Ο μύθος είναι αναγκαίος στη ζωή των λαών. Τους προσδίδει κοινωνική συνοχή και εθνική συνείδηση. Ο μύθος, όμως, δεν μπορεί να αποτελέσει τη βάση της οικονομικής ανάλυσης αναφορικά με τις αμφίπλευρες οικονομικές επιπτώσεις της ουκρανικής κρίσης για τη Ρωσία και την Ευρώπη, πρωτίστως, αλλά και τον κόσμο γενικότερα.
Κατ’ αρχάς, δυο λόγια για τη ρωσική οικονομία. Βασίζεται στην εξαγωγή πρώτων υλών. Το σύνολο των εξαγωγών της το 2021 ανήλθε σε 407 δισ. δολ., καταγράφοντας εμπορικό πλεόνασμα 190 δισ. δολ. Πιο αναλυτικά, οι εξαγωγές της ήταν: αργό πετρέλαιο (123 δισ. δολ.), διυλισμένο πετρέλαιο (66,2 δισ. δολ.), φυσικό αέριο (26,3 δισ. δολ.). Παράγει το 10% του παγκόσμιου πετρελαίου και προμηθεύει το 40% του φυσικού αερίου της Ευρώπης. Είναι, επίσης, ο μεγαλύτερος εξαγωγέας σιτηρών και λιπασμάτων στον κόσμο, κορυφαίος παραγωγός παλλαδίου και νικελίου, ο τρίτος μεγαλύτερος εξαγωγέας άνθρακα και χάλυβα και ο πέμπτος μεγαλύτερος εξαγωγέας ξυλείας. Αξίζει να επισημανθεί ότι η Ρωσία παραμένει η δεύτερη μεγαλύτερη πυρηνική δύναμη στον κόσμο, με ιδιαίτερα ανεπτυγμένη πολεμική βιομηχανία και τεχνολογία.
Η απλή παράθεση στοιχείων όμως είναι παραπλανητική. Η μεγάλη εικόνα αναδεικνύει ότι, με βάση συγκριτικά στοιχεία, η εκτίμηση της ρωσικής οικονομίας είναι εντελώς διαφορετική. Το ΑΕΠ της Ρωσίας το 2021 εκτιμάται από το ΔΝΤ σε περίπου 1,8 τρισ. δολ., έναντι 21 τρισ. δολ. για τις ΗΠΑ και 17,1 τρισ. δολ. για την Ε.Ε. Η Ρωσία, βεβαίως, παραμένει η 12η μεγαλύτερη οικονομία στον κόσμο, αλλά το μέγεθός της είναι το ήμισυ αυτού της Γερμανίας και ίσο με αυτό του Καναδά και της Ιταλίας, χωρών με πληθυσμό από 30% μέχρι 60% αυτού της Ρωσίας. Ο μύθος της υπερδύναμης αναφέρεται σε πολιτικές, ιστορικές και γεωπολιτικές εκτιμήσεις –και όλα αυτά πριν από το 1989– και όχι στα πραγματικά οικονομικά δεδομένα της Ρωσίας σήμερα. Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης, από μεγάλη βιομηχανική δύναμη η Ρωσία ουσιαστικά ξαναέγινε αυτό που ήταν πριν από το 1917: ως επί το πλείστον, ένας μεγάλος εξαγωγέας πρώτων υλών. Αυτή η οικονομική πραγματικότητα είναι και το κλειδί για να κατανοήσουμε τις οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία τόσο για τη Δύση όσο και για τη Ρωσία.
Με την έναρξη της ρωσικής εισβολής, η Δύση έδειξε αποφασισμένη να αντιδράσει, παίρνοντας μια σειρά από μέτρα που στόχο έχουν να αποκλείσουν τη Ρωσία από ένα ευρύ φάσμα εμπορικών και χρηματοπιστωτικών συναλλαγών. Τα σημαντικότερα μέτρα είναι η απαγόρευση της χρήσης του SWIFT και το «πάγωμα» των ρωσικών περιουσιακών στοιχείων στο εξωτερικό. Το SWIFT είναι ένας ασφαλής μηχανισμός πληρωμών μέσω ανταλλαγής ηλεκτρονικών μηνυμάτων, που έχει γίνει ο κύριος μηχανισμός χρηματοδότησης του διεθνούς εμπορίου. Οι ΗΠΑ και η Ε.Ε. αποφάσισαν να επιβάλουν αυτά τα μέτρα στις εταιρείες ρωσικών συμφερόντων και στις ρωσικές τράπεζες, συμπεριλαμβανομένης και της Ρωσικής Κεντρικής Τράπεζας. Οσον αφορά την κεντρική τράπεζα, οι επιπτώσεις θα είναι εκτεταμένες και καθοριστικές, διότι δεν είναι μόνο ο δανειστής έσχατης ανάγκης για τις εμπορικές τράπεζες της χώρας, αλλά και ο δανειστής έσχατης ανάγκης σε συνάλλαγμα. Τα περισσότερα, όμως, συναλλαγματικά διαθέσιμα στην εποχή της ψηφιοποίησης είναι λογιστικές εγγραφές στα βιβλία άλλων κεντρικών τραπεζών (π.χ. 14% σε Κίνα, 25% σε Γαλλία, Γερμανία και Αυστρία, και μικρότερα ποσοστά σε Αγγλία, Αμερική, Καναδά). Λόγω του επιβληθέντος περιορισμού του SWIFT και της δέσμευσης περιουσιακών στοιχείων, η Ρωσική Κεντρική Τράπεζα έχει χάσει την πρόσβαση στο 60% (ή 388 δισ. δολ.) από τα συνολικά συναλλαγματικά της διαθέσιμα ύψους 643 δισ. δολ. Οπως εκτιμά ο Michael Bernstam σε πρόσφατο άρθρο στους Financial Times, της έχει απομείνει χρυσός αξίας 135 δισ. δολ. στα θησαυροφυλάκιά της, καθώς και περίπου 30 δισ. δολ. σε μετρητά και 84 δισ. δολ. σε κινεζικά χρεόγραφα. Ομως, είναι αδύνατον να πωλήσει τον χρυσό ώστε να αποκτήσει συνάλλαγμα και να στηρίξει το ρούβλι. Είναι προφανές, λοιπόν, ότι οι κυρώσεις αυτές θα επηρεάσουν τη λειτουργία και τη βιωσιμότητα του ρωσικού χρηματοπιστωτικού και τραπεζικού συστήματος.
Οι επιπτώσεις στο εμπορικό σκέλος θα είναι εξίσου σοβαρές. Πλοία που φέρουν τη ρωσική σημαία ή είναι εγγεγραμμένα στον ρωσικό νηογνώμονα ή ανήκουν σε ρωσικές πλοιοκτήτριες εταιρείες δεν μπορούν πλέον να προσεγγίσουν λιμάνια στην Αγγλία και τη Β. Αμερική. Εταιρείες όπως η Maersk και η MSC, οι μεγαλύτερες στη θαλάσσια διακίνηση εμπορευματοκιβωτίων, έχουν αναστείλει όλες τις μεταφορές εμπορευματοκιβωτίων προς τη Ρωσία. Εταιρείες όπως η νορβηγική Equinor (ενέργεια), η Daimler, η Volvo, η Volkswagen, η Audi, έχουν ανακοινώνει την παύση λειτουργίας τους στη Ρωσία. Η BP έχει δηλώσει ότι θα εκποιήσει το ποσοστό 20% που κατέχει στη Rosnef, το ίδιο και η Shell, η οποία μάλιστα συμμετείχε στο consortium που χρηματοδότησε τον αγωγό Nord Stream 2.
Οι οικονομικές συνέπειες για τον υπόλοιπο κόσμο θα είναι πολύ λιγότερο σοβαρές από ό,τι για τη Ρωσία.
Αυτές οι κυρώσεις αναμφισβήτητα θα έχουν επιπτώσεις στη ρωσική οικονομία, καθώς δημιουργούν προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες, στην προμήθεια συγκεκριμένων προϊόντων, εξοπλισμού και ανταλλακτικών. Σύμφωνα με την Oxford Economics, η συρρίκνωση του ΑΕΠ της Ρωσίας το 2022 μπορεί να φθάσει το 7%. Είναι ήδη γεγονός ότι το ρούβλι έχει υποτιμηθεί πάνω από 40% σε σχέση με το δολάριο και το ευρώ από την αρχή του έτους. Η Ρωσία, βέβαια, θα χρησιμοποιήσει τα εργαλεία που διαθέτει –όσα της έχουν απομείνει– για να αντιμετωπίσει τις κυρώσεις. Τα εργαλεία αυτά συμπεριλαμβάνουν τα όποια συναλλαγματικά διαθέσιμά της, τα όποια εμπορικά πλεονεκτήματα μπορούν ακόμη να διασφαλιστούν, καθώς και την όποια υποστήριξη θα παρέχουν τρίτες χώρες. Μία από τις επιλογές που έχει είναι η χρήση ενός εναλλακτικού συστήματος πληρωμών που έχει αναπτύξει η Κίνα και η διαφοροποίηση του πελατολογίου της για τις πρώτες ύλες που παράγει.
Οι οικονομικές επιπτώσεις στη Δύση και ιδιαίτερα στην Ευρώπη θα είναι δύο ειδών: βραχυπρόθεσμες και μεσομακροπρόθεσμες. Ηδη βιώνουμε τις πρώτες. Οι τιμές της ενέργειας (πετρέλαιο και φυσικό αέριο) έχουν διπλασιαστεί συγκριτικά με τις αρχές του 2021, με εντονότατες ανοδικές τάσεις. Οι αυξήσεις αυτές σταδιακά περνούν και στις τιμές παραγωγής βιομηχανικών και αγροτικών προϊόντων αλλά και υπηρεσιών. Αυτό συντηρεί και επιδεινώνει –μετά τις επιπτώσεις της πανδημίας– την αύξηση των πληθωριστικών πιέσεων σε επίπεδα που υπερβαίνουν το 6% με 7% σε ΗΠΑ και Ε.Ε., πρωτοφανή για περισσότερο από 20 χρόνια. Οσον αφορά τη διακύμανση του ΑΕΠ, οι πρώτες εκτιμήσεις κάνουν λόγο για συρρίκνωση της τάξεως του 1,5% στην Ε.Ε. για το 2022, με περαιτέρω υποχώρηση το 2023, ανάλογα πάντα με τις εξελίξεις. Αυτό που δεν μπορεί να εκτιμηθεί είναι το οικονομικό και κοινωνικό κόστος του τεράστιου αριθμού προσφύγων που θα περάσουν στην πλειονότητά τους σε ευρωπαϊκές χώρες. Η ρωσική εισβολή θα επηρεάσει τις οικονομικές σχέσεις και σε παγκόσμιο επίπεδο. Θα επηρεαστούν σε σημαντικό βαθμό οι εμπορικοί δρόμοι, οι άξονες συναλλαγών και τα οικονομικά δίκτυα μεταξύ Ρωσίας, Κίνας και των δυτικών οικονομιών. Κάτι που μπορεί να οδηγήσει σε σταδιακή απεξάρτηση της Ευρώπης από τη ρωσική ενέργεια, αλλά και τη μερική αποδολαριοποίηση μεγάλου μέρους της παγκόσμιας οικονομίας. Η εξέλιξη του ντόμινο δύσκολα προβλέπεται. Η Αμερική ανακοίνωσε την άμεση διακοπή εισαγωγών πετρελαίου και φυσικού αερίου από τη Ρωσία. Η Ε.Ε. ανακοίνωσε χρονοδιάγραμμα ενεργειακής απεξάρτησης από τη Ρωσία, εντός λίγων ετών. Δύσκολα υπολογίζεται ποσοτικά πόσο θα επηρεαστεί ο ενεργειακός και ο εξορυκτικός τομέας της Ρωσίας, που αποτελεί και τη σπονδυλική στήλη της οικονομίας της. Πόσο θα επηρεαστούν οι συναλλαγές μεταξύ Κίνας και Δύσης. Πώς θα ισορροπήσει η ενεργειακή αγορά μεσοπρόθεσμα και σε ποιο επίπεδο τιμών.
Συνοψίζοντας, όπως είπε ο Josh Lipsky, διευθυντής του Geo Economics Center στο Atlantic Council: «Οι κυρώσεις μπορεί να χρειαστούν αρκετό χρόνο για να υλοποιηθούν, αλλά θα έχουν πολύ μεγαλύτερο αντίκτυπο από ό,τι αρχικά πιστεύουμε». Για ένα πράγμα μπορούμε να είμαστε σίγουροι: οι μακροπρόθεσμες οικονομικές συνέπειες για τον υπόλοιπο κόσμο θα είναι πολύ λιγότερο σοβαρές από ό,τι για τη Ρωσία.
Ο Χένρι Κίσινγκερ έγραφε το 2014 ότι η Ουκρανία, αν θέλει να επιβιώσει, δεν πρέπει να ενταχθεί ούτε στην Ευρωπαϊκή Ενωση αλλά ούτε και να «συμπαραταχθεί» με τη Ρωσία. Είναι υποχρεωμένη να ζει αυτό που ονόμασε «ισορροπημένη δυσαρέσκεια». Δυστυχώς, η μη τήρηση αυτής της ισορροπίας οδήγησε σε έναν ολέθριο πόλεμο. Μόνη ελπίδα, ο πόλεμος αυτός να είναι ο τελευταίος βρυχηθμός της «ρωσικής αρκούδας», κάτι σαν κύκνειο άσμα.
* Ο κ. Γιώργος Στούμπος διετέλεσε καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και στέλεχος της Τράπεζας της Ελλάδος.