Η ελληνική οικονομία έχει δυνάμεις για το 2023

Η ελληνική οικονομία έχει δυνάμεις για το 2023

Χρειάζονται δημοσιονομική πειθαρχία και σταθερότητα, λένε τραπεζίτες

5' 17" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Συγκρατημένη αισιοδοξία για τις προοπτικές της χώρας εν μέσω της ενεργειακής καταιγίδας που έχει ξεσπάσει εκφράζουν οι διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών, εκτιμώντας ότι η ελληνική οικονομία θα διατηρήσει τον αναπτυξιακό ρυθμό και θα αποφύγει να εμπλακεί στο υφεσιακό σοκ από το οποίο απειλείται η Ευρωζώνη. Την εκτίμηση αυτή ενισχύει το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία, λόγω και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της, δηλαδή της βαρύτητας που έχουν οι υπηρεσίες και ο τουρισμός στο συνολικό ακαθάριστο εθνικό προϊόν, έδειξε ισχυρές αντοχές και ανθεκτικότητα παρά την πρωτοφανή ενεργειακή κρίση που έχει ξεσπάσει. Οπως όμως επισημαίνουν οι επικεφαλής της Eurobank Φωκίων Καραβίας και της Τράπεζας Πειραιώς Χρήστος Μεγάλου, η κατάσταση δεν επιτρέπει εφησυχασμό και η αντιμετώπιση των πρωτοφανών προκλήσεων προϋποθέτει δημοσιονομική αυτοσυγκράτηση και κυρίως σταθερότητα. Οι δύο αυτές προϋποθέσεις είναι αναγκαίες για την επίτευξη του στόχου για ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, που όπως σημειώνουν παραμένει «ρεαλιστική επιδίωξη».

«Ο ρυθμός ανάπτυξης του 7,7% για το β΄ τρίμηνο μέσα σε ένα επιδεινούμενο διεθνές περιβάλλον εξέπληξε θετικά, ξεπερνώντας κάθε προσδοκία και επιβεβαιώνοντας τη δυναμική ανάκαμψη μετά την πανδημία», υπογραμμίζει ο διευθύνων σύμβουλος της Eurobank, Φωκίων Καραβίας.

Οι αιτίες, σύμφωνα με τον διευθύνοντα σύμβουλο της Τράπεζας Πειραιώς Χρήστο Μεγάλου, αποδίδονται «στην ισχυρή εσωτερική ζήτηση και την πορεία του τουρισμού», παράγοντες που όπως σημειώνει «αναμένεται να συνεχίσουν να στηρίζουν την ανάπτυξη και στο τρίτο τρίμηνο». Οπως εξηγεί, «η δυναμική των δύο αυτών παραγόντων αποτυπώθηκε στην πολύ ισχυρή ανάπτυξη του β΄ τριμήνου του 2022, με ρυθμό 7,7%, καθώς και στην ανοδική αναθεώρηση του ΑΕΠ το α΄ τρίμηνο από 7% σε 8% και, παρά την αναμενόμενη επιβράδυνση του δ΄ τριμήνου, θεωρούμε ότι είναι σημαντική η πιθανότητα η ανάπτυξη να ξεπεράσει το επίπεδο του 5,8%, που είναι η πρόβλεψή μας στην Τράπεζα Πειραιώς για ολόκληρο το 2022».

Η βαριά βιομηχανία της χώρας, οι υπηρεσίες και ο τουρισμός, δεν απαιτεί μεγάλη κατανάλωση ενέργειας.

Οι εκτιμήσεις για το 2023 προσγειώνουν την ανάπτυξη σε χαμηλότερα επίπεδα, αλλά σύμφωνα με τις προβλέψεις η ελληνική οικονομία θα αποφύγει το σοκ της ύφεσης που προβλέπεται να χτυπήσει την πόρτα της Ευρωζώνης. Οπως εξηγεί ο κ. Μεγάλου, «υπό το βάρος των πρωτοφανών γεωπολιτικών κινδύνων και του εξωγενούς πληθωρισμού που δημιουργείται, οι σημερινοί ρυθμοί ανάπτυξης δεν είναι διατηρήσιμοι, αλλά με την προϋπόθεση ότι δεν θα συμβούν τα χειρότερα, η ελληνική οικονομία μπορεί να διατηρήσει ένα πολύ σημαντικό θετικό αναπτυξιακό πλεονέκτημα σε σχέση με το σύνολο της Ευρωζώνης». Στην άποψη αυτή συγκλίνουν και οι εκτιμήσεις του διευθύνοντος συμβούλου της Eurobank κ. Καραβία, ο οποίος σημειώνει ότι «η ένταση και το βάθος της ενεργειακής κρίσης, σε συνδυασμό με ακόμη υψηλότερα επιτόκια, θα οδηγήσουν σε ύφεση πολλές ευρωπαϊκές οικονομίες, εξέλιξη που θα επηρεάσει αρνητικά και τη χώρα μας», αλλά όπως σημειώνει «η Ελλάδα έχει τις προϋποθέσεις να παραμείνει σε θετικό αναπτυξιακό έδαφος».

Οι παράγοντες που σύμφωνα με τις εκτιμήσεις κάνουν ανθεκτική την ελληνική οικονομία είναι αφενός η δομή της επιχειρηματικότητάς της, δηλαδή το γεγονός ότι η βαριά βιομηχανία της χώρας είναι οι υπηρεσίες και ο τουρισμός, που δεν απαιτούν μεγάλη κατανάλωση ενέργειας, και αφετέρου ότι ακόμη και η μεταποίηση κυριαρχείται κατά κύριο λόγο από τομείς όπως τα τρόφιμα που δεν είναι τόσο ενεργοβόρος τομέας όπως οι παραδοσιακοί κλάδοι της βαριάς βιομηχανίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ελληνική βιομηχανία δαπανά λιγότερο από το 1/5 της τελικής κατανάλωσης ενέργειας, ενώ η αντίστοιχη αναλογία στην Ε.Ε.-27 και σε μεγάλες βιομηχανικές χώρες όπως η Γερμανία, το Βέλγιο και η Σουηδία ξεπερνάει το 1/4. Με αυτόν τον τρόπο η παθογένεια της ελληνικής οικονομίας μπορεί να λειτουργήσει ως άμυνα στην επαπειλούμενη ύφεση, ενώ θετικό αποτύπωμα στην προσπάθεια αναχαίτισης της κρίσης έχουν και άλλοι τομείς, όπως αυτός των κατασκευών, που εμφανίζει δυναμική ανάπτυξη στη χώρα μας.

Η ελληνική οικονομία έχει δυνάμεις για το 2023-1
Διευθύνων σύμβουλος της Τράπεζας Πειραιώς Χρήστος Μεγάλος. Φωτ. INTIME NEWS

«Το μεγάλο αγκάθι», σύμφωνα με τον CEO του ομίλου της Τράπεζας Πειραιώς, «το οποίο απειλεί την αναπτυξιακή πορεία της χώρας είναι φυσικά ο πληθωρισμός, ο οποίος αυξάνει το κόστος ζωής για τα νοικοκυριά και επηρεάζει τη δυνατότητα μελλοντικών σχεδιασμών εκ μέρους των επιχειρήσεων». Ανασχετικά σε αυτόν τον κίνδυνο μπορεί να λειτουργήσει το τραπεζικό σύστημα, καθώς, όπως εξηγεί ο CEO της Eurobank, «οι τράπεζες, απαλλαγμένες από τα προβλήματα του παρελθόντος, μπορούν σήμερα να αντιμετωπίσουν τις αναταράξεις και να συνεχίσουν να στηρίζουν την ανάπτυξη, χρηματοδοτώντας την οικονομία και κατεξοχήν τα μεγάλα επενδυτικά έργα που ωριμάζουν».

Θετικό στοιχείο, σύμφωνα με την άποψη που διατυπώνει ο κ. Μεγάλου, είναι ότι «ο δομικός πληθωρισμός παραμένει στο επίπεδο του 3,6%, με τάσεις σταθεροποίησης. Το γεγονός αυτό μου δίνει κάποια ελπίδα ότι με τη σταθεροποίηση της ευρωπαϊκής αγοράς φυσικού αερίου και ηλεκτρισμού, τα επίπεδα των τιμών που σήμερα βρίσκονται σε διψήφιο επίπεδο θα μπορούσαν να συγκλίνουν στην περιοχή του 3%-4% σε σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα».

Εφικτός ο στόχος της επενδυτικής βαθμίδας

Η κυβέρνηση επιμένει στον στόχο για ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας έως τα τέλη του 2023 ή στις αρχές του 2024, στόχος που με αυτά τα δεδομένα, όπως σημειώνει ο κ. Καραβίας, «γίνεται δυσκολότερος, αλλά παραμένει εφικτός και ρεαλιστικός». Προϋπόθεση, όπως εξηγεί, «αποτελεί η διασφάλιση της σταθερότητας στη χώρα, με κατανόηση των προκλήσεων και δημοσιονομική αυτοσυγκράτηση». Σύμφωνα με όλες τις εκτιμήσεις, η χώρα δεν έχει απομακρυνθεί από τη διεκδίκηση της επενδυτικής βαθμίδας, αλλά σε κάθε περίπτωση οι οίκοι αξιολόγησης θα αναμένουν μια πιο καθαρή εικόνα για την εξέλιξη της ενεργειακής κρίσης τον χειμώνα σε συνδυασμό με το αποτέλεσμα των επερχόμενων εκλογών, που θα πρέπει να διασφαλίσουν την πολιτική σταθερότητα και συνέχεια. «Αλλωστε, ακόμη κι αν δεν συνδέονταν με τον εθνικό στόχο αποκατάστασης της πιστοληπτικής διαβάθμισης, η σταθερότητα και η σύνεση στη διαχείριση της οικονομίας αποτελούν τα βασικά συμπεράσματα της Ελλάδας από τη μακρά κρίση και εγγύηση για τη μακροπρόθεσμη πορεία της οικονομίας και της χώρας», επισημαίνει ο κ. Καραβίας.

Υποστηρικτικά στην προσπάθεια, όπως σημειώνει ο κ. Μεγάλου, λειτουργεί και το γεγονός ότι λόγω του υψηλού πληθωρισμού το ονομαστικό ΑΕΠ μεγεθύνεται με ρυθμούς κοντά στο 17%, «εξέλιξη που μπορεί να οδηγήσει τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ κάτω από τα επίπεδα του 170%, από 206% στα τέλη του 2020».

Η τάση αυτή ερμηνεύει και το γεγονός ότι το κόστος δανεισμού του ελληνικού Δημοσίου, με τη στήριξη πάντα και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, παραμένει σε ελεγχόμενα επίπεδα. Με δεδομένο ότι το χρέος είναι σε σταθερά επιτόκια, το κόστος του ελληνικού Δημοσίου δεν αναμένεται να επηρεαστεί σημαντικά παρά την ανοδική πορεία των επιτοκίων, και αυτό αποτελεί έναν παράγοντα που συνεκτιμούν οι αγορές σε συνδυασμό πάντα με τους υπόλοιπους μακροοικονομικούς παράγοντες, όπως το ελεγχόμενο δημοσιονομικό έλλειμμα, τη θωράκιση του τραπεζικού συστήματος και την αναπτυξιακή προοπτική.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή