Κλιμακώνεται η ανταλλαγή κυρώσεων, αντιποίνων αλλά και απειλών ανάμεσα στη Ρωσία και στη Δύση, με τους αναλυτές να προβλέπουν περαιτέρω επιπτώσεις στις οικονομίες και να εκφράζουν ανησυχία για την αναταραχή στις αγορές ενέργειας. Λίγες ώρες μετά το εμπάργκο που αποφάσισε να επιβάλει ο Αμερικανός πρόεδρος στους ρωσικούς υδρογονάνθρακες και την απόφαση του Ρώσου προέδρου να απαγορεύσει τις εξαγωγές πρώτων υλών, το Κρεμλίνο κατηγόρησε τη Δύση ότι έχει κηρύξει οικονομικό πόλεμο στη Ρωσία που θα προκαλεί αναταραχή στην παγκόσμια αγορά ενέργειας. Διά στόματος του εκπροσώπου του Κρεμλίνου, Ντμίτρι Πεσκόφ, προειδοποίησε πως σύντομα θα υπάρξει απάντηση της Ρωσίας, χωρίς ωστόσο να διευκρινίσει ποιο μπορεί να είναι το περιεχόμενό της.
«Βλέπετε τον καταιγισμό εχθρικών κινήσεων από τη Δύση, που φυσικά επιδεινώνει την κατάσταση και μας εξωθεί να σκεφτούμε σοβαρά», τόνισε ο κ. Πεσκόφ, ενώ εξέφρασε προβληματισμό για το «μέχρι πού θα πάει η αναταραχή στις αγορές ενέργειας». Απέφυγε, πάντως, να επεκταθεί στο ποια θα είναι η αντίδραση της Ρωσίας, ενώ παραμένει ακόμη άγνωστη η λίστα των ρωσικών πρώτων υλών των οποίων τις εξαγωγές αποφάσισε να απαγορεύσει το Κρεμλίνο την Τρίτη το βράδυ. Οι ρωσικές απειλές στράφηκαν ευθέως και προς την Ευρώπη, την οποία ο εκπρόσωπος του Κρεμλίνου προειδοποίησε ότι δεδομένων των κυρώσεων η Ρωσία ενδέχεται να αναθεωρήσει τη στάση του αξιόπιστου προμηθευτή ενέργειας που έχει τηρήσει έως τώρα έναντι της ευρωπαϊκής πελατείας της. Οπως τόνισε ο κ. Πεσκόφ, «οι Ευρωπαίοι ηγέτες αναγνωρίζουν ομόφωνα ότι η Ρωσία ανταποκρίνεται πλήρως στις συμβατικές υποχρεώσεις της χωρίς να διακόπτει ποτέ την παροχή ενέργειας». Πρόσθεσε, όμως, ότι αυτός ο καταιγισμός εχθρικών κινήσεων «συλλήβδην από τη Δύση» δυσχεραίνει την κατάσταση. Λιγότερο από δύο ημέρες νωρίτερα είχε προηγηθεί η ευθεία απειλή του αντιπροέδρου της ρωσικής κυβέρνησης και πρώην υπουργού Ενέργειας, Αλεξάντερ Νόβακ, ότι η Ρωσία μπορεί να διακόψει τη ροή του φυσικού αερίου προς τη Γερμανία μέσω του παλαιού αγωγού Nord Stream 1.
Ο Ρώσος αντιπρόεδρος είχε συνοδεύσει την απειλή του με τη δυσοίωνη πρόβλεψη πως το πετρέλαιο ενδέχεται να εκτοξευθεί στα 300 δολάρια το βαρέλι αν οι ΗΠΑ και η Ε.Ε. επιβάλουν εμπάργκο στους ρωσικούς υδρογονάνθρακες. Παρά τη γενικότερη αναταραχή στις αγορές, οι τιμές του πετρελαίου αποκλιμακώνονταν μερικώς χθες μετά την εκτόξευση που είχαν σημειώσει ώρες νωρίτερα. Το αργό Δυτικού Τέξας κυμαινόταν στα 117 δολάρια το βαρέλι και το Brent λίγο πάνω από τα 121 δολάρια το βαρέλι.
Παραμένει ακόμη άγνωστη η λίστα των ρωσικών πρώτων υλών των οποίων τις εξαγωγές αποφάσισε να απαγορεύσει το Κρεμλίνο.
Οσον αφορά τον ευρύτερο αντίκτυπο των κυρώσεων, οικονομικοί αναλυτές εκτιμούν πως οι κυρώσεις που έχουν έως τώρα επιβληθεί από τη Δύση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της Ρωσίας και σε μεγάλο αριθμό επιχειρήσεών της οδηγούν ήδη τη ρωσική οικονομία στη μεγαλύτερη ύφεση που έχει γνωρίσει από το 1991 και την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης. Θεωρητικά, όσο πετρέλαιο αρνούνται πλέον να αγοράσουν οι ΗΠΑ και το Λονδίνο, η Ρωσία έχει τη δυνατότητα να το πουλάει σε άλλους. Ηδη όμως η Ρωσία αντιμετωπίζει ένα είδος «απεργίας των αγοραστών», καθώς οι εταιρείες από όλο τον κόσμο αποφεύγουν να αγοράσουν ρωσικό πετρέλαιο από τον φόβο των κυρώσεων ή ακόμη και της δυσφήμησής τους. Ενδεικτική η περίπτωση της Shell, που δέχθηκε καταιγισμό επικρίσεων επειδή εξακολουθούσε να αγοράζει ρωσικό πετρέλαιο και αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να συνταχθεί με τη γενικότερη τάση. Οπως άλλωστε έχουν επισημάνει επανειλημμένως αναλυτές, το σύστημα των αγωγών δεν μπορεί πάντα να αλλάξει κατεύθυνση.
Το εμπάργκο στις εισαγωγές ρωσικών υδρογονανθράκων αναμένεται, αντιθέτως, να έχει πολύ περιορισμένο αντίκτυπο στην αμερικανική οικονομία, καθώς το ρωσικό πετρέλαιο δεν αντιπροσωπεύει παρά μόνον το 8% των εισαγωγών ενέργειας στις ΗΠΑ. Μιλώντας στους Financial Times ο Ρόμπερτ Κάμπελ, αναλυτής στη συμβουλευτική Energy Aspects, εξέφρασε πάντως την εκτίμηση ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα που μπορεί να αντιμετωπίσουν οι ΗΠΑ αφορά τα αμερικανικά διυλιστήρια που έχουν κατασκευαστεί για να επεξεργάζονται αργό «πιο βαρύ» από το αμερικανικό σχιστολιθικό πετρέλαιο, γι’ αυτό και αναγκάζονται να εισάγουν ρωσικό αργό. Αντιθέτως, οι μεγάλες κερδισμένες του πολέμου στην Ουκρανία και γενικότερα της ενεργειακής κρίσης στην Ευρώπη θα είναι οι αμερικανικές βιομηχανίες υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), καθώς έχουν αυξήσει τις εξαγωγές τους προς τις χώρες της Ε.Ε. σε επίπεδα ρεκόρ και για τρίτο συναπτό μήνα. Σύμφωνα με σχετικό ρεπορτάζ του Reuters, οι μεγάλες αμερικανικές εταιρείες του είδους, όπως η Cheniee Energy, είναι από τις πλέον κερδισμένες, καθώς έχουν υπογράψει τους τελευταίους μήνες μεγάλο αριθμό συμβολαίων για την προσφορά LNG. Εξίσου κερδισμένες είναι και οι εταιρείες εμπορευμάτων, όπως η Trafigura και η Gunvor, όπως και ορισμένοι ιαπωνικοί οίκοι που έχουν θέσεις σε αμερικανικούς τερματικούς σταθμούς υγροποίησης φυσικού αερίου και τελευταία στρέφουν τα φορτία των εξαγωγών τους στις ιδιαίτερα προσοδοφόρες ευρωπαϊκές αγορές.