Αύξηση των εξαγωγών προς τους παραδοσιακούς εταίρους της εντός Ευρώπης αλλά και προς αγορές με μεγάλη δυναμική, όπως αυτές της Σαουδικής Αραβίας, του Λιβάνου, της Νότιας Κορέας και φυσικά των ΗΠΑ, είναι το στοιχείο που χαρακτήρισε τον «χάρτη εξωστρέφειας» των ελληνικών επιχειρήσεων το 2021. Μία χρονιά που σημειώθηκε ιστορικό υψηλό, με τις ελληνικές εξαγωγές να φτάνουν ως γνωστόν τα 39,3 δισ. ευρώ από 30,42 δισ. ευρώ το 2020.
Σύμφωνα με την ανάλυση που πραγματοποίησε το Κέντρο Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών (ΚΕΕΜ) του Πανελλήνιου Συνδέσμου Εξαγωγέων (ΠΣΕ), η Ιταλία βρέθηκε για 11η χρονιά στην πρώτη θέση των προορισμών για τα ελληνικά προϊόντα, με την αξία των εξαγωγών προς τη γείτονα να διαμορφώνεται το 2021 σε 3,95 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά 21,1% σε σχέση με το 2020. Τη δεύτερη θέση κατέλαβε επίσης για μία ακόμη χρονιά η Γερμανία, με την αξία των ελληνικών εξαγωγών να διαμορφώνεται σε 2,92 δισ. ευρώ, αυξημένες κατά 21,5%, ενώ στην τρίτη θέση βρέθηκε και φέτος η Κύπρος, με τις εξαγωγές προς τη χώρα αυτή να φτάνουν σε 2,55 δισ. ευρώ, ενισχυμένες κατά 29%. Στην τέταρτη θέση, από την έκτη το 2020, ανέβηκε η Τουρκία, με τις εξαγωγές της Ελλάδας να αυξάνονται προς τη χώρα αυτή κατά 53,9%. Στην πέμπτη θέση βρέθηκε η Βουλγαρία, όπως και το 2020, ενώ στην έκτη θέση υποχώρησε η Γαλλία, από την τέταρτη θέση το 2020.
Πλην της πρώτης δεκάδας των χωρών-πελατών των ελληνικών προϊόντων για το 2021, αξίζει να σημειωθεί η άνοδος στην κατάταξη του Λιβάνου στην 11η θέση από τη 13η το 2020, με τις εξαγωγές να ενισχύονται κατά 79,1% σε σύγκριση με το 2020, της Νότιας Κορέας στη 13η θέση από την 24η το 2020, με αύξηση των εξαγωγών κατά 175,6%, της Σαουδικής Αραβίας στη 19η θέση από την 26η το 2020, με ενίσχυση των εξαγωγών κατά 105,2%, της Τυνησίας με άνοδο στην 22η θέση από την 37η, με αύξηση εξαγωγών κατά 178%, και της Σιγκαπούρης στην 29η θέση από την 46η, με αύξηση των εξαγωγών κατά 228,2%. Σημειωτέον πως, μεταξύ των 30 πρώτων χωρών-πελατών, μειώσεις ελληνικών εξαγωγών καταγράφηκαν μόνο σε δύο και συγκεκριμένα στην Κίνα κατά 16,7% και στην Αίγυπτο κατά 11,8%.