Οι «περιστερές» της ΕΚΤ παραδέχθηκαν την ήττα τους

Οι «περιστερές» της ΕΚΤ παραδέχθηκαν την ήττα τους

Η εποχή του χαμηλού πληθωρισμού και των αρνητικών επιτοκίων αποτελεί πλέον παρελθόν

2' 5" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι μετριοπαθείς –οι «περιστερές»– της ΕΚΤ παραδέχθηκαν την ήττα τους. Σε μια αξιοσημείωτα λεπτομερή ανάρτησή της, η Κριστίν Λαγκάρντ φάνηκε να έχει προαναγγείλει τις πιθανές μείζονες αποφάσεις της επόμενης συνεδρίασης στις 9 Ιουνίου. Η ΕΚΤ θα ολοκληρώσει το πρόγραμμα αγορών περιουσιακών στοιχείων στις αρχές Ιουλίου και θα αυξήσει τα επιτόκιά της στις συνεδριάσεις της 21ης Ιουλίου και της 8ης Σεπτεμβρίου. Από εκεί και μετά, η ακολουθούμενη πολιτική θα βασίζεται στα οικονομικά δεδομένα, εφόσον η Τράπεζα θα στοχεύει να επαναφέρει σε κανονικά επίπεδα τα επιτόκια κατά τρόπο ευέλικτο. Δεδομένου ότι το βασικό επιτόκιο καταθέσεων της ΕΚΤ διαμορφώνεται στο -0,5%, η ανακοίνωση Λαγκάρντ ότι η ΕΚΤ πιθανώς να έχει ολοκληρώσει την περίοδο αρνητικών επιτοκίων έως τα τέλη του τρίτου τριμήνου είναι κάτι που ξεκάθαρα δηλώνει επικείμενες αυξήσεις του κόστους δανεισμού τον Ιούλιο και τον Σεπτέμβριο κατά 25 μονάδες βάσης εκάστη.

Η κατευθυντήρια γραμμή που έδωσε η Κριστίν Λαγκάρντ συμβαδίζει με τις δικές μας εκτιμήσεις, βάσει των οποίων αναμένουμε αυξήσεις 25 μονάδων βάσης τον Ιούλιο, τον Σεπτέμβριο και τον Δεκέμβριο κατά το τρέχον έτος, ενώ θα ακολουθήσουν ακόμα τρεις ανάλογες το 2023 και δύο επιπλέον το 2024. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι η ΕΚΤ, σε αντίθεση με τη Fed, μόλις και μετά βίας βρίσκεται αντιμέτωπη με ενδογενείς πληθωριστικές πιέσεις, είναι απίθανο να προβεί σε αυξήσεις επιτοκίων πέραν των επιπέδων εκείνων που θεωρούνται ουδέτερα – αυτά είναι τα επίπεδα που θα συμβάλουν σε ρυθμό ανάπτυξης κάτω από την επικρατούσα τάση. Επιπροσθέτως, κρίνουμε πως η ανάρτηση της προέδρου της ΕΚΤ έχει σημασία και από μια άλλη σκοπιά, καθώς παραδέχεται ότι εάν αγνοήσει τους ειδικούς παράγοντες που επηρεάζουν το τοπίο σήμερα, οι δομικές δυνάμεις σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα θα ενισχύουν για αρκετό διάστημα τον πληθωρισμό πέραν των χαμηλών επιπέδων που διαμορφώθηκαν από το 2012 έως το 2021. Για να το θέσουμε διαφορετικά, η νέα κανονικότητα του χαμηλού πληθωρισμού και των χαμηλών ονομαστικών επιτοκίων παρήλθε, και αυτό είναι για καλό.

Εν κατακλείδι, η ΕΚΤ παραδέχεται κάτι το οποίο εμείς και άλλοι επισημαίναμε επί δύο χρόνια και πλέον. Η επιδείνωση στις ελλείψεις εργατικού δυναμικού και η ταχύτερη αύξηση στους μισθούς, η αναπροσαρμογή της εφοδιαστικής αλυσίδας, ώστε να στηρίζεται πλέον όχι στους φθηνότερους αλλά στους πιο αξιόπιστους προμηθευτές, καθώς και το κόστος της πράσινης μετάβασης θα αναθερμάνουν την τάση του πληθωρισμού. Παραμένει, τέλος, μυστήριο γιατί η ΕΚΤ μέχρι πρόσφατα διατήρησε αμετάβλητη την εκτίμησή της ότι κύριος μακροπρόθεσμος κίνδυνος θα ήταν μια σταθερή διαμόρφωση του δείκτη κάτω του στόχου του 2% και όχι μια συγκρατημένη σταθερή υπέρβασή του, όπως είχαμε προβλέψει.

* Ο κ. Χόλγκερ Σμίεντινγκ είναι οικονομολόγος της Berenberg Bank.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή