Βαριές οι επιπτώσεις, αλλά προσωρινές

Βαριές οι επιπτώσεις, αλλά προσωρινές

Επιβράδυνση ανάκαμψης λόγω πολέμου και ανάκτηση των απωλειών την επόμενη χρονιά βλέπουν 3 κορυφαίοι οικονομολόγοι

9' 20" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Eπιβράδυνση του ρυθμού ανάκαμψης, εκτίναξη του πληθωρισμού αλλά και αναστολή επενδυτικών σχεδίων και διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι οι πληγές που «βλέπουν» οι αναλυτές να αφήνει στην ελληνική οικονομία ο πόλεμος στην Ουκρανία.

Αν και όλοι συμφωνούν ότι είναι νωρίς να αποτιμήσει κανείς επακριβώς τις οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον, αυτές θα είναι βαριές.

Αλλωστε, η εικόνα δεν είναι διαφορετική ούτε στα γραφεία του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης, όπου –σύμφωνα με πληροφορίες– δουλεύουν στη βάση τριών εναλλακτικών σεναρίων: του βασικού, του δυσμενούς και του… εξαιρετικά δυσμενούς. Καθένα με διαφορετικές παραδοχές για ΑΕΠ και πληθωρισμό και κατά συνέπεια διαφορετικές δημοσιονομικές επιπτώσεις. Τα αντίστοιχα σενάρια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, σύμφωνα με την παρουσίαση, την περασμένη Πέμπτη, της προέδρου της, Κριστίν Λαγκάρντ, προβλέπουν υποχώρηση του ΑΕΠ κατά 0,5% το βασικό (στο 3,7%), κατά 1,7% το δυσμενές (στο 2,5%) και κατά 1,9% το ακραίο (στο 2,3%). Για τον πληθωρισμό προβλέπουν αντιστοίχως εκτίναξη στο 5,1% στο βασικό σενάριο, στο 5,9% στο δυσμενές και στο 7,1% στο ακραίο.

Οι εκτιμήσεις δεν είναι πολύ διαφορετικές στην Αθήνα. Στο οικονομικό επιτελείο υπολογίζουν ότι το ΑΕΠ είναι πιθανό να υποχωρήσει κατά 1-2 μονάδες από την πρόβλεψη για 4,5%, ενώ για τον πληθωρισμό ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας δεν απέκλεισε να φτάσει στο 8% τους αμέσως επόμενους μήνες.

Κορύφωση του πληθωρισμού σε υψηλό μονοψήφιο ποσοστό μέχρι τις αρχές του β΄ τριμήνου «βλέπει» στην τοποθέτησή του σήμερα στην «Κ» ο επικεφαλής οικονομολόγος της Εθνικής Τράπεζας Νίκος Μαγγίνας, ενώ προβλέπει ρεκόρ 25ετίας κατά το μεγαλύτερο μέρος του έτους.

Το θετικό ως προς τις επιπτώσεις στο ΑΕΠ είναι ότι οι αναλυτές περιμένουν ανάκτηση των απωλειών τον επόμενο κιόλας χρόνο. «Η Ουκρανία επιβραδύνει αλλά δεν ακυρώνει την ανάκαμψη», υποστηρίζει ο επικεφαλής οικονομολόγος του ομίλου της Eurobank Τάσος Αναστασάτος, σημειώνοντας ότι η όποια επιβράδυνση φέτος μπορεί να ανακτηθεί αργότερα, αλλά υπό την προϋπόθεση ότι θα συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις και θα ελεγχθούν τα δίδυμα ελλείμματα.

Οι αλλαγές, εξάλλου, που φαίνεται να φέρνει ο πόλεμος στην αφύπνιση της Ευρώπης αλλά και στον επανασχεδιασμό της επενδυτικής στρατηγικής των μεγάλων εταιρειών εκτιμάται ότι μπορούν να αποβούν μεσοπρόθεσμα προς όφελος της ελληνικής οικονομίας. Οπως υποστηρίζει ο Δημήτρης Μαλλιαρόπουλος, επικεφαλής οικονομολόγος της Τράπεζας της Ελλάδος, η Ελλάδα πρέπει να επωφεληθεί από αυτόν τον νέο σχεδιασμό των παγκόσμιων αλυσίδων αξίας, που θα γίνει με γνώμονα τη γεωπολιτική τους ασφάλεια.

