Ποιοι είναι οι στόχοι της Ελλάδας για απανθρακοποίηση και πόσο ρεαλιστικοί είναι; Ποια είναι τα μεγάλα στοιχήματα για να τους πετύχει; Ποιες είναι οι προκλήσεις αλλά και οι ευκαιρίες που προκύπτουν και πώς επηρεάζονται από την τρέχουσα ενεργειακή κρίση; Είναι η μετάβαση «συνένοχη» στη μεγάλη αύξηση των τιμών ενέργειας;
Απαντήσεις στα κρίσιμα αυτά ερωτήματα δίνει η μελέτη Net Zero Greece, που εκπονήθηκε από τη McKinsey Ελλάδος και η οποία αναδεικνύει τη βέλτιστη πορεία προς μηδενικές εκπομπές μέχρι το 2050, ενώ αξιολογεί τις συνέπειες, τα ρίσκα και τις ευκαιρίες που δημιουργούνται για τη χώρα. Τη συζήτηση για την ενεργειακή μετάβαση σήμερα χαρακτηρίζουν κυρίως τρία σημαντικά ερωτήματα, σημειώνει ο Chairman και Managing Partner της McKinsey Ελλάδος, Γιώργος Δ. Τσόπελας, μιλώντας στην «Κ».
Η γεωπολιτική κατάσταση εντείνει σημαντικά την ενερ- γειακή κρίση τόσο σε διάρκεια όσο και σε οξύτητα.
Κατ’ αρχάς προκάλεσε την ενεργειακή κρίση η ενεργειακή μετάβαση; Η ενεργειακή κρίση είναι αποτέλεσμα της αβεβαιότητας και μεταβλητότητας που προκύπτει από τις αγορές των ορυκτών καυσίμων (κυρίως αερίου) – κάτι το οποίο ξεκίνησε πριν από τις πρόσφατες γεωπολιτικές εξελίξεις με τη μείωση παραγωγής στην Ευρώπη και τη ματαίωση επενδύσεων ανάπτυξης κοιτασμάτων παγκοσμίως, εξηγεί η McKinsey. Οι προκλήσεις της ενεργειακής μετάβασης και κυρίως η ανάγκη για επενδύσεις αρκετά πριν δούμε κάποιο όφελος ενέτειναν τις προκλήσεις για το κόστος και τη διαθεσιμότητα υλικών.
Δεύτερον, πώς θα επηρεαστεί η ενεργειακή κρίση από τις γεωπολιτικές εξελίξεις; Η γεωπολιτική κατάσταση εντείνει σημαντικά την ενεργειακή κρίση τόσο σε διάρκεια όσο και σε οξύτητα. Οι περισσότεροι αναλυτές εκτιμούν αυξημένες τιμές και μεγαλύτερη αβεβαιότητα, κάτι που κάνει ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη για διαρθρωτικές αλλαγές και πρωτοβουλίες, όπως μεγαλύτερα και διαφοροποιημένα αποθέματα ενέργειας, δικλείδες ασφαλείας στα συστήματα αλλά και αλλαγές στη δομή και στον τρόπο λειτουργίας των αγορών.
Τρίτον, πρέπει να αλλάξει η προσέγγιση ως προς την ενεργειακή μετάβαση; Με βάση τα τεχνικά και οικονομικά στοιχεία της ανάλυσης της McKinsey, μεσο-μακροπρόθεσμα η ενεργειακή μετάβαση θα φέρει σημαντική μείωση της αβεβαιότητας και του κόστους ενέργειας. Παρ’ όλα αυτά, κατά τη διάρκεια της μεταβατικής περιόδου βραχυπρόθεσμα είναι πολύ πιθανόν να παρατηρηθεί αυξημένο κόστος και αβεβαιότητα. Η ενεργειακή μετάβαση –ιδιαίτερα αν αυτό επιτευχθεί με σημαντικό κομμάτι τοπικής συνεισφοράς στην παραγωγή– θα μπορούσε να προσφέρει λύση στην αβεβαιότητα και να κάνει τη χώρα και την Ευρώπη ξανά ανταγωνιστικές. Γι’ αυτό ακριβώς είναι πιο πιθανό να επιταχυνθεί και όχι να καθυστερήσει η μετάβαση, με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και κίνητρα για προώθηση των πολιτικών και επενδύσεων που απαιτούνται.
Τα επτά κρίσιμα μέτωπα για μηδενικές εκπομπές ρύπων
Η μελέτη Net Zero Greece της McKinsey για την πορεία της χώρας προς μηδενικές εκπομπές συνοψίζεται σε επτά βασικά μηνύματα:
1. Η Ελλάδα μπορεί να πετύχει μείωση εκπομπών κατά -55% μέχρι το 2030 και υπό προϋποθέσεις μηδενικές εκπομπές μέχρι το 2050: Με σωστή προετοιμασία και αποφασιστικές ενέργειες μπορεί να πετύχει τον στόχο για το 2030, εστιάζοντας στις πιο οικονομικά ελκυστικές και ώριμες τεχνολογίες, όπως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τα ηλεκτρικά οχήματα, και επενδύοντας σε πιο καινοτόμες τεχνολογίες για να προετοιμαστεί η περαιτέρω μείωση μέχρι το 2050. Η μείωση των εκπομπών μπορεί να επιτευχθεί σε κάθε κλάδο με διαφορετικό ρυθμό και δράσεις, λαμβάνοντας υπόψη την εκάστοτε δυναμική, με τον κλάδο του ηλεκτρισμού να αποτελεί την αιχμή του δόρατος τα πρώτα χρόνια, ενώ κλάδοι των οποίων η απανθρακοποίηση εξαρτάται είτε από τεχνολογίες όχι πλήρως ώριμες (π.χ., βαριά βιομηχανία) είτε από αλλαγές στις προτιμήσεις των καταναλωτών (π.χ., αγροτική παραγωγή) παρουσιάζουν σημαντική μείωση μόνο μετά το 2030 ή και το 2040.
2. Εξι τεχνολογίες και λύσεις μπορούν να συνεισφέρουν το 80% περίπου της μείωσης εκπομπών μέχρι το 2050: Η ηλεκτροδότηση της ενεργειακής ζήτησης (39%), η αντικατάσταση των κινητήρων εσωτερικής καύσης με ηλεκτρικά αυτοκίνητα (15%), η χρήση του υδρογόνου –μπλε και σταδιακά πράσινου (10%)–, η προσαρμογή της χρήσης γης και των δασικών δραστηριοτήτων (6%), η ενεργειακή απόδοση κτιρίων και βιομηχανιών (5%), και η δέσμευση, χρήση και αποθήκευση άνθρακα (CCUS) (5%) για τις εκπομπές που δεν μπορούν να απομειωθούν με πιο οικονομικές δράσεις.
3. Η ενεργειακή απόδοση και η διαχείριση της ζήτησης είναι κρίσιμος παράγοντας: Ενώ η τεχνολογία θα δώσει λύση στην απανθρακοποίηση, ενέργειες που θα μειώσουν τη ζήτηση με δράσεις ενεργειακής απόδοσης ή αλλαγής συνηθειών των χρηστών μπορούν να επιταχύνουν και να μειώσουν το κόστος της μετάβασης. Κάθε δράση σε αυτόν τον τομέα μπορεί να εξομαλύνει τις «αιχμές» του προφίλ της ζήτησης και έτσι να απαλείψει τις πιο ακριβές παρεμβάσεις απανθρακοποίησης.
4. Ο κλάδος του ηλεκτρισμού θα είναι στο επίκεντρο της ενεργειακής μετάβασης και του νέου συστήματος ενέργειας: Η πορεία προς μηδενικές καθαρές εκπομπές απαιτεί μετασχηματισμό του εγχώριου ενεργειακού συστήματος από τη σημερινή εξάρτηση στα ορυκτά καύσιμα προς την παραγωγή ενέργειας από «καθαρές πηγές ενέργειας», όπως ΑΠΕ και βιομάζα, και την εισαγωγή του πράσινου υδρογόνου για τις πιο απαιτητικές χρήσεις όπως οι βαριές μεταφορές και τμήματα της βιομηχανίας. Ο κλάδος του ηλεκτρισμού βρίσκεται στο κέντρο της ενεργειακής μετάβασης τόσο με τη δυνατότητα επίτευξης αποτελεσμάτων νωρίτερα από τους άλλους κλάδους όσο και με τον κομβικό ρόλο που θα διαδραματίσει στο ενεργειακό σύστημα μηδενικών εκπομπών. O κλάδος θα υπερδιπλασιαστεί σε μέγεθος.
5. Απαιτούνται 500 δισ. ευρώ επενδύσεων μέχρι το 2050: Η μετάβαση θα επιφέρει αλλαγή και στο οικονομικό μοντέλο της χώρας, το οποίο θα απαιτήσει υψηλές επενδύσεις στην αρχή, αλλά με μειωμένο λειτουργικό κόστος στη συνέχεια. Κεφάλαια της τάξης των 500 δισ. ευρώ ή 16,6 δισ. ετησίως θα πρέπει να επενδυθούν έως το 2050: 425 δισ. (ή κατά μέσον όρο 14 δισ. ετησίως), τα οποία θα επενδύονταν σε υφιστάμενες τεχνολογίες, και 75 δισ. (ή κατά μέσον όρο 2,5 δισ. ετησίως) –περίπου το 1% του ΑΕΠ της Ελλάδας– πρόσθετων επενδύσεων σε πράσινες τεχνολογίες. Αυτές οι πρόσθετες επενδύσεις που θα απαιτηθούν, υπολογίζεται πως θα αποσβεστούν σε ένα μεγάλο ποσοστό μέχρι το 2050, λόγω της μείωσης του λειτουργικού κόστους. Θα είναι κρίσιμο να γίνουν στρατηγικές επενδύσεις σε νεότερες τεχνολογίες ήδη από τώρα, όπως η δέσμευση, χρήση και αποθήκευση άνθρακα (CCUS), το πράσινο υδρογόνο και τα βιοκαύσιμα. Ομως, ο ετεροχρονισμός μεταξύ των επενδύσεων και της απόδοσης που αυτές θα φέρουν δημιουργεί την ανάγκη για ένα πλαίσιο προώθησης και διευκόλυνσης των επενδύσεων αυτών αλλά και λύσεις στα διαρθρωτικά ζητήματα των κλάδων – για παράδειγμα, ρυθμιστικά / αδειοδοτικά θέματα, εισαγωγή κριτηρίων βιωσιμότητας στα δημόσια έργα / συμβάσεις.
6. Το στοίχημα για τη χώρα είναι να μπορέσει να παίξει ουσιαστικό ρόλο στους κλάδους που θα επωφεληθούν από την ενεργειακή μετάβαση: Η Ελλάδα θα μπορούσε να αναπτύξει ένα χαρτοφυλάκιο πέντε ευκαιριών οικονομικής ανάπτυξης που συνδέονται με τη βιωσιμότητα. Οι δραστηριότητες αυτές μπορούν να συνεισφέρουν 85.000-150.000 θέσεις εργασίας και 5-8 δισ. ευρώ στο ΑΕΠ μέχρι το 2050, αναφέρει ο κ. Γιώργος Δ. Τσόπελας, Chairman & Managing Partner της McKinsey Ελλάδας. Πιο συγκεκριμένα, οι πέντε ευκαιρίες αφορούν: τη βελτίωση της ενεργειακής απόδοσης των κτιρίων (υλικά και υπηρεσίες μονώσεων, συμμετοχή στην αλυσίδα αξίας τεχνολογιών όπως οι αντλίες θερμότητας), την ανάπτυξη μεσογειακού κόμβου υπεράκτιων αιολικών με συνεργασίες με διεθνείς εταιρείες (ανάπτυξη έργων, τοπική κατασκευή τμημάτων της εγκατάστασης), την παραγωγή υδρογόνου για εγχώριες χρήσεις και εξαγωγή (δεδομένων των ανταγωνιστικών ΑΠΕ), την ανακύκλωση μπαταριών (των οποίων η ωφέλιμη ζωή εκτιμάται σε πέντε έως επτά χρόνια) σε μια αγορά που μετά το 2035 εκτιμάται ότι η διείσδυση της ηλεκτροκίνησης μπορεί να ξεπεράσει το 50% (ανάπτυξη ενός ολόκληρου τομέα για την ανάκτηση πολύτιμων μετάλλων από τις μπαταρίες για επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωση της οποίας η δραστηριότητα μπορεί να καλύψει και την ευρύτερη περιοχή αν καταστεί ανταγωνιστική) και, τέλος, την ανακαίνιση (και κατασκευή) πλοίων χαμηλών εκπομπών εστιάζοντας στην ποντοπόρο και στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής ναυτιλίας διεθνώς. Ολες οι παραπάνω ευκαιρίες μπορούν να συνδυαστούν με ανάπτυξη ψηφιακών λύσεων, επενδύοντας στο υψηλό επίπεδο τεχνογνωσίας στη χώρα.
7. Η μετάβαση απαιτεί ουσιαστικές αλλαγές και αποφασιστικές πολιτικές: Αν και η επίτευξη των στόχων είναι τεχνολογικά δυνατή, θα χρειαστούν άμεσες και πολύ αποφασιστικές παρεμβάσεις και ενέργειες για τα επόμενα αρκετά χρόνια για να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις που θα έχει ο κάθε κλάδος, με ιδιαίτερη έμφαση στη μεταβατική περίοδο των πρώτων πέντε έως δέκα ετών αυτής της πορείας. Η προσέγγιση αυτή δίνει τη δυνατότητα στη χώρα να αντιμετωπίσει και αρκετά δομικά προβλήματα των επιμέρους κλάδων που αφορούν ρυθμιστικά πλαίσια, αδειοδοτικές διαδικασίες, διαθεσιμότητα και κίνητρα χρηματοδότησης, πλαίσιο καινοτομίας, εθνικές στρατηγικές και πολιτικές κ.τ.λ.