Τα πρώτα προσωρινά λουκέτα σε ελληνικές επιχειρήσεις φέρνει το συνεχιζόμενο ράλι των τιμών ρεύματος και φυσικού αερίου.
Βιομηχανία τροφίμων στη Βόρεια Ελλάδα και μάλιστα 100% εξαγωγική, ύστερα από μια αναποτελεσματική διαπραγμάτευση με μεγάλο πελάτη της για την αναπροσαρμογή του συμβολαίου πώλησης ώστε να συμπεριλάβει και μέρος του αυξημένου ενεργειακού κόστους, υποχρεώθηκε να επικαλεστεί λόγους ανωτέρας βίας και να σταματήσει τη λειτουργία της για μία εβδομάδα με την προσδοκία ότι στο μεταξύ διάστημα μπορεί και να υπάρξει αποκλιμάκωση των τιμών ή να ληφθούν μέτρα σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο για τη στήριξη των επιχειρήσεων. Προ δεκαημέρου εξάλλου, επίσης στη Βόρεια Ελλάδα σταμάτησαν τη λειτουργία τους τα βαφεία που δουλεύουν με νήματα και υφάσματα καθώς δεν μπόρεσαν να αντέξουν το κόστος φυσικού αερίου για τη λειτουργία τους στα 130 ευρώ η μεγαβατώρα.
Κύκλοι της βιομηχανίας εκτιμούν ότι η μείωση της παραγωγής και τα προσωρινά λουκέτα θα είναι μονόδρομος για τις ελληνικές επιχειρήσεις το επόμενο διάστημα, λόγω της δραματικής αύξησης του ενεργειακού κόστους από το νέο ράλι των τιμών φυσικού αερίου και ρεύματος που πυροδότησαν οι πολεμικές συγκρούσεις στην Ουκρανία και οι κυρώσεις της Δύσης στη Μόσχα. Η εξέλιξη είναι ιδιαίτερα ανησυχητική για την ελληνική οικονομία, λόγω του προφανούς κινδύνου απώλειας σημαντικών αγορών του εξωτερικού και των συνεπειών στη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων και τη διατήρηση των υφιστάμενων θέσεων εργασίας.
Πριν οι τιμές φτάσουν στα αστρονομικά επίπεδα των τελευταίων ημερών, το ενεργειακό κόστος των μεταποιητικών επιχειρήσεων, σύμφωνα με έρευνα του Συνδέσμου Βιομηχανιών Ελλάδος (ΣΒΕ), είχε αυξηθεί σε ποσοστό μεγαλύτερο του 40% και το κόστος παραγωγής για περισσότερες από μία στις πέντε επιχειρήσεις κατά 22%.
Μονόδρομος η μείωση της παραγωγής και το κλείσιμο μονάδων, εκτιμούν κύκλοι της βιομηχανίας.
Ισχυρές πιέσεις δέχονται καθ’ όλη τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης οι επιχειρήσεις στον κλάδο της μεταποίησης σε ολόκληρη την Ευρώπη. Στον κλάδο του αλουμινίου, για παράδειγμα, από το φθινόπωρο περισσότεροι από 700.000 τόνοι παραγωγής (περίπου το 35% της ευρωπαϊκής παραγωγής) έχουν χαθεί, μετά το ολοκληρωτικό κλείσιμο δύο εργοστασίων και τον περιορισμό της παραγωγής σε πολλά άλλα. Σε μείωση παραγωγής έχουν προχωρήσει και ευρωπαϊκές βιομηχανίες στον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας και των τσιμέντων.
«Τις τιμές αυτές δεν μπορεί να τις σηκώσει καμία βιομηχανία και τα προσωρινά λουκέτα θα είναι αναπόφευκτα», δηλώνει στην «Κ» ο πρόεδρος της Ενωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών (ΕΒΙΚΕΝ) Αντώνιος Κοντολέων. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι τιμές που διαμορφώνονται τις τελευταίες ημέρες είναι πενταπλάσιες από τις ήδη υψηλές του προηγούμενου διαστήματος και αδικαιολόγητες, και θα πρέπει, όπως τονίζει, η κυβέρνηση να υιοθετήσει τις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης, «για φορολόγηση των απροσδόκητων κερδών σε όλες τις τεχνολογίες παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας για να ενισχύσει νοικοκυριά και επιχειρήσεις».
Η Ε.Ε. στο σχέδιο που ανακοίνωσε χθες προβλέπει ένα νέο προσωρινό πλαίσιο κρατικών ενισχύσεων για τη στήριξη επιχειρήσεων που έχουν πληγεί από την κρίση, ιδίως εταιρειών ενεργειακής έντασης, παρόμοιο με αυτό που υιοθετήθηκε για την άμβλυνση του αντίκτυπου της πανδημίας. Δίνει επίσης τη δυνατότητα στα κράτη-μέλη να επιβάλουν προσωρινό πλαφόν στις τιμές ρεύματος για την προστασία των καταναλωτών ειδικά σε αγορές όπως η ελληνική όπου δεν λειτουργούν διμερή συμβόλαια και το αυξημένο κόστος της χονδρεμπορικής αγοράς περνάει στο σύνολό του στον τελικό καταναλωτή. Στις ώριμες αγορές της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης το ποσοστό αυτό περιορίζεται στο 20%-30%, οι καταναλωτές είναι δηλαδή προστατευμένοι σε ποσοστό άνω του 70% από τις υψηλές διακυμάνσεις των χονδρεμπορικών τιμών και αυτός εκτιμάται ότι είναι και ένας βασικός λόγος που η Κομισιόν δεν έσπευσε να υιοθετήσει την ελληνική πρόταση για τη σύσταση ενός ευρωπαϊκού Μηχανισμού Αλληλεγγύης με σκοπό την ενίσχυση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων.
Εξάλλου, ένα από τα ζητήματα που θέτει η βιομηχανία αλλά και εισηγούνται προς την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας και άλλοι φορείς είναι η υποχρέωση και της ΔΕΗ να συνάπτει διμερή συμβόλαια με επιχειρήσεις και προμηθευτές, εργαλείο που θα οδηγήσει σε σημαντική μείωση του ενεργειακού κόστους.
Αυξημένος κατά 27% ο λογαριασμός ρεύματος και μετά τις επιδοτήσεις
Η ελληνική ιδιαιτερότητα της μετακύλισης του αυξημένου χονδρεμπορικού κόστους ρεύματος σε ποσοστό 100% στην κατανάλωση έχει επιβαρύνει τον Φεβρουάριο ένα μέσο νοικοκυριό με αύξηση της τάξεως του 27%, ακόμη και μετά τις επιδοτήσεις, σε σχέση με τον Μάρτιο του 2021. Για τις καταναλώσεις άνω των 300 κιλοβατωρών, που δεν επιδοτούνται αλλά αφορούν πολλά νοικοκυριά τα οποία τους χειμερινούς μήνες κάνουν χρήση της ηλεκτρικής ενέργειας για θέρμανση, οι αυξήσεις είναι τουλάχιστον διπλάσιες.
Από τα στοιχεία που έχει επεξεργαστεί η «Κ», για μια κατανάλωση 500 κιλοβατωρών ο τελικός λογαριασμός του Φεβρουαρίου είναι αυξημένος κατά 56,5% σε σχέση με τον Μάρτιο του 2021. Την πορεία των τιμών παρακολουθούν έντρομα τα αρμόδια κυβερνητικά επιτελεία, τα οποία θα πρέπει να αναζητήσουν πολλαπλάσια κονδύλια από ό,τι υπολόγιζαν για να περιορίσουν τις αυξήσεις σε επίπεδα που θα μπορούν να αντέξουν νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Τα έσοδα από τους ρύπους και τα πλεονάσματα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, αν και αυξημένα λόγω των νέων ανατιμήσεων, δεν επαρκούν, ενώ εξαιρετικά περιορισμένα είναι και τα δημοσιονομικά περιθώρια.
Η ΔΕΗ θα προσφέρει και φέτος, όπως έπραξε και πέρυσι, τα αυξημένα κέρδη από τη χρήση των υδροηλεκτρικών μέσω εκπτώσεων στους λογαριασμούς ρεύματος.