Προς το παρόν, πάντως, η κυβέρνηση καλείται να επιτύχει μια «δύσκολη άσκηση ισορροπίας», όπως την ονομάζει ο κ. Μαγγίνας, καθώς η πίεση για στήριξη των νοικοκυριών από την αύξηση των τιμών είναι μεγάλη. Στο τέλος της ερχόμενης εβδομάδας πρόκειται να ανακοινωθεί ένα νέο πακέτο μέτρων, που αναμένεται ότι θα περιλαμβάνει: 1. Συνέχιση της στήριξης των νοικοκυριών για τους λογαριασμούς του ηλεκτρικού ρεύματος και του φυσικού αερίου. 2. Ενίσχυση των ευάλωτων νοικοκυριών έναντι του πληθωρισμού με τη μορφή μιας «επιταγής ακρίβειας», όπως ονομάστηκε. 3. Κάποια ειδική παρέμβαση για την αντιμετώπιση των υψηλών τιμών των καυσίμων, με έμφαση και πάλι στα ευάλωτα νοικοκυριά.

Τα μέτρα, σύμφωνα με κυβερνητική πηγή, θα είναι συγκρατημένα και προσωρινά, αφού υπάρχουν πάντα οι περιορισμοί του υψηλού ελλείμματος και του μεγάλου χρέους, η οποία δεν βρίσκεται ακόμη σε επενδυτική βαθμίδα, με αποτέλεσμα να απειλείται με δυσανάλογα αυστηρή «τιμωρία» από τις αγορές σε περίπτωση δημοσιονομικής εκτροπής.

Νίκος Σ. Μαγγίνας, Επικεφαλής οικονομολόγος της Εθνικής Τράπεζας

Μια νέα δοκιμασία αντοχής για την Ελλάδα και την Ε.Ε.

Βαριές οι επιπτώσεις, αλλά προσωρινές-1

Η εισβολή στην Ουκρανία συνιστά μια πρωτοφανή δοκιμασία για τη μεταπολεμική γεωπολιτική αρχιτεκτονική της Ευρώπης, επιφέρει αυξανόμενες ανθρώπινες απώλειες και δοκιμάζει πολύπλευρα την περιοχή. Δημιουργεί πληγές και επιδράσεις που δύσκολα θα αναστραφούν, ακόμη κι αν επιτευχθεί μια εύθραυστη εκεχειρία. Οι οικονομικές προεκτάσεις ήδη εκδηλώνονται με σφοδρότητα στο πεδίο της ενέργειας και των πρώτων υλών, καθώς η νέα κρίση έρχεται από την πλευρά της προσφοράς πλέον, τροφοδοτώντας την ήδη έντονα ανοδική τάση του πληθωρισμού, που ήταν απόρροια της απότομης ανάκαμψης της ζήτησης διεθνώς, μετά τη χαλάρωση των περιορισμών που σχετίζονταν με την πανδημία. Οι πληθωριστικές επιδράσεις και η αύξηση του κόστους παραγωγής αποτελούν τους κυριότερους μηχανισμούς μετάδοσης της κρίσης, που επιβαρύνουν το διαθέσιμο εισόδημα και την εταιρική κερδοφορία. Οι λοιπές επιδράσεις στην ελληνική οικονομία μέσω άμεσων εμπορικών, επενδυτικών και τουριστικών διασυνδέσεων με τη Ρωσία και τη δοκιμαζόμενη Ουκρανία είναι περιορισμένες (0,3%-0,4% του ΑΕΠ).

Με βάση τις τρέχουσες προβλέψεις μας, ο πληθωρισμός στην Ελλάδα θα κορυφωθεί μέχρι τις αρχές του 2ου τριμήνου 2022 σε υψηλό μονοψήφιο ποσοστό, αλλά θα παραμείνει σε υψηλό 25ετίας κατά το μεγαλύτερο τμήμα του έτους, υποχωρώντας κάτω από 2% το 2023. Η οικονομική πολιτική επιχειρεί μια νέα δύσκολη άσκηση ισορροπίας μεταξύ στοχευμένης στήριξης, μείωσης ελλειμμάτων και υποστηρικτικής εισοδηματικής πολιτικής (βασικός μισθός), προκειμένου να αμβλύνει το βραχυπρόθεσμο πλήγμα χωρίς να υποσκάψει τις αντοχές των επιχειρήσεων. Κατά πάσα πιθανότητα, ο υψηλότερος πληθωρισμός θα στηρίξει βραχυπρόθεσμα την ονομαστική αξία της φορολογικής βάσης, τον κύκλο εργασιών, καθώς και το ονομαστικό ΑΕΠ, περιορίζοντας την αναπόφευκτη επιβράδυνση της «πραγματικής» οικονομικής δραστηριότητας. Η εκτίμησή μας είναι ότι, με τα τρέχοντα δεδομένα, το μεγαλύτερο τμήμα της επιβράδυνσης της οικονομίας κατά το 2022 θα μπορούσε να ανακτηθεί το 2023, ακόμη κι αν υποθέσουμε μερική ομαλοποίηση της κατάστασης.

Η επιτάχυνση της στρατηγικής ενεργειακής μετάβασης καθίσταται επιβεβλημένη, καθώς οι υψηλότερες τιμές των ορυκτών καυσίμων καθιστούν περισσότερο ελκυστική, σε οικονομικούς όρους, την αξιοποίηση των ΑΠΕ. Οι συνέργειες με το Ταμείο Ανάκαμψης είναι προφανείς, όπως και το αυξημένο κίνητρο για τους ιδιώτες να επιλέξουν σχέδια με ισχυρό περιβαλλοντικό – ενεργειακό πρόσημο. Επιπροσθέτως, η Ελλάδα βρίσκεται ήδη σε πλεονεκτική θέση σε σχέση με τον μ.ο. της Ε.Ε. όσον αφορά την εναλλακτική τροφοδοσία μέσω υγροποιημένου φυσικού αερίου, με τις προγραμματισμένες επενδύσεις σε νέους χώρους επεξεργασίας και αποθήκευσης να μπορούν να την καταστήσουν και εξαγωγικό κόμβο, υπό την προϋπόθεση ότι οι διεθνείς τιμές θα εξομαλυνθούν. Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι η Ε.Ε. ωριμάζει ακόμη περισσότερο, μέσω αυτής της νέας πρωτοφανούς δοκιμασίας. Νέες πρωτοβουλίες δρομολογούνται, που θα ενδυναμώσουν και τον πολιτικό πυλώνα της ενοποίησης, αρκεί οι ηγεσίες της Ε.Ε. να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων, διατηρώντας την αποφασιστικότητα των προηγούμενων εβδομάδων. Η Ελλάδα μπορεί να επωφεληθεί σημαντικά από τις εξελίξεις.

Τάσος Αναστασάτος, Επικεφαλής οικονομολόγος της Eurobank

Η Ουκρανία επιβραδύνει, αλλά δεν ακυρώνει την ανάπτυξη

Βαριές οι επιπτώσεις, αλλά προσωρινές-2

Μία ακριβής αποτίμηση της επίπτωσης του πολέμου στην Ουκρανία στις βραχυχρόνιες και μεσοχρόνιες προοπτικές της οικονομίας δεν είναι ακόμη δυνατή. Δεν υπάρχει ορατότητα για τις βασικότερες παραμέτρους του ζητήματος, ήτοι τη διάρκεια της σύρραξης, την τελική έκβαση (και κατά πόσον αυτή θα είναι διατηρήσιμη), την τελική έκταση και διάρκεια των οικονομικών κυρώσεων, αλλά και τα μέτρα νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής που θα ληφθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο για την αντιμετώπιση των συνεπειών του πολέμου. Είναι σίγουρο όμως ότι, σε κάποιον βαθμό, οι αναπτυξιακές προοπτικές της φετινής χρονιάς θα αμβλυνθούν λόγω της αύξησης των τιμών (ιδίως στην ενέργεια αλλά και τα τρόφιμα και τα μέταλλα), της συνεπαγόμενης μείωσης των διαθέσιμων εισοδημάτων και επιδείνωσης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, της διαταραχής στις εφοδιαστικές αλυσίδες, της αύξησης της αβεβαιότητας και της μεταβλητότητας στις αγορές και της συνεπαγόμενης αναβολής καταναλωτικών, ταξιδιωτικών και επενδυτικών αποφάσεων.

Εν γένει, τα γεωστρατηγικά επεισόδια, υποθέτοντας ότι θα αποφευχθούν τα χειρότερα σενάρια πλανητικής κλιμάκωσης, τείνουν να έχουν μάλλον βραχυχρόνια επίπτωση στις αγορές και την πραγματική οικονομία. Ωστόσο, αυτό που διαφοροποιεί το παρόν επεισόδιο από άλλες συρράξεις του παρελθόντος, είναι η πιο διαρκής επίδραση που αναμένεται να έχει στις τιμές ενέργειας, ιδίως λόγω των πρωτοβουλιών απεξάρτησης από το ρωσικό αέριο και πετρέλαιο. Αυτό όμως εντάσσεται στη γενικότερη διαδικασία της μετάβασης στις ΑΠΕ, χωρίς να είναι σίγουρο ότι η τελική μακροχρόνια επίδραση στις τιμές της ενέργειας θα είναι αυξητική. Αυτό θα εξαρτηθεί από τις επιλογές των δρώντων στην αγορά της ενέργειας, αγοραστών και πωλητών.

Η ελληνική οικονομία, ειδικότερα, με τη σημαντική βελτίωση του 2021 περίπου ολοκλήρωσε την κυκλική της ανάκαμψη, υποβοηθούμενη από τα δημοσιονομικά μέτρα στήριξης. Επομένως, οι προοπτικές καθορίζονται εφεξής από τον δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης, με την αυξητική επίπτωση του Ταμείου Ανάκαμψης. Η όποια επιβράδυνση φέτος μπορεί να ανακτηθεί αργότερα. Κατ’ αυτή την έννοια, μεγαλύτερη επίδραση στις μεσοπρόθεσμες προοπτικές έχουν οι μεταρρυθμίσεις (ή η απουσία αυτών) και η ικανότητα ελέγχου των διδύμων ελλειμμάτων από μία βραχυχρόνια διαταραχή. Ας μην ξεχνάμε ότι οι πληθωριστικές πιέσεις έχουν και μία θετική παρενέργεια, ιδιαίτερα σημαντική για την Ελλάδα: διαβρώνουν αναίμακτα το δημόσιο χρέος.

Το σίγουρο είναι ότι η γεωστρατηγική κρίση κινητροδότησε μία αφύπνιση, αν όχι ταχεία ενηλικίωση, της Ευρώπης αναφορικά με τα ζητήματα της ενεργειακής της ασφάλειας και της κοινής της άμυνας. Στον βαθμό λοιπόν που υλοποιηθούν οι πιο φιλόδοξες από τις προτάσεις που φέρεται να εξετάζει η ευρωπαϊκή πολιτική και τα κράτη-μέλη, είναι πιθανό η μακροχρόνια θετική επίπτωση από τις θεσμικές παρεμβάσεις και τα κοινά χρηματοδοτικά εργαλεία να είναι μεγαλύτερη από τη βραχυχρόνια υφεσιακή επίπτωση της κρίσης.

Δημήτρης Μαλλιαρόπουλος, Επικεφαλής οικονομολόγος – διευθυντής Οικονομικής Ανάλυσης και Μελετών, Τράπεζα της Ελλάδος

