δισ. ευρώ με σημαντική προοπτική για καινοτόμα νέα υλικά/τεχνολογίες/ημι-έτοιμα προϊόντα, ενώ το σοβαρό μέγεθος της ολοκληρωμένης εφοδιαστικής τους αλυσίδας και η διεθνής επωνυμία τους (branding) τους επιτρέπει να αυξήσουν την υπάρχουσα αλυσίδα αξίας με διεθνή τελικά προϊόντα/υπηρεσίες μεγαλύτερης προστιθέμενης αξίας και καινοτόμα συστατικά.
Δεύτερον, η αξιοποίηση μελλοντικών ευκαιριών σε αναδυόμενους κλάδους. Για παράδειγμα, πώς κατέφερε η Βουλγαρία σε λίγα χρόνια να δημιουργήσει ένα cluster με 100 σύγχρονες παραγωγικές μονάδες προμηθευτές εξειδικευμένων εξαρτημάτων για τη διεθνή αυτοκινητοβιομηχανία, όταν οι αντίστοιχες ελληνικές δεν ξεπερνούν τις δέκα. Ενώ στην υπό εξέλιξη 4η βιομηχανική επανάσταση, με τις τρέχουσες τεχνολογικές επενδύσεις δισεκατομμυρίων ευρώ, διαθέτουμε μόνο δύο τοπικές εταιρείες με ευφυή ρομποτικά συστήματα. Για το φιλόδοξο εθνικό πρόγραμμα των ΑΠΕ, τι ποσοστό άραγε των 40-50 δισ. ευρώ επενδύσεων της επόμενης δεκαετίας θα μπορούσε να διεκδικηθεί ανταγωνιστικά από τοπικούς ποιοτικούς προμηθευτές εξειδικευμένου εξοπλισμού/τεχνολογιών/υπηρεσιών, που θα τους ωριμάσει επιχειρηματικά και θα τους υποστηρίξει στη στρατηγική τους από τοπικής εμβέλειας παραγωγούς να εξελιχθούν σε διεθνώς ανταγωνιστικές εταιρείες. Το ίδιο ερώτημα αφορά την αξιοποίηση των 90 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης, ΕΣΠΑ και ΚΑΠ.
Τρίτον, η αξιοποίηση της επιστημονικής έρευνας. Ενώ η χώρα διακρίνεται για το ερευνητικό της δυναμικό, η έρευνα που παράγεται, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν έχει βρει τον δρόμο της στην αγορά. Ενώ η Ελλάδα κατατάσσεται στην 11η θέση στις χώρες-μέλη της Ε.Ε. στη συμμετοχή στα ανταγωνιστικά ευρωπαϊκά ερευνητικά προγράμματα, ωστόσο κατατίθενται μόνο 8 αιτήσεις για διπλώματα ευρεσιτεχνίας ανά ένα εκατ. κατοίκους, ενώ ο μέσος όρος της Ε.Ε. είναι 106. Αρα η επικεντρωμένη επιστημονική έρευνα σε προτεραιότητες όπου έχουμε ανταγωνιστικό πλεονέκτημα (π.χ. ναυτική τεχνολογία) και η συστηματική αξιοποίησή της μπορούν να οδηγήσουν σε διεθνώς ανταγωνιστικά καινοτόμα προϊόντα που θα υποστηρίξουν την ανταγωνιστικότητα και εξωστρέφεια υπαρχόντων κλάδων (π.χ. αγροδιατροφή) ή τη σταδιακή δημιουργία νέων που έχουν τεράστια διεθνή προοπτική (π.χ. ανάλυση μεγάλων δεδομένων).
Οι παραπάνω πυλώνες στρατηγικής απαιτούν τη συνεργασία όλων των εμπλεκομένων (επιχειρηματίες, κυβέρνηση, τράπεζες, κλαδικοί φορείς, επιστημονική κοινότητα), την ανάλυση της διεθνούς δυναμικής και εξέλιξης των αλυσίδων εφοδιασμού, τη στόχευση σε συγκεκριμένους κλάδους με προοπτική και τοπικό ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, την εξειδίκευση μέτρων ενίσχυσης ανά κάθετο επιχειρηματικό κλάδο προτεραιότητας εντός βεβαίως του πλαισίου των ευρωπαϊκών πολιτικών/οδηγιών και αρκετό χρόνο και συνεργασία με τους κοινωνικούς εταίρους. Τα παραπάνω ελαχιστοποιούν (ή καλύτερα προσδιορίζουν) το ρίσκο ώστε οι επιχειρηματίες να λάβουν τις αναγκαίες επενδυτικές αποφάσεις.
Η ευκαιρία (και το ρίσκο αν δεν κινηθούμε γρήγορα) είναι μεγάλη λόγω των ανακατατάξεων στις διεθνείς αλυσίδες εφοδιασμού, των νέων επιχειρηματικών προοπτικών που δημιουργούνται γύρω από την κλιματική αλλαγή και τον ψηφιακό μετασχηματισμό, καθώς και των δισεκατομμυρίων ευρώ που θα επενδυθούν στην ελληνική οικονομία τα επόμενα χρόνια.
* Ο κ. Γεώργιος Ι. Δουκίδης είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.