Ο χρόνος πιέζει την Τράπεζα της Αγγλίας

Ο χρόνος πιέζει την Τράπεζα της Αγγλίας

Αύξηση πληθωρισμού και Ουκρανία ανατρέπουν το σχέδιο της ανώδυνης ανόδου των επιτοκίων.

2' 2" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οταν η Τράπεζα της Αγγλίας (BoE) άρχισε να αναδιπλώνεται ως προς το επιθετικό πρόγραμμα στήριξης της οικονομίας πέρυσι τον Δεκέμβριο, πίστευε ότι μια δυναμική οικονομία έως το 2022 θα επέτρεπε στα στελέχη της, που χαράσσουν τη νομισματική πολιτική της, να ανακόψουν τον πληθωρισμό άνευ αποσταθεροποίησης στον επιχειρηματικό κύκλο. Εντούτοις, δεδομένου ότι ο πληθωρισμός έχει εκτιναχθεί αφότου η Ρωσία εισέβαλε στην Ουκρανία, προξενώντας σοβαρό κραδασμό στην εμπιστοσύνη, μια ήπια προσγείωση θεωρείται δύσκολο να επιτευχθεί. Η Τράπεζα της Αγγλίας προχώρησε σε αύξηση του διατραπεζικού επιτοκίου δανεισμού τρεις φορές από τον Δεκέμβριο του 2021 και εντεύθεν, ώστε να επανέλθει στα επίπεδα προ κορωνοϊού, στο 0,75%. Τον Φεβρουάριο άρχισε επίσης να περιστέλλει τον ισολογισμό της, παύοντας την εκ νέου επένδυση των κρατικών ομολόγων που είχαν λήξει, καθώς και να πωλεί τα εταιρικά ομόλογα, που κατείχε σε περιορισμένη ποσότητα. Η καθοδήγηση για τις μελλοντικές κινήσεις της προοιωνίζεται αφενός κι άλλες αυξήσεις στο κόστος δανεισμού, αφετέρου ότι οι ενεργές πωλήσεις κρατικών τίτλων θα μπορούσαν να ξεκινήσουν μόλις το τραπεζικό επιτόκιο φτάσει στο 1,0%. Εάν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής υποστηρίξουν μια περαιτέρω αύξηση κατά 25 μονάδες βάσης τον Μάιο (πιθανόν μεν, όχι βέβαιο δε), αυτό θα άνοιγε τον δρόμο για ενεργές πωλήσεις κρατικών ομολόγων κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2022.

Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και η διακοπή στη λειτουργία των κινεζικών λιμανιών εκτιμάται ότι θα ενισχύσουν τον εισαγόμενο πληθωρισμό – φαινόμενο που ξεκίνησε στα μέσα του 2021 εξαιτίας των σοβαρών κωλυμάτων από την πλευρά της προσφοράς διεθνώς μετά την ανάκαμψη από την πανδημία. Σε συνδυασμό, δε, με την εξαιρετικά ανελαστική αγορά εργασίας και τις διογκούμενες προσδοκίες για τον δείκτη του πληθωρισμού, η νέα ανοδική πορεία του τελευταίου αυξάνει και τον κίνδυνο δευτερογενών επιπτώσεων στους μισθούς και στις εγχώριες τιμές. Αντίθετα, ωστόσο, το θέαμα του πολέμου και το αυξανόμενο κόστος ζωής έχουν προκαλέσει πτώση της εμπιστοσύνης των καταναλωτών. Εν τω μεταξύ, εάν υπήρχε μια περίοδος αυτοσυγκράτησης εκ μέρους των καταναλωτών που θα διαρκούσε αρκετούς μήνες, θα οδηγούσε σε ελάττωση της ζήτησης.

Συν τοις άλλοις θα μπορούσε δυνητικά να εξαλείψει και τον κίνδυνο ενός πιο επίμονου πληθωρισμού. Σε έναν ιδανικό κόσμο, η BoE θα πρέπει να «εξαρτάται από τα δεδομένα» για λίγο και να περιμένει να δει πώς θα κινείται η οικονομία για μερικούς μήνες προτού αυξήσει περαιτέρω τα επιτόκια. Ωστόσο, δεν έχει πλέον την πολυτέλεια του χρόνου. Τώρα πρέπει να πληρώσει το τίμημα της χαλαρής νομισματικής πολιτικής της για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα πέρυσι.

* Ο κ. Κάλουμ Πίκερινγκ είναι οικονομολόγος της Berenberg Bank.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή