Ο πόλεμος στην Ουκρανία έρχεται να ολοκληρώσει μια διαδικασία την οποία υπαγόρευσαν η πανδημία και οι άμεσες συνέπειές της στην παγκόσμια οικονομία, οδηγώντας σε ένα είδος μερικής τουλάχιστον ανάκλησης της παγκοσμιοποίησης. Το έμφραγμα στην εφοδιαστική αλυσίδα που επιτείνεται τώρα, καθώς έκλεισαν τα λιμάνια της Ρωσίας και της Ουκρανίας, οι ελλείψεις επεξεργαστών που οδηγούν τις βιομηχανίες σε αλλαγή επιχειρηματικού μοντέλου, η αρχική κατάρρευση της ζήτησης για ενέργεια, αλλά και η εκτόξευση της ζήτησης που ακολούθησε και αποτέλεσε συνιστώσα της ενεργειακής κρίσης εξωθούν επιχειρήσεις, θεσμούς και κυβερνήσεις σε επανεξέταση της στάσης τους, αλλαγή μοντέλου και επαναπατρισμό της παραγωγής.
Η κατάσταση αναγκάζει πολλές μεγάλες επιχειρήσεις να μεταφέρουν μέρος της παραγωγής τους εντός ή τουλάχιστον πλησίον της κύριας αγοράς τους και να επενδύσουν σε αυτήν. Παράλληλα τις εξωθεί να αλλάξουν το επιχειρηματικό τους μοντέλο, με μια στροφή στην αυτάρκεια και στο «κατακόρυφο μοντέλο παραγωγής», εκείνο που καλύπτει σχεδόν όλες τις φάσεις της παραγωγής. Την ίδια στιγμή εξωθεί την κυβέρνηση των ΗΠΑ να επενδύσει πολλά δισ. δολάρια στις εγχώριες βιομηχανίες, με σκοπό την απεξάρτηση της μεγαλύτερης οικονομίας στον κόσμο από τον μεταποιητικό τομέα των ασιατικών χωρών. Εξωθεί όμως στην ίδια ακριβώς τακτική και με το ίδιο σκεπτικό και την Ε.Ε., που αναγκάζεται να αθετήσει τους κανόνες της κατά των κρατικών ενισχύσεων και να επιδοτήσει με δισεκατομμύρια ευρώ τις βιομηχανίες της.
Έμφραγμα στις εφοδιαστικές αλυσίδες
Ο πόλεμος στην Ουκρανία εξωθεί και την Ε.Ε. σε χαλάρωση των κανόνων για τις κρατικές ενισχύσεις.
Μιλώντας για το θέμα στους Financial Times ο Ρίτσαρντ Μπερνστάιν της επενδυτικής RBA, επισημαίνει πως «το έμφραγμα στις εφοδιαστικές αλυσίδες έχει ήδη διαρκέσει περισσότερο από όσο διήρκεσε το πετρελαϊκό εμπάργκο μαζί τη διετία 1973-74 και το 1979». Ετσι, την περασμένη εβδομάδα η Intel ανακοίνωσε ότι θα επενδύσει 33 δισ. ευρώ στην Ευρώπη σε μονάδες μεταποίησης και στην έρευνα και στα τέλη της δεκαετίας θα αυξήσει το ποσό αυτό στα 80 δισ. ευρώ. Παράλληλα θα επενδύσει 40 δισ. δολάρια για την επέκταση της παραγωγής επεξεργαστών στις ΗΠΑ. Εν ολίγοις, συνεχίζεται η τάση που εκδηλώθηκε τους τελευταίους μήνες του περασμένου έτους όταν ηχηρά ονόματα της βιομηχανίας αντέδρασαν στην έλλειψη επεξεργαστών που γονάτισε πολλούς κλάδους της βιομηχανίας, με προεξάρχουσα την αυτοκινητοβιομηχανία και επένδυσαν στην παραγωγή τους εντός ΗΠΑ. Τον Οκτώβριο η Micron Technology ανακοίνωσε ότι μέσα στην επόμενη δεκαετία θα επενδύσει πάνω από 150 δισ. δολάρια στην παραγωγή επεξεργαστών και τουλάχιστον ένα τμήμα θα παράγεται στις ΗΠΑ. Και τον Νοέμβριο η νοτιοκορεατική Samsung ανακοίνωσε ότι σχεδιάζει την ανέγερση μονάδας ημιαγωγών αξίας 17 δισ. δολαρίων στο Τέξας. Η τάση δεν περιορίζεται, άλλωστε, στον κλάδο της τεχνολογίας, καθώς ανάλογες κινήσεις σχεδιάζουν και οι αυτοκινητοβιομηχανίες. Η General Motors έχει από τον Ιανουάριο ανακοινώσει ότι σχεδιάζει να δαπανήσει 4 δισ. δολάρια για να αυξήσει την παραγωγή ηλεκτροκίνητων οχημάτων και μπαταριών στο Μίσιγκαν. Ομοίως η Toyota σχεδιάζει την ανέγερση μονάδας παραγωγής μπαταριών αξίας 1,3 δισ. δολαρίων και με προσωπικό 1.750 ατόμων στη βόρεια Καρολίνα.
Η τάση είναι, άλλωστε, γενικότερη και δεν περιορίζεται στα σχέδια των επιχειρήσεων, αλλά κατευθύνει και εκείνα των κυβερνήσεων και των θεσμικών οργάνων. Σε ό,τι αφορά την Ε.Ε., όχι μόνον έχει χαλαρώσει τους κανόνες για τις κρατικές ενισχύσεις και έχει ενθαρρύνει τα κράτη-μέλη να στηρίξουν τις βιομηχανίες τους, αλλά τώρα βρίσκεται ενώπιον της ανάγκης να αλλάξει πολιτική στο θέμα των τροφίμων. Προ του πολέμου είχε δρομολογήσει επανεξέταση της στρατηγικής για την ασφάλεια στην προμήθεια τροφίμων, αλλά και για τη βιώσιμη παραγωγή τροφίμων στο πλαίσιο του σχεδίου της για τον μηδενισμό των εκπομπών καυσαερίων. Τώρα, όμως, έχει να αντιμετωπίσει τον αποκλεισμό των σιτηρών αλλά και των λιπασμάτων από τη Ρωσία και την Ουκρανία, που εγκυμονεί κινδύνους για σοβαρές ελλείψεις τροφίμων, πρώτων υλών και ειδών πρώτης ανάγκης εξαιτίας του πολέμου. Αναζητεί, έτσι, εναλλακτικούς προμηθευτές, ενώ παράλληλα εξετάζει τη δυνατότητα να ενισχύσει οικονομικά τους Ευρωπαίους αγρότες με 500 εκατ. ευρώ για να τους βοηθήσει να αντιμετωπίσουν τις υψηλές τιμές της ενέργειας και τις ελλείψεις ορισμένων πρώτων υλών. Τη Δευτέρα οι υπουργοί Γεωργίας συζήτησαν τη λήψη μέτρων για να διασφαλισθεί η αυτάρκεια της Ε.Ε. σε λιπάσματα, καθώς η Ρωσία είναι κυρίαρχη δύναμη στην παραγωγή λιπασμάτων κάθε είδους και η εισβολή στην Ουκρανία, σε συνδυασμό με τις κυρώσεις, αναμένεται να οδηγήσει σε ελλείψεις λιπασμάτων στην παγκόσμια αγορά, με συνεπακόλουθο τη μείωση της αγροτικής παραγωγής. Και τέλος, ο πόλεμος στην Ουκρανία πιέζει την Ε.Ε. να επισπεύσει την ενεργειακή απεξάρτησή της από τη Ρωσία. Τη Δευτέρα η Γερμανία υπέγραψε μακροχρόνια συμφωνία με το Κατάρ, από το οποίο θα εισάγει υγροποιημένο φυσικό αέριο.