Aφού πέρασαν δέκα και πλέον χρόνια, οι Αμερικανοί και οι Αμερικανίδες αρχίζουν και πάλι να ξοδεύουν πιο πολλά από τον καθένα σε ελβετικά ρολόγια. Κι ένας βασικός λόγος είναι πως πλέον σκέφτονται διαφορετικά γι’ αυτά τα αντικείμενα, κυρίως διότι τα θεωρούν επένδυση. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας στις Ηνωμένες Πολιτείες παρατηρήθηκε μια εκρηκτική άνοδος στις αξίες όλων των συλλεκτικών ειδών, είτε επρόκειτο για κάρτες μπέιζμπολ είτε για ρετρό βιντεοπαιχνίδια και όλα όσα βρίσκονται ανάμεσά τους. Οι λόγοι, πολλοί, αλλά ο κύριος μοχλός είχε να κάνει με το γεγονός ότι οι άνθρωποι διέθεταν περισσότερο χρόνο και λιγότερους τρόπους να δαπανήσουν χρήματα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα καθετί σε ανεπάρκεια να λαμβάνει τη θέση επένδυσης, ανακαλύπτοντας μια δυναμική δευτερογενή αγορά. Η κλιμακούμενη αυτή τάση, όπως ήταν αναμενόμενο, ώθησε την αγορά ακριβών ρολογιών της Ελβετίας, με τις τιμές τους να ακολουθούν. «Η κατάσταση έχει αλλάξει εντελώς και τα ρολόγια έχουν γίνει πλέον επενδυτικά αντικείμενα», επισημαίνει ο 68χρονος Αλμπερτ Γκαντζάι, ιδρυτής της Εταιρείας Ευρωπαϊκών Ωρολογίων με έδρα τη Βοστώνη, η οποία και πωλεί τέτοια είδη σχεδόν 30 χρόνια.
Ορισμένα κομμάτια μπορούν να πωληθούν εκατομμύρια δολάρια σε μια δημοπρασία, όπως συνέβη με ένα Ρatek Ρhilippe που διατέθηκε πρόσφατα αντί 6,5 εκατ. δολαρίων. Αλλα ανατιμώνται με γρηγορότερο ρυθμό, ενώ ορισμένα στο πέρασμα του χρόνου τείνουν να χάνουν την αξία τους, ειδικά όταν συνυπολογίζεται και το κόστος επισκευής και συντήρησης. Οι εξαγωγές ελβετικών ρολογιών προς τις Ηνωμένες Πολιτείες εμφάνισαν μια αύξηση 55% το 2021 και ξεπέρασαν τα 3 δισ. δολάρια, φέροντας στην πρώτη θέση τη χώρα, θέση την οποία κατείχε η Κίνα. Η εξέλιξη αυτή παρατηρείται εν μέσω συνθηκών αβεβαιότητας για τις άλλες μεγάλες αγορές του κλάδου της ωρολογοποιίας. Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία μπορεί να πλήξει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών στην Ευρώπη. Και η Κίνα καλείται να αντεπεξέλθει στο χειρότερο κύμα κορωνοϊού που εμφανίστηκε από την απαρχή της πανδημίας. Επί σειράν ετών οι Ηνωμένες Πολιτείες λογίζονταν ως μια παρακινδυνευμένη αγορά για πολλά από τα κορυφαία εμπορικά σήματα ελβετικών ρολογιών. Η Rolex, ένας από τους κολοσσούς, ελέγχει ακόμα το ένα τρίτο τής εκεί αγοράς και συνιστά εμπόδιο. Μια πεποίθηση ότι οι έχοντες Αμερικανοί θα ξοδέψουν τα χρήματά τους αφειδώς σε επαύλεις, θαλαμηγούς και αμάξια δεν βοηθά την κατάσταση. Η επικρατούσα άποψη επίσης θέλει τους εν λόγω καταναλωτές να μην εκτιμούν με τον ίδιο τρόπο τα περίτεχνα ρολόγια όπως σε Ευρώπη και Νοτιοανατολική Ασία.
Τα τελευταία χρόνια οι ωρολογοποιοί επενδύουν περισ- σότερα κεφάλαια στην Αμερική.
Ωστόσο, τα λίγα τελευταία χρόνια οι πεποιθήσεις κατέρρευσαν, πυροδοτώντας το ενδιαφέρον των ωρολογοποιών, οι οποίοι επενδύουν περισσότερα κεφάλαια στην Αμερική. Στην αγορά πολυτελών ειδών των ΗΠΑ το ποσοστό δαπανών επί των ρολογιών είναι μικρότερο από το αντίστοιχο σε άλλες αγορές, κατά τον Ολιβερ Μίλερ, σύμβουλο εμπορικών σημάτων της ελβετικής εταιρείας LuxeConsult. Τέλος, για τον όμιλο Swatch, στον οποίο ανήκουν τα Tissot, Omega και Blancpain, η αμερικανική αγορά έχει μεγάλη δυναμική. Τα σχετικά αναφέρει ο επικεφαλής του, Νικ Χάγιεκ, ο οποίος σημείωσε ότι οι πωλήσεις εκεί είναι μόλις το 1/3 της Ασίας, την παρελθούσα διετία διπλασιάστηκαν, ενώ έχει έναν ακόμα λόγο να είναι υπεραισιόδοξος: σχεδόν 7 στους 10 Αμερικανούς δεν γνωρίζουν πραγματικά τι είναι τα μηχανικά ρολόγια.