Άρθρο του Γ. Χριστουδουλάκη στην «Κ»: Η οικονομική αποτίμηση των κινδύνων ESG

Άρθρο του Γ. Χριστουδουλάκη στην «Κ»: Η οικονομική αποτίμηση των κινδύνων ESG

Η αναζήτηση βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης μετράει σχεδόν δύο δεκαετίες

3' 16" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η αναζήτηση βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης μετράει σχεδόν δύο δεκαετίες, με αρχή τις πρωτοβουλίες των Ηνωμένων Εθνών, Principles for Responsible Investment (PRI, 2005) και στη συνέχεια Sustainable Development Goals (SDG, 2015). Ισως ήταν θέμα πεπρωμένου η οικονομία να υποστεί τα αποτελέσματα μεγάλων κρίσεων στο περιβάλλον, στην κοινωνία και στην οικονομία πριν εξετάσει το πλαίσιο SDG ως οδηγό για τον σχεδιασμό πολιτικών σε παγκόσμιο επίπεδο. Η επιδίωξη αφορά πλέον σαφώς την ελαχιστοποίηση των κινδύνων βιωσιμότητας, οι οποίοι ορίζονται ως ενδεχόμενα γεγονότα περιβαλλοντικής, κοινωνικής και διακυβερνητικής φύσης, τα οποία δύνανται να προκαλέσουν οικονομική ζημιά ή και απώλεια φήμης.

Ποια είναι η οικονομική αξία που μπορεί να αποδοθεί στους κινδύνους ESG στους οποίους μια επιχείρηση είναι εκτεθειμένη, δηλαδή στην εταιρική συμπεριφορά όσον αφορά το Περιβάλλον (Environmental), την Κοινωνία (Social) και τη Διακυβέρνηση (Governance); Η αποτίμηση των κινδύνων αυτών είναι το μεγάλο ζητούμενο, και για τον λόγο αυτό έχουν αφενός καταρτιστεί διεθνώς διάφοροι κώδικες που αντανακλούν τις βασικές αρχές των Ηνωμένων Εθνών, και αφετέρου διαβαθμίσεις (scores και ratings) εταιρικής προσαρμογής στα πρότυπα αυτά. Και ενώ για το πρώτο, στο οποίο δραστηριοποιούνται διεθνείς οργανισμοί παρατηρούμε ταχύτατη σύγκλιση, για το δεύτερο η εικόνα είναι στην καλύτερη περίπτωση συγκεχυμένη. Οι υφιστάμενες διαβαθμίσεις ESG προσφέρονται κυρίως είτε από εταιρείες οικονομικής πληροφόρησης είτε από οίκους πιστοληπτικής διαβάθμισης, όπου σε κάθε περίπτωση υιοθετείται διαφορετικός ορισμός της μετρούμενης συμπεριφοράς, γεγονός το οποίο οδηγεί σε ελάχιστη συσχέτιση μεταξύ τους, όπως πολύ καθαρά έχουν δείξει διεθνείς έρευνες [LaBella et al (2019), Berg et al (2022)]. Η προτυποποίηση των διαβαθμίσεων είναι απολύτως αναγκαία εφόσον οι παράγοντες ESG θα υπεισέρχονται στο εξής σε κάθε απόφαση χρηματοδότησης ή επένδυσης.

Ασφαλώς η δημιουργία βιώσιμης αξίας αποτελεί εξ ορισμού μια μακροπρόθεσμη επιδίωξη. Απαιτεί συγκέντρωση πόρων και αναδιοργάνωση της επιχείρησης, ωστόσο συχνά εκλαμβάνεται περισσότερο ως μια πηγή κόστους ή και κινδύνων παρά αξίας. Ο κίνδυνος μετάβασης (transition risk) στο πρότυπο βιωσιμότητας είναι υπαρκτός, όμως για την ώρα αφορά κυρίως το ερώτημα των πιστωτών για το εάν οι απαιτούμενες επενδύσεις θα αποδώσουν επαρκώς και σύντομα, ενώ το κύριο όφελος θα δημιουργηθεί προοδευτικά μέσα στον χρόνο από την ανάταξη της συμπεριφοράς σε όλες τις διαστάσεις ESG. Θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε επτά κανάλια δημιουργίας ή απώλειας οικονομικής αξίας για την επιχείρηση, συγκεκριμένα (α) περιορισμός των κινδύνων, (β) περιορισμός του κόστους, (γ) αύξηση παραγωγικότητας, (δ) στρατηγική βελτιστοποίηση επενδύσεων, (ε) εποπτικά οφέλη, όπως επίσης δευτερογενώς (στ) ευστάθεια του κλάδου και (ζ) ευστάθεια της οικονομίας.

Ευτυχώς υπάρχει ένα βραχυπρόθεσμο κανάλι που φέρνει το μέλλον στο παρόν, είναι αυτό του κόστους κεφαλαίων. To κόστος χρηματοδότησης, είτε μέσω μετοχών είτε μέσω πιστώσεων με τη μορφή ομολόγων, αποτελεί αντικείμενο εντατικής εξέτασης στις αγορές οι οποίες αναζητούν να αποτιμήσουν και να προεξοφλήσουν τους μελλοντικούς κινδύνους. Προεξόφληση μιας χρηστής διαχείρισης των κινδύνων ESG θα μπορούσε να αποτελεί μια βραχυπρόθεσμη ανταμοιβή και πριμοδότηση μέσω μειωμένου κόστους κεφαλαίων. Παρά τη σαφή οδηγία του πλαισίου SDG, η εκτίμηση των κινδύνων ESG δεν έχει συγκλίνει διεθνώς, ώστε να επιχειρήσουμε ένα συνολικό συμπέρασμα. Ωστόσο αναδεικνύεται συνεχώς από διεθνείς έρευνες η ισχυρή συσχέτιση μεταξύ κόστους κεφαλαίων και προσαρμογής ESG, όπως για παράδειγμα στις εταιρείες που συμμετέχουν στους δείκτες MSCI World και MSCI Emerging Markets (Logh 2020). Συγκεκριμένα για την περίοδο 2015-2019 η κατά μέσον όρο μείωση του κόστους μετοχικού κεφαλαίου για τις εταιρείες του παγκόσμιου δείκτη, μεταξύ αυτών με χαμηλή και υψηλή κατάταξη ESG, ήταν της τάξης των 50 μονάδων βάσης, ενώ αντιστοίχως για το κόστος πιστωτικού κεφαλαίου η διαφορά ήταν της τάξης των 75 μονάδων βάσης. Η επίδοση αυτή διαφοροποιείται για τις αναδυόμενες αγορές, όπου το κόστος μετοχικού κεφαλαίου μειώνεται κατά 250 μονάδες βάσης, ενώ το κόστος πιστωτικού κεφαλαίου μειώνεται συντηρητικά κατά 20 μονάδες βάσης.

Η ανάγκη βιώσιμης ανάπτυξης οδήγησε στην εγρήγορση θεσμών, αγορών και ατόμων. Παραμένουν οι προκλήσεις ωρίμανσης μιας κουλτούρας βιώσιμης ανάπτυξης από τον κόσμο των μεγάλων επιχειρήσεων και επενδυτών σε αυτό των μικρομεσαίων και του υπεύθυνου οικονομικού πολίτη.

* Ο δρ Γεώργιος Χριστοδουλάκης είναι εκτελεστικό μέλος του Δ.Σ. της ICAP CRIF Α.Ε., επικεφαλής του ICAP CRIF Credit Rating Agency και αν. καθηγητής του Alliance Manchester Business School.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή