Ξεκίνησε η μάχη για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες

Ξεκίνησε η μάχη για τους νέους δημοσιονομικούς κανόνες

Ποια στάση συστήνουν να ακολουθήσει η Ελλάδα κορυφαίοι οικονομολόγοι

5' 12" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Μπορεί οι χαράσσοντες πολιτική στην Ευρωπαϊκή Ενωση να έχουν το βλέμμα στραμμένο φέτος στις πολιτικές εξελίξεις σε Ιταλία, Γαλλία, Ουγγαρία και Ηνωμένο Βασίλειο, ωστόσο είναι αντιμέτωποι με πολλές «εσωτερικές» προκλήσεις πολιτικής, με σημαντικότερη να είναι η μεταρρύθμιση των δημοσιονομικών κανόνων.

Αν και υπάρχουν φωνές ότι η Ε.Ε. πρέπει να επιστρέψει το 2023 στους προ-COVID δημοσιονομικούς κανόνες, πλέον αυτή η άποψη δεν αποτελεί πλειοψηφία. Η πρόσφατη κοινή επιστολή του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν και του Ιταλού πρωθυπουργού Μάριο Ντράγκι επικρίνει ουσιαστικά τους σημερινούς δημοσιονομικούς κανόνες και ζητεί τη δημιουργία ενός «λογικού» δημοσιονομικού πλαισίου, το οποίο θα παρέχει μεγαλύτερη ευελιξία στις χώρες και θα επιτρέπει επαρκείς δαπάνες για επενδύσεις και άμυνα. Παράλληλα, η στάση της Γερμανίας δεν δείχνει να είναι σκληρή όσο πολλοί ανέμεναν, με τη νέα γερμανική κυβέρνηση του Ολαφ Σολτς να δέχεται ότι υπάρχει περιθώριο ελιγμών όσον αφορά τους κανόνες, κάτι στο οποίο συμφωνεί και η Ολλανδία.

Σε αυτό το πλαίσιο, τι πρέπει να επιδιώξει η Ελλάδα κατά τις κρίσιμες διαπραγματεύσεις και ποιοι θεωρούνται ρεαλιστικοί στόχοι για το χρέος και το έλλειμμα, οι οποίοι ταυτόχρονα θα ικανοποιούν τις αγορές; Αυτά τα ερωτήματα απηύθυνε η «Κ» σε οικονομολόγους και αναλυτές οι οποίοι δίνουν τις δικές τους συστάσεις για το πώς πρέπει να κινηθεί η ελληνική κυβέρνηση.

Σε πρόσφατες δηλώσεις του στην εφημερίδα The Telegraph, ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας τόνισε πως «οι κανόνες για το χρέος πρέπει να διασφαλίζουν τη δημοσιονομική σύνεση αλλά και να επιτρέπουν “ρεαλιστικούς” στόχους μείωσης του χρέους μαζί με εξαιρέσεις για συγκεκριμένες επενδύσεις, όπως οι πράσινες δαπάνες».

Ωστόσο, κατά τον Ολιβιέ Μπλανσάρντ του Peterson Institute for International Economics και πρώην επικεφαλής οικονομολόγο του ΔΝΤ, αυτό που πρέπει να επιδιωχθεί κατά τις διαπραγματεύσεις είναι να δοθεί περισσότερο βάρος στο έλλειμμα παρά στο χρέος. Μια αύξηση του ορίου του χρέους στο 100%, με τη διατήρηση του στόχου του ελλείμματος στο 3% (πρόταση ESM), θα αποτελέσει ελάχιστη βελτίωση. Σε ό,τι αφορά το τι πρέπει να επιδιώξει η Ελλάδα, ο κ. Μπλανσάρντ επισημαίνει χαρακτηριστικά μιλώντας στην «Κ» πως «δεδομένης της ιστορίας της Ελλάδας και της γερμανικής αντίληψης για την Ελλάδα, εγώ προσωπικά –εάν ήμουν στη θέση της ελληνικής κυβέρνησης– θα άφηνα τη Γαλλία και την Ιταλία να ηγηθούν της μάχης για καλύτερους κανόνες και θα έμενα στο παρασκήνιο»…

Μακρόν και Ντράγκι ζητούν ένα «λογικό» δημοσιονομικό πλαί-σιο, που θα επιτρέπει επαρκείς δαπάνες για επενδύσεις και άμυνα.

Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του Ζολτ Ντάρβας, οικονομολόγου και senior fellow στο think tank Bruegel, 13 χώρες της Ε.Ε. θα παραβιάσουν τον λεγόμενο κανόνα μείωσης του χρέους, ο οποίος απαιτεί ότι το χάσμα μεταξύ του πραγματικού δημόσιου χρέους και του ανώτατου ορίου του χρέους του 60% πρέπει να μειώνεται κατά το 1/20 της διαφοράς κάθε χρόνο. Για χώρες με δείκτες χρέους άνω του 100% του ΑΕΠ, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, θα χρειάζονταν ασύλληπτα μεγάλες δημοσιονομικές προσαρμογές για να τηρηθεί αυτός ο κανόνας, όπως τονίζει στην «Κ» ο κ. Ντάρβας. Ωστόσο, οι παραβιάσεις αυτού του κανόνα την περασμένη δεκαετία δεν οδήγησαν σε διαδικασίες υπερβολικού ελλείμματος, καθώς ελήφθησαν υπόψη παράγοντες όπως η εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, επομένως αυτός ο κανόνας δεν θα εφαρμοστεί στο μέλλον έτσι κι αλλιώς.

Κατά συνέπεια, ο κ. Ντάρβας συνιστά στην ελληνική κυβέρνηση να μην επικεντρωθεί στον κανόνα μείωσης του χρέους, αλλά αντίθετα να στοχεύσει στη βελτίωση του συνολικού δημοσιονομικού πλαισίου. Το υπερβολικά πολύπλοκο σύστημα κανόνων θα πρέπει να απλοποιηθεί, η Κομισιόν δεν θα πρέπει να στοχεύει στη μικροδιαχείριση των εθνικών δημοσιονομικών πολιτικών, η αναξιόπιστη δυνητική παραγωγή και οι εκτιμήσεις του διαρθρωτικού ισοζυγίου του προϋπολογισμού πρέπει να αφαιρεθούν από τους κανόνες, και θα πρέπει να υπάρχει μεγαλύτερος ρόλος για την εθνική εποπτεία των κανόνων, για παράδειγμα με την ενίσχυση των εθνικών δημοσιονομικών συμβουλίων.

Κατά τους οικονομολόγους της BNP Paribas, Σπύρο Ανδρεόπουλο και Αμάρτζοτ Σίντχου, πιο σημαντικό από την αλλαγή των ορίων για το χρέος και το έλλειμμα, είναι να γίνει το δημοσιονομικό πλαίσιο πιο φιλικό προς την ανάπτυξη. Αυτό τελικά θα βοηθήσει να καταστεί το χρέος πιο βιώσιμο και οι στόχοι πιο επιτεύξιμοι –τα οποία είναι ιδιαίτερα σημαντικά για τις χώρες της Νότιας Ευρώπης και την Ελλάδα ειδικότερα– και έτσι πιθανώς να έχουν θετική αποδοχή από τις αγορές.

Ενας τρόπος για να επιτευχθεί αυτό –και η πιο σημαντική οδός στις τρέχουσες συζητήσεις– είναι να υπάρξει διευκόλυνση για μεγαλύτερες δαπάνες σε δημόσιες επενδύσεις, όπως τονίζουν.

Η Ελλάδα θα πρέπει να επιδιώξει πιο ευέλικτους δημοσιονομικούς κανόνες, όπως επισημαίνει μιλώντας στην «Κ» ο Ντένις Σεν, επικεφαλής για την Ελλάδα του οίκου Scope Ratings. Κατά τον Σεν, υπάρχουν καλά επιχειρήματα για ένα πιο ευέλικτο σύμφωνο. Η νομισματική πολιτική έχει εξελιχθεί πολύ τα τελευταία 10 χρόνια, ενώ μια χώρα όπως η Ελλάδα, η οποία έχει βελτιώσει σημαντικά το προφίλ του χρέους της κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου και ενισχύει το χρηματοπιστωτικό της σύστημα, μπορεί να διατηρήσει ένα επίπεδο χρέους προς το ΑΕΠ σήμερα που θα ήταν αδιανόητο το 2009.

Διασφάλιση επενδύσεων, ρεαλιστικοί στόχοι για το χρέος

«Το κρίσιμο ερώτημα είναι πώς θα δοθούν κίνητρα για μια έξυπνη δημοσιονομική στρατηγική, όπου οι επενδύσεις διασφαλίζονται, η μακροπρόθεσμη ανάπτυξη ενισχύεται, αλλά ταυτόχρονα το χρέος μειώνεται με την πάροδο του χρόνου», σημειώνει από την πλευρά του στην «Κ» ο επικεφαλής οικονομολόγος της Barclays, Φιλίπ Γκουντίν. «Αυτό ζητούν ουσιαστικά ο Μακρόν και ο Ντράγκι, και νομίζω ότι η Γερμανία και η Ολλανδία είναι επίσης σύμφωνες», προσθέτει. Η Ελλάδα είναι ένα θετικό παράδειγμα για τις διαπραγματεύσεις που θα γίνουν: η ανάπτυξη κατέρρευσε μετά το 2010 και, ως αποτέλεσμα, ο δείκτης χρέους/ΑΕΠ εκτινάχθηκε και το χρέος έπρεπε να αναδιαρθρωθεί, με αποτέλεσμα ακόμη περισσότερη λιτότητα.
Η ιδέα λοιπόν που επικρατεί τώρα είναι η εξής, όπως επισημαίνει ο κ. Γκουντίν:

• Εστίαση στην εξέλιξη των δημόσιων δαπανών και όχι στο πραγματικό έλλειμμα, βάζοντας ουσιαστικά ένα φρένο στις δαπάνες όταν ο δείκτης χρέους είναι πολύ υψηλός.
• Εστίαση σε ένα στόχο για το δημόσιο χρέος, ο οποίος θα μπορούσε να είναι διαφορετικός μεταξύ των χωρών, για να ληφθούν υπόψη τα σημεία εκκίνησης.
• Διατήρηση των επενδύσεων, ειδικά για πράσινες και ψηφιακές μεταβάσεις. Αυτό θα μπορούσε να γίνει με μέσα όπως το NGEU (μηχανισμός ανάκαμψης και ανθεκτικότητας).

«Τι σημαίνουν αυτά για την Ελλάδα;» σημειώνει ο κ. Γκουντίν. Οτι πιθανώς λιγότερη εστίαση θα δοθεί στο πρωτογενές πλεόνασμα. Η δημοσιονομική πολιτική θα πρέπει να είναι πολύ λιγότερο περιοριστική από ό,τι μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση: όχι αύξηση φόρων, καμία περικοπή επενδύσεων, αλλά καλύτερη διαχείριση των δημόσιων οικονομικών και μεγαλύτερη προσοχή στη συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή