Αίτημα προς τις εποπτικές αρχές για τη χαλάρωση των υποχρεώσεων σχετικά με την έκδοση ομολόγων μελετούν οι τράπεζες, αξιολογώντας ότι οι συνθήκες προσφυγής στις αγορές παραμένουν απαγορευτικές και επιβάλλουν προσωρινή αναστολή της σχετικής απαίτησης.
Οι συνθήκες έχουν επιδεινωθεί μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τη γεωπολιτική κρίση που είναι σε εξέλιξη, οδηγώντας σε άνοδο των spreads τόσο των κρατικών ομολόγων όσο και των ομολόγων που έχουν εκδώσει οι τράπεζες, με συνέπεια το κόστος χρήματος για το ελληνικό τραπεζικό σύστημα να έχει σχεδόν διπλασιασθεί τον τελευταίο μήνα, ματαιώνοντας τα σχέδια για έξοδο στις αγορές στο κοντινό μέλλον.
Οι προγραμματισμένες εκδόσεις ομολόγων υπολογίζονται σε 4 δισ. ευρώ, ήτοι 1 δισ. ευρώ περίπου για κάθε τράπεζα για όλο το 2022. Πρόκειται για ομόλογα της κατηγορίας senior notes (υψηλής εξασφάλισης), Tier II (μειωμένης εξασφάλισης) ή ΑΤ1 (Additional Tier 1), τα οποία χρησιμοποιούνται για την κάλυψη των ελάχιστων απαιτήσεων για ίδια κεφάλαια και επιλέξιμες υποχρεώσεις (Minimum Requirements for Own Funds and Eligible Liabilities – MREL). Οι απαιτήσεις αυτές επιβάλλονται από τον SRB (Single Resolution Board) και δεν αφορούν τα ελάχιστα εποπτικά κεφάλαια που πρέπει να διαθέτει κάθε τράπεζα. Αφορούν το πρόσθετο κεφαλαιακό «μαξιλάρι», το οποίο πρέπει να διαθέτουν στο απομακρυσμένο σενάριο που διαπιστωθεί ανάγκη αναδιάρθρωσης.
Οι προγραμματισμένες εκδόσεις ομολόγων υπολογίζονται σε 4 δισ. ευρώ για όλο το 2022.
Οι ελληνικές τράπεζες έχουν καλύψει τους στόχους MREL που απαιτούνταν στις αρχές του 2022. Ετσι, η Εθνική διαθέτει δείκτη MREL 18,9%, η Πειραιώς 18%, η Eurobank 18,5% και η Alpha Bank 17,6%. H υποχρέωση για πρόσθετες εκδόσεις αφορά την περίοδο έως και το 2025, με ενδιάμεσα στάδια κάθε χρόνο. Με δεδομένο ότι δεν πρόκειται για εποπτικά κεφάλαια, αλλά για πρόσθετο «μαξιλάρι», οι τράπεζες θεωρούν ότι ο στόχος αυτός μπορεί να «μετριασθεί», προσδοκώντας ότι οι εποπτικές αρχές θα χαλαρώσουν τις απαιτήσεις τους τουλάχιστον για το 2022.
Η άνοδος των spreads που παρατηρείται τον τελευταίο μήνα παραμένει το βασικό εμπόδιο που κρατάει μακριά τις ελληνικές τράπεζες από τις αγορές, παρά το γεγονός ότι τα ετήσια αποτελέσματα που ανακοινώθηκαν δημιουργούν αισιοδοξία για την επάνοδο σε κερδοφορία. Στο πλαίσιο της ενημέρωσης των επενδυτών που ακολούθησε τη δημοσιοποίηση των αποτελεσμάτων, οι διοικήσεις των τεσσάρων συστημικών τραπεζών επανέλαβαν την πρόθεσή τους να αντλήσουν κεφάλαια μέσω ομολογιακών εκδόσεων, επισημαίνοντας ωστόσο ότι οι συνθήκες δεν είναι κατάλληλες και παραπέμποντας τις σχετικές κινήσεις για το μέλλον.
Τα στοιχεία κατά την έναρξη της εβδομάδας μετά και την αναβάθμιση του ελληνικού χρέους από την DBRS δείχνουν μόνο μικρή εκτόνωση και συνέχιση των πιέσεων στο κόστος άντλησης κεφαλαίων. Ενδεικτικά, το πράσινο ομόλογο της κατηγορίας senior preferred που εξέδωσε η ΕθνικήΤράπεζα τον Οκτώβριο του 2020 με επιτόκιο 2,75% είχε χθες απόδοση μεταξύ 4,51% και 4,81%, το ομόλογο που εξέδωσε η Eurobank με 2,25% τον Σεπτέμβριο του 2021 τιμολογείται μεταξύ 4,67% – 4,90%, ενώ στο 5,31% – 5,54% διαμορφώνεται το επιτόκιο του αντίστοιχου τίτλου που είχε εκδώσει η Alpha Bank τον ίδιο μήνα με επιτόκιο 2,5%. Υψηλά, αν και κάτω από τις τιμές έκδοσης, διαμορφώνονται και η έκδοση Tier II της Εθνικής Τράπεζας τον Ιούλιο του 2019 με επιτόκιο 8,25%, το οποίο τιμολογήθηκε χθες 5,45% – 5,87% από 3,50% δύο μήνες πριν, ενώ ο αντίστοιχος τίτλος της Τράπεζας Πειραιώς που είχε εκδοθεί τον Ιούνιο του 2019 με επιτόκιο 9,75% έχει επανέλθει μεταξύ 8,54% – 9,09%, παρά το γεγονός ότι δύο μήνες πριν είχε βρεθεί κοντά στο 5,60%. Σε ό,τι αφορά τους tier II τίτλους, η απόδοση για το ομόλογο της Alpha Bank που εκδόθηκε τον Μάρτιο του 2021 με επιτόκιο 5,5% διαμορφώθηκε μεταξύ 7,82% – 8,15%, ενώ ο ΑΤ1 τίτλος της Τράπεζας Πειραιώς που εκδόθηκε τον Ιούνιο του 2021 με επιτόκιο 8,75% βρέθηκε μεταξύ 12,54% – 12,97% από 8,50% δύο μήνες πριν.