Η ουκρανική κρίση μπορεί, υπό προϋποθέσεις, να είναι ευκαιρία για την Ελλάδα

Βαριές οι επιπτώσεις, αλλά προσωρινές-3

Είναι πολύ νωρίς για να αποτιμήσουμε με κάποιον βαθμό ακριβείας τις οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία Οι άμεσες επιπτώσεις στις εξαγωγές θα είναι μικρές, καθώς το σύνολο των ελληνικών εξαγωγών προς τη Ρωσία και των εισπράξεων από Ρώσους τουρίστες δεν ξεπερνάει το 0,35% του ελληνικού ΑΕΠ. Πιο σημαντικές όμως είναι οι έμμεσες επιδράσεις, κυρίως από την αύξηση των τιμών της ενέργειας, αλλά και την επιβράδυνση του παγκόσμιου εμπορίου και τις διαταραχές στις εφοδιαστικές αλυσίδες. Η άνοδος των τιμών της ενέργειας και οι αρνητικές επιπτώσεις στην εμπιστοσύνη θα μειώσουν την εγχώρια ζήτηση. Οι υψηλότερες τιμές της ενέργειας ωθούν προς τα πάνω τον πληθωρισμό, περιορίζοντας παράλληλα την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και μειώνοντας την κατανάλωση. Οι αυξήσεις στις τιμές των βασικών προϊόντων, σε συνδυασμό με τις γεωπολιτικές εντάσεις και την αβεβαιότητα, θα οδηγήσουν πολλές επιχειρήσεις να αναθεωρήσουν τα επενδυτικά τους σχέδια και να αναβάλουν την υλοποίησή τους. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε καθυστερήσεις στην απορρόφηση πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Η ενεργειακή εξάρτηση της χώρας μας παραμένει υψηλή. Παρά τις επιτυχείς προσπάθειες αλλαγής του ενεργειακού μείγματος προς ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η Ελλάδα συνεχίζει να εισάγει πάνω από τα 2/3 της ενέργειας που καταναλώνει, κυρίως πετρέλαιο και φυσικό αέριο. Το 20% των εισαγωγών πετρελαίου και το 40% των εισαγωγών φυσικού αερίου είναι από τη Ρωσία. Η τεχνολογική πρόοδος έχει οδηγήσει σε σημαντική εξοικονόμηση ενέργειας την τελευταία δεκαετία, όμως η ενεργειακή ένταση της οικονομίας μας παραμένει υψηλή. Για την παραγωγή μιας μονάδας ΑΕΠ η Ελλάδα χρειάζεται περίπου 30% περισσότερη ενέργεια από την Ευρωζώνη.  

Η εξοικονόμηση ενέργειας πρέπει να μπει ψηλά στην ατζέντα της οικονομικής πολιτικής. Τέλος, η ουκρανική κρίση ενδέχεται να προκαλέσει διαταραχές στις εφοδιαστικές αλυσίδες με άμεσες επιπτώσεις στην παραγωγή, καθώς περίπου το 10% των πρώτων υλών και ενδιάμεσων προϊόντων που απαιτούνται για την παραγωγή μιας μονάδας ΑΕΠ εισάγεται από τη Ρωσία, περίπου τέσσερις μονάδες υψηλότερο από το αντίστοιχο ποσοστό της Ευρωζώνης. Ακόμη και αν εξαιρέσουμε τον κλάδο των διυλιστηρίων, το ποσοστό των ενδιάμεσων προϊόντων που εισάγουμε από τη Ρωσία ξεπερνάει το 6%. Για να συνεχίσουν την παραγωγή, οι επιχειρήσεις πρέπει άμεσα να βρουν νέους προμηθευτές. Μακροπρόθεσμα, οι συνέπειες για την παγκόσμια οικονομία θα είναι ενδεχομένως πιο σοβαρές, καθώς ο πόλεμος στην Ουκρανία σηματοδοτεί το τέλος της παγκοσμιοποίησης, όπως τη γνωρίζαμε μέχρι σήμερα. Μεγάλες εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην Ανατολική Ευρώπη θα επανεξετάσουν τα επενδυτικά τους σχέδια. Οι παγκόσμιες αλυσίδες αξίας θα σχεδιαστούν εκ νέου, με γνώμονα τη γεωπολιτική ασφάλεια. Αυτό δεν αφορά μόνο την ενέργεια, αλλά όλες ανεξαιρέτως τις εφοδιαστικές αλυσίδες. Η Ελλάδα πρέπει να εκμεταλλευτεί  αυτή την ευκαιρία για να προσελκύσει ξένες άμεσες επενδύσεις και να ενισχύσει μακροπρόθεσμα τον ρυθμό ανάπτυξης της.

 

 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή