Οι δεσμοί της Κίνας με τη Ρωσία περιπλέκουν τα σύνθετα προβλήματα που αντιμετωπίζει την τελευταία διετία η δεύτερη σε μέγεθος οικονομία του κόσμου και μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία περιορίζουν τις επιλογές της. Η Κίνα παραμένει σε μεγάλο βαθμό εξαρτημένη από τα κεφάλαια και την τεχνολογία της Δύσης παρά τις προσπάθειες που καταβάλλει τα τελευταία χρόνια για να αποκτήσει μεγαλύτερη αυτάρκεια. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις έφτασαν πέρυσι στο 1 τρισ. γουάν, ποσό αντίστοιχο των 128 δισ. δολαρίων, και σύμφωνα με τον Κινέζο υπουργό Εμπορίου, Γουάνγ Βεντάο, περίπου το 1/3 από αυτές τοποθετήθηκε στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας.
Από την αρχή του πολέμου, όμως, αντιμετωπίζουν την απειλή των κυρώσεων όσες κινεζικές επιχειρήσεις σχεδιάζουν να εξαγοράσουν μερίδια σε ρωσικές ενεργειακές εταιρείες ή σε ρωσικές βιομηχανίες παραγωγής πρώτων υλών. Δεδομένων, άλλωστε, των στενών δεσμών ανάμεσα στην Κίνα και τη Ρωσία, αυξάνεται για τις κινεζικές επιχειρήσεις το ενδεχόμενο διαγραφής τους από το αμερικανικό χρηματιστήριο. Πρόκειται για μια πρακτική που εγκαινιάστηκε με την έναρξη της θητείας του προέδρου Μπάιντεν και αρχικά επικεντρωνόταν σε όσες κινεζικές επιχειρήσεις θεωρήθηκαν ύποπτες για δεσμούς με το Πεκίνο και τις ένοπλες δυνάμεις της Κίνας. Την ίδια στιγμή, στο εσωτερικό της Κίνας βαθαίνει η κρίση της αγοράς ακινήτων. Η εκτόξευση των τιμών των εμπορευμάτων απειλεί να οδηγήσει στα ύψη τον πληθωρισμό, ενώ η χώρα αντιμετωπίζει τελευταία το χειρότερο κύμα της πανδημίας μετά την αρχική εκδήλωσή της στην περιοχή της Γουχάν. Ενα κύμα που αναμένεται να καταφέρει νέο πλήγμα στην κατανάλωση.
Στο μεταξύ, έχει προηγηθεί η εκστρατεία του Πεκίνου κατά των πλέον κερδοφόρων αλλά και ισχυρών επιχειρήσεων της χώρας, που έχει κάμψει σε σημαντικό βαθμό την εμπιστοσύνη των επενδυτών πολύ πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Από την εισβολή και μετά, η απαισιοδοξία των επενδυτών τείνει να εξελιχθεί σε πανικό. Ο δείκτης τιμών των μετοχών στο χρηματιστήριο του Χονγκ Κονγκ έχει υποχωρήσει κατά 15% από την αρχή του πολέμου, ενώ οι αποδόσεις των ομολόγων της χώρας, όσων έχουν υποβαθμιστεί στην κατηγορία των «ομολόγων-σκουπιδιών», έχουν εκτοξευθεί για πρώτη φορά πάνω από το 25%. Και δεν εξαιρούνται από τις μαζικές πωλήσεις τα κρατικά ομόλογα της Κίνας, με τις αποδόσεις των δεκαετών να βρίσκονται στα υψηλότερα επίπεδα από τον Δεκέμβριο.
Αντιμέτωπες με κυρώσεις οι κινεζικές επιχειρήσεις που σχεδιάζουν επενδύσεις στη ρωσική αγορά.
Κι ενώ οι κυρώσεις έχουν πλήξει πολύ περισσότερο τους ρωσικούς τίτλους, οι αγορές της Κίνας έχουν πολύ μεγαλύτερο βάρος σε παγκόσμιο επίπεδο. Η κεφαλαιοποίηση του χρηματιστηρίου της Ρωσίας δεν υπερέβαινε τα 781 δισ. δολάρια στην αρχή του έτους, όταν το άθροισμα των κινεζικών χρηματιστηρίων, συμπεριλαμβανομένου κι εκείνου του Χονγκ Κονγκ, έφτανε στα 19 τρισ. δολάρια. Οι κινεζικές επιχειρήσεις αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 1/3 του παγκόσμιου δείκτη αναδυόμενων αγορών MSCI, όταν το αντίστοιχο ποσοστό των ρωσικών επιχειρήσεων είναι μικρότερο του 4%. Και στο μεταξύ, η εγχώρια αγορά χρέους της Κίνας ανέρχεται σε 21 τρισ. δολάρια. Η Κίνα εξακολουθεί να παρέχει τη διπλωματική στήριξή της στη Ρωσία μετά την εισβολή στην Ουκρανία. Αξιωματούχοι της, όμως, εκφράζουν όλο και συχνότερα προβληματισμό για τις απώλειες άμαχου πληθυσμού και για την παραβίαση της εθνικής κυριαρχίας της Ουκρανίας, ενώ έχουν εντείνει τις προσπάθειες να προσεγγίσουν διπλωματικά τις ευρωπαϊκές χώρες επιδιώκοντας ειρηνευτικές συνομιλίες. Παραμένει προς το παρόν άγνωστο πόση οικονομική βοήθεια θα προσφέρει η Κίνα στη Ρωσία.
Πολλές εταιρείες της Δύσης αρχίζουν, πάντως, να χάνουν το ενδιαφέρον τους για την Κίνα. Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη του Αμερικανικού Εμπορικού Επιμελητηρίου, οι αμερικανικές επιχειρήσεις διστάζουν να αυξήσουν τις επενδύσεις τους καθώς το Πεκίνο αλλάζει συχνά το ρυθμιστικό πλαίσιο, ενώ η πρόσβαση στην κινεζική αγορά παραμένει προβληματική και η οικονομική ανάπτυξη της χώρας περιβάλλεται από αβεβαιότητα. Και το Πεκίνο βλέπει να αυξάνονται οι πιθανότητες να αντιμετωπίσει η κινεζική οικονομία μια Δύση εξίσου ενωμένη όσο αυτή που αντιμετωπίζει τώρα η Ρωσία.