Η πρώτη εβδομάδα του Φεβρουαρίου έκλεισε με την τιμή χονδρικής της ηλεκτρικής ενέργειας να διαμορφώνεται στα 222 ευρώ ανά κιλοβατώρα. Είναι ο 6ος διαδοχικός μήνας που η τιμή παραμένει πάνω από τα επίπεδα των 200 ευρώ, δηλαδή τέσσερις ή και πέντε φορές παραπάνω από την τιμή που γνωρίζαμε επί σειρά ετών. Το φυσικό αέριο είχε στις αρχές Φεβρουαρίου έξι φορές μεγαλύτερη τιμή σε σχέση με πριν από έναν χρόνο –ήτοι άνω από 80 ευρώ η μεγαβατώρα–, ενώ το πετρέλαιο κατέρριπτε νέο ρεκόρ επταετίας, σπάζοντας και το φράγμα των 93 δολαρίων ανά βαρέλι.
Αυτές οι μεταβολές δείχνουν ότι πλέον τίποτα δεν μπορεί να θεωρηθεί δεδομένο. Αυξήσεις που κάποτε θα φάνταζαν βγαλμένες από σενάρια καταστροφολόγων, σήμερα αποτυπώνονται στις αγορές. Προβλέψεις για τη διάρκεια και την ένταση του φαινομένου δεν μπορούν να γίνουν, καθώς ήδη αυτοί που μίλησαν για μια «παροδική» κρίση έχουν διαψευστεί.
Αν λοιπόν η πανάκριβη ενέργεια αποτελεί τη νέα μας πραγματικότητα, θα πρέπει να προσαρμοστούμε σε αυτήν. Προφανώς, το να στηριχθεί μια οικογένεια μόνο στις κρατικές επιδοτήσεις και στα έκτακτα μέτρα στήριξης δεν είναι το βέλτιστο. Σε καιρούς που το κόστος της ενέργειας (θέρμανση, μετακίνηση, ηλεκτροδότηση) «πολιορκεί» όλο και πιο επιθετικά τον μηνιαίο προϋπολογισμό, το ζητούμενο είναι να βρεθούν μόνιμες γραμμές άμυνας.
Λύσεις υπάρχουν. Η τεχνολογία βοηθάει και το νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο της χώρας έχει προσαρμοστεί. Πλέον υπάρχουν και ευκαιρίες, καθώς προγράμματα στήριξης και χρηματοδότησης ανοίγουν το ένα μετά το άλλο, επιτρέποντας σε όσους θα κάνουν χρήση να προετοιμαστούν με χαμηλότερο κόστος. Όσο για τη χρηματοδότηση των απαιτούμενων επενδύσεων, οι τράπεζες είναι πια πρόθυμες να δανείσουν, και μάλιστα με σταθερά επιτόκια, καθώς είναι πλέον εξαιρετικά πιθανό η ενεργειακή κρίση που «φουντώνει» τον πληθωρισμό να καταλήξει τελικά να οδηγεί και σε αύξηση του κόστους του χρήματος.
Αν έχει ήδη προκύψει ένα συμπέρασμα από την πολύμηνη ενεργειακή κρίση αλλά και την κλιματική αλλαγή, είναι το ότι η «θωράκιση» νοικοκυριών και επιχειρήσεων προϋποθέτει επενδύσεις. Η μόνωση του σπιτιού, η αλλαγή των κουφωμάτων, η αντικατάσταση του συστήματος θέρμανσης, ο εκσυγχρονισμός των ηλεκτρικών συσκευών και η τοποθέτηση λαμπτήρων νέας τεχνολογίας είναι παρεμβάσεις που αποσκοπούν στο να μειώσουν την κατανάλωση ενέργειας.
Επίσης, υπάρχουν επενδύσεις, όπως η εγκατάσταση φωτοβολταϊκών, που είτε εξασφαλίζουν ένα πρόσθετο εισόδημα είτε μετατρέπουν το νοικοκυριό σε «παραγωγό» ηλεκτρισμού και μάλιστα με (σχεδόν) μηδενικό κόστος. Είναι γεγονός ότι, για να επιτύχει κάποιος ουσιαστικό αποτέλεσμα, χρειάζεται πόρους αρκετών χιλιάδων ευρώ. Όμως όλα δείχνουν ότι η κατάλληλη στιγμή για να γίνουν αυτές οι επενδύσεις είναι τώρα. Οι λόγοι είναι πολλοί:
1. Ο ΧΡΟΝΟΣ ΠΙΕΖΕΙ
Οι υψηλές τιμές της ενέργειας επιβαρύνουν ήδη πολύ τον οικογενειακό προϋπολογισμό. Οι κρατικές ενισχύσεις υπό μορφήν επιδομάτων καλύπτουν εν μέρει το αυξημένο κόστος, και μάλιστα όχι για όλους. Για παράδειγμα, δεν υπάρχει επιδότηση του λογαριασμού ρεύματος αν το ακίνητο δεν είναι δηλωμένο ως κύρια κατοικία, ενώ, αν χρησιμοποιείται ρεύμα για τη θέρμανση, η επιδότηση αντιστοιχεί σε πολύ μικρό ποσοστό της απώλειας από τις τεράστιες ανατιμήσεις.
2. ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΥΠΑΡΧΟΥΝ
Σε πλήρη εξέλιξη βρίσκονται τα προγράμματα επιδότησης των νοικοκυριών για να αντεπεξέλθουν στα αυξημένα επενδυτικά κόστη. Το «Εξοικονομώ» είναι το μεγαλύτερο και πιο φιλόδοξο πρόγραμμα που αποσκοπεί στην ενεργειακή αναβάθμιση εκατοντάδων χιλιάδων ακινήτων. Υπάρχουν όμως ήδη σε ισχύ και φορολογικά κίνητρα, ενώ σε λίγες εβδομάδες θα ξεκινήσει και το πρόγραμμα επιδότησης των νοικοκυριών για την αντικατάσταση ενεργοβόρων ηλεκτρικών συσκευών.
3. «ΠΡΑΣΙΝΑ ΔΑΝΕΙΑ»
Οι τράπεζες έχουν αρχίσει να τα χορηγούν σε νοικοκυριά που δεν διαθέτουν τα απαιτούμενα κεφάλαια. Βέβαια, υπάρχει το πρόβλημα της επιλεξιμότητας (δηλαδή ότι δεν πληρούν όλοι τα κριτήρια για να εκταμιεύσουν ένα δάνειο, με αποτέλεσμα οι αιτήσεις χρηματοδότησης να απορρίπτονται). Σε κάθε περίπτωση όμως, οι χορηγήσεις είναι πολύ περισσότερες σε σχέση με το παρελθόν και εκτιμάται ότι τα πράγματα θα εξελιχθούν ακόμη καλύτερα.
4. ΑΠΟΣΒΕΣΗ
Ακριβώς λόγω των πολύ υψηλών τιμών της ενέργειας, οι πράσινες επενδύσεις αποσβένονται εξαιρετικά γρήγορα. Δεδομένου μάλιστα ότι οι καταθέσεις στις τράπεζες δεν προσφέρουν πλέον καμία απόδοση, το να τοποθετηθούν χρήματα, για παράδειγμα, σε ένα φωτοβολταϊκό, το οποίο θα δώσει πίσω όλο το αρχικό επενδυτικό κόστος σε λιγότερα από επτά χρόνια, φαντάζει αυτή την περίοδο μία από τις πιο καλές οικονομικές κινήσεις.
Έντονο προβληματισμό προκαλεί πάντως το γεγονός ότι, ενώ τα φτωχότερα νοικοκυριά συναντούν μεγαλύτερες δυσκολίες από το ράλι στις τιμές, η δυνατότητά τους να προχωρήσουν στις απαιτούμενες επενδύσεις είναι μικρότερη. Ελλείψει επενδυτικών κεφαλαίων, έχουν να αντιμετωπίσουν πολλές φορές την άρνηση των τραπεζών να δανείσουν, ενώ και ο τρόπος με τον οποίο είναι δομημένο το «Εξοικονομώ» ουσιαστικά φέρνει σε πλεονεκτική θέση όσους έχουν χρήματα στην άκρη. Με την αύξηση της επιδότησης για τα φτωχότερα νοικοκυριά, αλλά και τη μοριοδότηση βάσει δηλωθέντος εισοδήματος, το Υπουργείο Περιβάλλοντος θα επιχειρήσει να αντιστρέψει αυτή την κατάσταση, εντάσσοντας κατά προτεραιότητα τους φτωχότερους στο πρόγραμμα «Εξοικονομώ». Μένει τις επόμενες εβδομάδες να φανεί αν αυτή η πολιτική θα αποδώσει και αν θα έχει συνέχεια και με άλλα προγράμματα στήριξης, όπως για παράδειγμα το πρόγραμμα αντικατάστασης ενεργοβόρων συσκευών, στο οποίο επίσης το εισόδημα θα παίζει κεντρικό ρόλο.