Το προσχέδιο του προϋπολογισμού του 2023 που κατατέθηκε στη Βουλή την περασμένη εβδομάδα χαρακτηρίζεται «λίγο αισιόδοξο» από τους οικονομολόγους διεθνών οίκων που μίλησαν στην «Κ», καθώς το αβέβαιο περιβάλλον λόγω της ενεργειακής κρίσης, της γεωπολιτικής αστάθειας και της πιθανής έντονης ύφεσης στην Ευρωζώνη, δημιουργεί προκλήσεις για τις υποθέσεις της ελληνικής κυβέρνησης στο μέτωπο της ανάπτυξης και των δημοσιονομικών, και κυρίως σε αυτό των επενδύσεων.
«Η δέσμευση της κυβέρνησης να επιτύχει πρωτογενές πλεόνασμα το επόμενο έτος παραμένει. Ωστόσο, εάν αυτές οι προβλέψεις είναι ρεαλιστικές ή όχι εξαρτάται όχι μόνο από τη βούλησή της, αλλά από αρκετούς άλλους παράγοντες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πιο σημαντική επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας το επόμενο έτος, με αποτέλεσμα χαμηλότερα φορολογικά έσοδα ή/και άλλους παράγοντες που επηρεάζουν τις προβλεπόμενες δαπάνες, όπως για παράδειγμα υψηλότερες τιμές ενέργειας», όπως σημειώνει στην «Κ» η Σπυριδούλα Τζίμα, αναπληρώτρια αντιπρόεδρος του οίκου αξιολόγησης DBRS. Ο οίκος βλέπει θετικά τη δέσμευση της Ελλάδας για δημοσιονομική προσαρμογή, αλλά ταυτόχρονα σημειώνει ότι οι κίνδυνοι είναι αυξημένοι. «Πιστεύουμε ότι η αποκατάσταση των δημοσιονομικών λογαριασμών είναι ένα θετικό βήμα, αλλά είναι επίσης σημαντική η διατήρηση ενός μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής που δεν αποτελεί εμπόδιο για την ανάπτυξη», τονίζει η κ. Τζίμα.
Οι προβλέψεις της ελληνικής κυβέρνησης για την ανάπτυξη 2,1% είναι υψηλότερες από αυτές των περισσότερων οίκων, ενώ κάποιοι δεν αποκλείουν και την πιθανότητα η Ελλάδα να εισέλθει σε ύφεση. Παράλληλα, η αναθεώρηση του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 0,7% του ΑΕΠ από 1,1% πριν είναι στον σωστό δρόμο, όπως επισημαίνουν, αν και ο στόχος εξακολουθεί να είναι δύσκολο να επιτευχθεί δεδομένου του διεθνούς περιβάλλοντος.
Το πρωτογενές πλεόνασμα
«Παρά το γεγονός ότι οι στόχοι του προϋπολογισμού του 2023 έχουν μειωθεί, ο στόχος για πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα εξακολουθεί να είναι λίγο αισιόδοξος», όπως σημειώνει στην «Κ» ο επικεφαλής οικονομολόγος της Oxford Economics για την Ελλάδα, Πάολο Γκρινιάνι. Αυτό, όπως εξηγεί, οφείλεται κυρίως στις υποθέσεις για την ελληνική οικονομία. «Η κυβέρνηση εξακολουθεί να αναμένει θετική ανάπτυξη το 2023, ενώ εμείς αναμένουμε μικρή συρρίκνωση του ΑΕΠ λόγω της συνεχιζόμενης ενεργειακής κρίσης, του υψηλότερου πληθωρισμού και των επιτοκίων». Επιπλέον, ο κ. Γκρινιάνι σημειώνει πως η πρόσφατη αύξηση της απόδοσης των 10ετών ομολόγων μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τα δημόσια οικονομικά κατά περίπου 0,2%-0,4% του ΑΕΠ. «Συνεπώς, πιστεύουμε ότι το δημοσιονομικό ισοζύγιο θα επιδεινωθεί το 2023, καθώς η κυβέρνηση θα χρειαστεί να στηρίξει την οικονομία περισσότερο από ό,τι αναμένεται».
Αν και η HSBC πιστεύει ότι ο νέος στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα στο 0,7% του ΑΕΠ του 2023 είναι πιο ρεαλιστικός, ωστόσο προβλέπει μικρό πρωτογενές έλλειμμα και συνολικό έλλειμμα 2,8%. «Μέρος της διαφοράς πιθανόν να οφείλεται στη λιγότερο αισιόδοξη άποψή μας για τις οικονομικές προοπτικές, παρά τη στήριξη από το NGEU», όπως σημειώνει στην «Κ» ο επικεφαλής οικονομολόγος της τράπεζας, Φάμπιο Μπαλμπόνι.
Η πρόβλεψη των περισσότερων οίκων για την ανάπτυξη είναι χαμηλότερη σε σχέση με τον στόχο της κυβέρνησης.
H UniCredit προβλέπει αρκετά χαμηλότερη αύξηση του ΑΕΠ το επόμενο έτος, στο 0,7%, καθώς η σημαντική συρρίκνωση του ΑΕΠ που αναμένει στο τελευταίο τρίμηνο του 2022 συμβάλλει στη μείωση των προβλέψεων του 2023. «Οι κίνδυνοι για τις προβλέψεις της κυβέρνησης για το 2023 είναι σημαντικοί, ωστόσο εκτιμώ ότι η Ελλάδα είναι πιθανό να αποφύγει την ύφεση το επόμενο έτος, δεδομένης της χαμηλότερης εξάρτησής της από το ρωσικό αέριο σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ευρωζώνης», όπως σημειώνει στην «Κ» η Τουλία Μπούκο, επικεφαλής έρευνας της UniCredit για την Ελλάδα.
Οι επενδύσεις
Οπως παρατηρούν οι οικονομολόγοι, αν και η Ελλάδα έχει σημειώσει σημαντικά βήματα στο μέτωπο των επενδύσεων, ωστόσο δεν θεωρούν ότι η χώρα θα αποτελέσει το επενδυτικό hot spot που οραματίζεται η κυβέρνηση βλέποντας αύξηση 16% των επενδύσεων το 2023, και αυτό λόγω του επιδεινούμενου εξωτερικού περιβάλλοντος και της εμπιστοσύνης γενικότερα.
«Η Ελλάδα βλέπει πολύ θετικές εξελίξεις στο επενδυτικό κομμάτι, αν και σε αυτή την περίπτωση έχουμε μια πιο συντηρητική άποψη. Προβλέπουμε σημαντική αύξηση των πάγιων επενδύσεων το 2023 άνω του 7%, παρά την ύφεση, με “οδηγό” το NGEU και την κρατική στήριξη», σημειώνει ο Γκρινιάνι της Oxford Economics, ενώ υπογραμμίζει ότι οι άμεσες ξένες επενδύσεις σε δολάρια βρίσκονται σε επίπεδο-ρεκόρ, ένα θετικό σημάδι από τους διεθνείς επενδυτές. «Ωστόσο, υπάρχουν αρκετοί κίνδυνοι που μπορεί να θολώσουν πολύ γρήγορα το επενδυτικό περιβάλλον, και κυρίως ο πόλεμος στην Ουκρανία και η άνοδος των γεωπολιτικών εντάσεων με την Τουρκία», όπως προειδοποιεί.
Ακόμη χαμηλότερα θέτει τον πήχυ για τις επενδύσεις η HSBC. «Πιστεύουμε ότι οι επενδύσεις θα επιβραδυνθούν το επόμενο έτος (+5,2%) λόγω της επιδείνωσης των εξωτερικών προοπτικών και της εμπιστοσύνης», επισημαίνει ο κ. Μπαλμπόνι.
«Οι επενδύσεις, ιδιαίτερα σε τομείς υψηλής προστιθέμενης αξίας που δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας, αποτελούν σημαντικά βήματα για τη βελτίωση των οικονομικών προοπτικών», σημειώνει η κ. Τζίμα της DBRS, ωστόσο τονίζει πως το επενδυτικό κενό παραμένει υψηλό. «Η Ελλάδα παρουσιάζει αδύναμη απόδοση στους Δείκτες Παγκόσμιας Διακυβέρνησης σε σύγκριση με τις χώρες της Ευρωζώνης. Πιστεύουμε ότι η συνέχιση των μεταρρυθμίσεων που βελτιώνουν το επιχειρηματικό περιβάλλον, τις επιδόσεις της δημόσιας διοίκησης, το δικαστικό σύστημα, το θεσμικό πλαίσιο, ένα απλό και ανταγωνιστικό φορολογικό σύστημα και η πολιτική σταθερότητα είναι παράγοντες που δημιουργούν καλές συνθήκες για επενδύσεις».