Βιώσιμες οι μισές επιχειρήσεις με κόκκινα δάνεια στα funds

Βιώσιμες οι μισές επιχειρήσεις με κόκκινα δάνεια στα funds

Κρίσιμη η επιτάχυνση των δικαστικών αποφάσεων για την εξυγίανσή τους

βιώσιμες-οι-μισές-επιχειρήσεις-με-κόκ-561626665

Στον σκληρό πυρήνα του προβλήματος του ιδιωτικού χρέους βρίσκονται τα funds και οι εταιρείες που έχουν αναλάβει να διαχειριστούν τα κόκκινα δάνεια, τα οποία διώχνουν από τους ισολογισμούς τους οι τράπεζες. Πρόκειται για χρέος ύψους 100 δισ. ευρώ περίπου, το οποίο αν και άλλαξε χέρια εξακολουθεί να βαραίνει επιχειρήσεις και νοικοκυριά, με αποτέλεσμα ένα σημαντικό τμήμα της οικονομίας να παραμένει αποκλεισμένο από την τραπεζική χρηματοδότηση και εκτός των θετικών προοπτικών που δημιουργούνται στην οικονομία.

Περίπου δύο χρόνια μετά τη δημιουργία των mega servicers, όπως ονομάζονται οι τρεις μεγάλοι παίκτες του κλάδου –Intrum, doValue και Cepal–, αλλά και πληθώρας μικρότερων εταιρειών, ο προβληματισμός για την αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων που έχουν γίνει μέχρι σήμερα επανέρχεται στην ατζέντα και αποτέλεσε το αντικείμενο της συνάντησης που είχε ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας με το προεδρείο της Ενωσης Εταιρειών Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις, την Παρασκευή. Αφορμή για τη συνάντηση ήταν οι πρόσφατες επισημάνσεις του κ. Στουρνάρα, που κάλεσε τις εταιρείες του κλάδου να προσφέρουν βιώσιμες λύσεις ρύθμισης, έτσι ώστε να διευκολυνθούν οι πιστούχοι να επανέλθουν στην παραγωγική διαδικασία.

«Το χρέος ιδιωτών και επιχειρήσεων παραμένει, δεν εξαφανίζεται μέσω της μεταφοράς τους από τους ισολογισμούς των τραπεζών στις εταιρείες διαχείρισης», είχε υπογραμμίσει ο διοικητής της ΤτΕ, ασκώντας κριτική για το γεγονός ότι, έως τώρα, καμία από τις εταιρείες διαχείρισης δεν έχει κάνει αίτημα για άδεια που θα επιτρέπει την αναχρηματοδότηση επιχειρήσεων. Πρόκειται για δυνατότητα που προβλέπεται από το νομοθετικό πλαίσιο, χωρίς μέχρι σήμερα να έχει αξιοποιηθεί παρά το γεγονός ότι η χώρα μας λόγω των τιτλοποιήσεων και των πωλήσεων μεγάλων πακέτων κόκκινων δανείων έχει γίνει τα τελευταία χρόνια πόλος έλξης των μεγαλύτερων επενδυτικών κεφαλαίων διεθνώς.

Καμία από τις εταιρείες διαχείρισης δεν έχει υποβάλει αίτημα για άδεια που θα επιτρέπει την αναχρηματοδότηση επιχειρήσεων.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, η ονομαστική αξία των δανείων που βρίσκονται εκτός τραπεζικού συστήματος και έχουν ανατεθεί στις εταιρείες διαχείρισης (servicers) φθάνει τα 70 δισ. ευρώ (στοιχεία Νοεμβρίου), ποσά που θα αυξηθούν όταν ολοκληρωθούν οι προγραμματισμένες πωλήσεις και τιτλοποιήσεις τον επόμενο ενάμιση χρόνο, αλλά και όταν εμφανιστούν τα νέα κόκκινα δάνεια που θα αφήσει πίσω της η πανδημία. Το ύψος των δανείων που διαχειρίζονται οι servicers αυξάνεται, σύμφωνα με τους ίδιους υπολογισμούς, στα 130 δισ. ευρώ περίπου, αν συνυπολογιστούν και οι ενήμερες ή μη οφειλές που διαχειρίζονται για λογαριασμό των τραπεζών. Υπενθυμίζεται ότι οι συμφωνίες που έχουν κάνει οι τράπεζες με τα funds, που στο πλαίσιο των τιτλοποιήσεων έχουν αγοράσει πλειοψηφικό ποσοστό στις εταιρείες διαχείρισης, προβλέπουν την ανάθεση προς διαχείριση όλων των δανείων, ακόμη και αν εμφανίζουν μόλις ένα μήνα καθυστέρησης.

Οπως εξηγεί ο πρόεδρος της Ενωσης Εταιρειών Διαχείρισης και διευθύνων σύμβουλος της doValue κ. Τάσος Πανούσης, οι εταιρείες του κλάδου «έχουν μέχρι σήμερα αναδιαρθρώσει δάνεια 5 δισ. ευρώ που έχουν προέλθει από τις τιτλοποιήσεις, ενώ άλλα 4 δισ. ευρώ είναι τα δάνεια που έχουν αναδιαρθρωθεί για λογαριασμό των τραπεζών».

Τα μεγέθη αναμένεται να αυξηθούν τους προσεχείς μήνες, αλλά σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των εταιρειών ένα σημαντικό ποσοστό των δανείων που χρωστούν οι επιχειρήσεις δεν θα καταφέρουν να αναβιώ-σουν. Τα μισά, περίπου, από τα επιχειρηματικά δάνεια που έχουν μεταβιβαστεί σε funds υπολογίζεται ότι είναι το 30% – 50% ανάλογα με το προφίλ του χαρτοφυλακίου που έχουν αναλάβει οι τρεις μεγάλοι servicers, έχουν ήδη καταγγελθεί από τις τράπεζες και σε αρκετές περιπτώσεις αφορούν τις λεγόμενες επιχειρήσεις «ζόμπι». Τα περιουσιακά τους στοιχεία οδηγούνται σταδιακά σε ρευστοποίηση και η καθυστέρηση που παρατηρείται αποδίδεται κυρίως στο πολύμηνο πάγωμα των πλειστηριασμών που είχε προκαλέσει η πανδημία. Το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στις υπόλοιπες μισές επιχειρήσεις που σύμφωνα με τα στοιχεία των εταιρειών διαχείρισης θεωρούνται βιώσιμες. Κρίσιμο θέμα για την αποτελεσματικότητα των αναδιαρθρώσεων είναι η επιτάχυνση των δικαστικών αποφάσεων, οι οποίες, σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο της Intrum Hellas κ. Γιώργο Γεωργακόπουλο, απαιτούσαν 12-18 μήνες, υπονομεύοντας την προσπάθεια αναδιάρθρωσης.

Βιώσιμες οι μισές επιχειρήσεις με κόκκινα δάνεια στα funds-1

«Κλειδί» η πρόσθετη ρευστότητα για να ανακάμψουν

Σε πολλές περιπτώσεις η επιβίωση μιας επιχείρησης δεν εξαντλείται στη ρύθμιση της οφειλής, αλλά προϋποθέτει και φρέσκο χρήμα, προκειμένου να καταφέρει να ορθοποδήσει. Χαρακτηριστικά παραδείγματα διάσωσης προβληματικών επιχειρήσεων με τη συνεργασία τραπεζών και servicers ήταν ο Notos και η «Φειδάς», σημειώνει ο κ. Πανούσης, εξηγώντας ότι οι εταιρείες διαχείρισης δεν μπορούν να εξασφαλίσουν φθηνό χρήμα παρά μόνον σε συνεργασία με τις τράπεζες ή νέους επενδυτές, που θα θελήσουν να επενδύσουν σε μια επιχείρηση.  

Από την πλευρά της Intrum Hellas ο διευθύνων σύμβουλος Γιώργος Γεωργακόπουλος εξηγεί ότι «οι εταιρείες διαχείρισης επιδιώκουν και βρίσκουν κεφάλαια για τις προβληματικές επιχειρήσεις είτε από νέους επενδυτές είτε από τις ίδιες τις τράπεζες, ενώ στην περίπτωση των τιτλοποιημένων δανείων έχουν διατηρήσει, σε συνεργασία με τις τράπεζες, ανοιχτές τις γραμμές χρηματοδότησης και τα όρια των αλληλόχρεων λογαριασμών, προκειμένου να βοηθήσουν τις επιχειρήσεις να ανακάμψουν». Πέραν της άμεσης ρευστότητας, η Intrum επιδιώκει να κατευθύνει τους πελάτες της στην αξιοποίηση πόρων του ΕΣΠΑ. Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι να τηρεί τη ρύθμιση του δανείου, αλλά και να ρυθμίσει τις οφειλές με το Δημόσιο και για αυτό ο εξωδικαστικός μηχανισμός έχει δημιουργήσει προσδοκίες ότι θα δώσει τη δυνατότητα να υπάρξουν βιώσιμες μακροπρόθεσμες λύσεις για επιχειρήσεις που έχουν τις προϋποθέσεις.

Το κλείσιμο των επιχειρήσεων, όπως σημειώνει ο κ. Γεωργακόπουλος, «δεν συμφέρει ούτε τις επιχειρήσεις ούτε τους διαχειριστές και ιδιοκτήτες αυτών των δανείων». Επίσης, όμως, δεν συμφέρει ούτε και τις τράπεζες, οι οποίες επισημαίνουν σε όλους τους τόνους την ανάγκη να διευρυνθεί ο αριθμός των επιχειρήσεων που θεωρούνται αξιόχρεες, προκειμένου να διευρυνθεί η παραγωγική βάση και εντέλει η χώρα να καταφέρει να αξιοποιήσει τα κεφάλαια που έχει εξασφαλίσει από τους ευρωπαϊκούς πόρους και να επιτύχει ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια. 

Δεν είναι τυχαία η συζήτηση που έχει ανοίξει για τη δυνατότητα που θα πρέπει να δοθεί στους servicers να μπορούν να επιστρέψουν στις τράπεζες τα δάνεια που έχουν εξυγιάνει. Η δυνατότητα αυτή προσκρούει στους κανόνες που έχει θέσει ο SSM, που ουσιαστικά απαγορεύει σε μια τράπεζα να χρηματοδοτήσει μια επιχείρηση που έχει αθετήσει τις υποχρεώσεις της στο παρελθόν. 

Το θέμα έχει τεθεί από την πλευρά της Ενωσης Εταιρειών Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις και, όπως εξηγεί ο κ. Πανούσης, με τον τρόπο αυτό «οι τράπεζες θα αυξήσουν το υγιές δανειακό τους χαρτοφυλάκιο, ενώ χιλιάδες φυσικά και νομικά πρόσωπα, που σήμερα είναι εκτός τραπεζικού συστήματος λόγω του ότι έχουν εκκρεμείς οφειλές εκτός ρύθμισης, θα μπορέσουν να επιστρέψουν και να ανακτήσουν την πρόσβασή τους στην τραπεζική χρηματοδότηση, με υγιείς πλέον όρους». 
Ο κ. Γεωργακόπουλος επισημαίνει την ανάγκη να επανεξεταστεί το θεσμικό πλαίσιο, προτάσσοντας τα θετικά αποτελέσματα των ρυθμίσεων που έχουν επιτευχθεί μέχρι σήμερα. Οπως εξηγεί, η Intrum έχει ρυθμίσει και έχει καταστήσει βιώσιμα έως σήμερα δάνεια 1 δισ. ευρώ από τα οποία τα 400 εκατ. ευρώ είναι επιχειρηματικά και τα οποία έχουν επιστρέψει στην Τράπεζα Πειραιώς. 

Πρόκειται για δάνεια που δεν έχουν πουληθεί, δηλαδή εξακολουθούν να ανήκουν στην τράπεζα και είχαν δοθεί προς διαχείριση στην Intrum και άρα η επιστροφή τους δεν προσκρούει στους εποπτικούς κανόνες. Ανάλογη δυνατότητα, επαναγοράς όμως, όπως εξηγεί, θα μπορούσε να δοθεί και για τα δάνεια που έχουν μεταβιβαστεί στο πλαίσιο των τιτλοποιήσεων και αφού προηγουμένως έχει διασφαλιστεί η βιωσιμότητά τους, δηλαδή έχει περάσει το εύλογο χρονικό διάστημα των 2 ετών, που ορίζει ο επόπτης προκειμένου να αποχαρακτηρίσει ένα κόκκινο δάνειο και να «πρασινίσει».

Σε διαφορετική περίπτωση, ο κίνδυνος από τη διαιώνιση του προβλήματος λόγω έλλειψης ρευστότητας –κριτική που είχε ασκηθεί στο παρελθόν και για το ίδιο το τραπεζικό σύστημα– θα εγκλωβίσει τις επιχειρήσεις, βυθίζοντάς τες όλο και πιο πολύ στο πρόβλημα και εντέλει θα τις καταδικάσει.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή