Ενισχύονται οι προοπτικές των ελληνικών τραπεζών

Ενισχύονται οι προοπτικές των ελληνικών τραπεζών

Οι καθαροί ισολογισμοί, η ισχυρή ανάπτυξη και οι αυξήσεις επιτοκίων στηρίζουν τον κλάδο, εκτιμούν JP Morgan και Wood

3' 52" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η βελτιωμένη πορεία των μεγεθών τους, η σημαντική μείωση των δεικτών μη εξυπηρετούμενων δανείων, η ισχυρή ανάπτυξη της οικονομίας, η αύξηση των νέων χορηγήσεων και οι ευεργετικές επιπτώσεις των επιθετικών αυξήσεων των επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ενισχύουν τις προοπτικές των ελληνικών τραπεζών, με τις JP Morgan και Wood να δίνουν νέα «ψήφο εμπιστοσύνης» στον κλάδο.

Ωστόσο, το 2023 αναμένεται πιο δύσκολο λόγω και των σεναρίων για ύφεση στην Ευρωζώνη, με τους δύο οίκους να διενεργούν έτσι stress tests στις ελληνικές τράπεζες για να αξιολογήσουν τις «αντοχές» τους.

Πιο αναλυτικά, η JP Morgan επισημαίνει πως οι καθαροί ισολογισμοί, η ισχυρή αναπτυξιακή τροχιά της ελληνικής οικονομίας, οι στηρίξεις από τα υψηλότερα επιτόκια της ΕΚΤ καθώς και οι δυνατότητες επιστροφής κεφαλαίου μέσω της διανομής μερισμάτων αποτελούν τους παράγοντες-κλειδιά για τη θετική άποψη που διατηρεί για τις ελληνικές τράπεζες.

Ενσωματώνοντας και το όφελος από τις αυξήσεις επιτοκίων της ΕΚΤ –με το επιτόκιο καταθέσεων να εκτιμάται στο 1,5% στο τέλος του 2022 και στο 2% στο τέλος του 2023–, η αμερικανική τράπεζα προβλέπει πως οι ήδη βιώσιμοι δείκτες απόδοσης ιδίων κεφαλαίων ROTE θα βελτιωθούν στο 9% κατά μέσον όρο έως το 2024, περιλαμβάνοντας ωστόσο κόστος κινδύνου κατά 1,5 φορά υψηλότερο από τα κανονικά επίπεδα, δεδομένου του τρέχοντος μακροοικονομικού περιβάλλοντος.

Οι νέες χορηγήσεις

Με τους δείκτες NPEs να είναι πλέον μονοψήφιοι και στις τέσσερις τράπεζες και με τη στήριξη των επενδυτικών έργων του Ταμείου Ανάκαμψης, η JP Morgan προβλέπει ότι οι ακαθάριστες νέες χορηγήσεις θα φτάσουν το 15% του ΑΕΠ έως το 2024, από 8% το 2019, γεγονός που μεταφράζεται σε 6% σύνθετο ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης στα χαρτοφυλάκια των εξυπηρετούμενων δανείων το 2021-2024.

Οπως σημειώνει η αμερικανική τράπεζα, οι τιτλοποιήσεις NPEs έχουν σε μεγάλο βαθμό ολοκληρωθεί, η συμπεριφορά πληρωμών έχει βελτιωθεί και, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο νέος δανεισμός τα τελευταία χρόνια περιορίστηκε σε λίγους επιλεγμένους εταιρικούς τομείς με πολύ αυστηρά κριτήρια, μια πιθανή επιδείνωση της ποιότητας του ενεργητικού θα πρέπει αναμφισβήτητα να είναι περιορισμένη από εδώ και πέρα.

Δεδομένων των πολλών μακροοικονομικών αβεβαιοτήτων, η JP Morgan πραγματοποίησε παράλληλα και μια μακροπρόθεσμη ανάλυση ύφεσης με βάση το stress test της EBA, και τα ευρήματα επιβεβαιώνουν τη σχετικά εποικοδομητική τάση για τις ελληνικές τράπεζες. Ενώ το κόστος κινδύνου (CoR) θα αυξανόταν στις 127 μονάδες βάσης σε διάστημα τριών ετών, έναντι 60-70 μονάδων βάσης σε ένα «ομαλό» μακροοικονομικό περιβάλλον, οι ελληνικές τράπεζες θα εξακολουθούσαν να παράγουν ROTE κοντά στο 7%, δεδομένης της ισχυρής στήριξης από τα υψηλότερα επιτόκια, ενώ οι κεφαλαιακοί δείκτες CET1 θα ήταν ισχυροί, στο 13,4% και 3,8%, υψηλότερα από τις ελάχιστες εποπτικές απαιτήσεις.

Από την πλευρά της η Wood, η οποία εμφανίζεται επίσης θετική για τις ελληνικές τράπεζες, σημειώνει πως μεταξύ των θεμάτων που απασχολούν τους επενδυτές αυτή τη στιγμή είναι η βιωσιμότητα της πρόσφατης ισχυρής αύξησης της πιστωτικής επέκτασης, η ενίσχυση των καθαρών επιτοκιακών εσόδων από τις αυξήσεις επιτοκίων, ο αντίκτυπος στις προβλέψεις από την πιο ήπια αύξηση του ΑΕΠ το 2023 και η επανεμφάνιση του πολιτικού κινδύνου στην εγχώρια ατζέντα.

Οπως επισημαίνει, η αύξηση του εταιρικού δανεισμού το 2022 είναι πιθανό να διατηρηθεί μακροπρόθεσμα, καθώς θα βοηθηθεί περαιτέρω από τα κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ενωσης, τη χαμηλή μόχλευση του ελληνικού ιδιωτικού τομέα και την αυξημένη αποταμίευση και ρευστότητα του ιδιωτικού τομέα. Ετσι, εκτιμά ότι η αύξηση του εταιρικού δανεισμού κατά 10% είναι εφικτή μακροπρόθεσμα, αν και είναι πιθανή μια επιβράδυνση το 2023, λόγω των αδύναμων παγκόσμιων οικονομικών προοπτικών.

Οσον αφορά τις αυξήσεις επιτοκίων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η σωρευτική αύξηση κατά 125 μονάδες βάσης τον Ιούλιο και τον Σεπτέμβριο δίνει ώθηση της τάξεως των 180-200 εκατ. ευρώ στα καθαρά επιτοκιακά έσοδα (ΝΙΙ) για την καθεμία από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες και έτσι η Wood αναμένει πλέον επέκταση στα ΝΙΙ της τάξεως του 10% το 2023.

Τουρισμός και επενδύσεις

Η Wood αναμένει αύξηση του ελληνικού ΑΕΠ το 2022 στο 5%-5,5%, από τις υψηλότερες στην Ευρωζώνη, λόγω των ισχυρών τουριστικών ροών και των υψηλότερων επενδύσεων. Ωστόσο, το 2023 προβλέπεται πιο δύσκολο λόγω του υψηλότερου πληθωρισμού και των υψηλότερων τιμών της ενέργειας καθώς και των πιο ήπιων προοπτικών ανάπτυξης, με την Ελλάδα να καταγράφει αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,5%. Αυτό αποτελεί το βασικό σενάριο της Wood, όπου η ανάπτυξη στην Ευρωζώνη θα κινηθεί κοντά στο 1%. Σε αυτό το σενάριο, αναμένει ότι ο σχηματισμός νέων NPEs θα είναι υψηλότερος από τα οριακά επίπεδα που καταγράφηκαν το 2022, αλλά το κόστος κινδύνου δεν θα αποκλίνει σημαντικά από τις 60 μονάδες βάσης.

Ωστόσο, εάν η Ευρωζώνη πέσει σε ύφεση το 2023, η Ελλάδα αναπόφευκτα θα επηρεαστεί και οι νέες ροές NPEs θα είναι μεγαλύτερες. Η Wood εκτιμά πως σε αυτό το δυσμενές σενάριο το κόστος κινδύνου θα κινηθεί στις 80-100 μονάδες βάσης, ενώ οι προβλέψεις για τις τέσσερις τράπεζες θα διαμορφωθούν στο 1,4 δισ. ευρώ.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή