Οι τράπεζες της Ευρωζώνης έχουν συγκεντρώσει κεφάλαια ύψους 2,1 τρισ. ευρώ χάρη στα φθηνά δάνεια με ευνοϊκούς όρους και χαμηλά έως αρνητικά επιτόκια που τους έχει χορηγήσει η ΕΚΤ στο πλαίσιο του προγράμματος TLTRO, ώστε και αυτές με τη σειρά τους να στηρίξουν την οικονομία. Θα μπορούσαν, όμως, να αντλήσουν μεγάλα κέρδη, τοποθετώντας αυτά τα κεφάλαια στα ταμεία της ΕΚΤ τώρα που αυξάνονται τα επιτόκια. Γι’ αυτό και η ΕΚΤ ετοιμάζεται να τροποποιήσει τους κανόνες που διέπουν αυτά τα δάνεια, προκειμένου να περιορίσει τη συγκέντρωση αθέμιτων κερδών και να εμποδίσει τις τράπεζες να εκμεταλλευθούν και ουσιαστικά να ξεγελάσουν το σύστημα.
Ρεπορτάζ του Reuters, επικαλούμενο πηγές που δεν κατονομάζει αλλά διευκρινίζει ότι πρόσκεινται στις σχετικές συνομιλίες, αναφέρει πως επίκειται συμφωνία μεταξύ των στελεχών της ΕΚΤ σχετική με τις αλλαγές στους κανόνες. Σημειωτέον ότι οι ελληνικές τράπεζες προέβλεπαν πως η τράπεζα θα προέβαινε σε κάποια τέτοια κίνηση, γι’ αυτό και δεν έχουν συνεκτιμήσει κέρδη από τα επίμαχα δάνεια στις προβλέψεις τους για τα αποτελέσματά τους. Σύμφωνα, πάντα, με το Reuters, τα στελέχη της τράπεζας έχουν εξετάσει πέντε εναλλακτικές γύρω από τις αλλαγές που μπορούν να γίνουν, αλλά έκριναν πως όλες ήταν προβληματικές καθώς προσέκρουαν σε ζητήματα νομικής ή πολιτικής φύσης ή έρχονταν σε σύγκρουση με άλλους στόχους της ΕΚΤ. Στη συνέχεια, η τράπεζα περιόρισε τις εναλλακτικές που εξετάζει σε τρεις, τις οποίες επεξεργάζονται τα στελέχη της προκειμένου να τις βελτιώσουν.
Η απλούστερη εξ αυτών των τριών είναι να αλλάξει μονομερώς η τράπεζα τους όρους των δανείων του προγράμματος TLTRO, έτσι ώστε να μην ισχύουν τα νέα αυξημένα επιτόκια για όσα κεφάλαια τοποθετηθούν στα ταμεία της ΕΚΤ. Το πλεονέκτημα αυτής της λύσης είναι πως οι τράπεζες θα πληγούν όλες εξίσου και με τον ίδιο τρόπο και δεν θα υπάρξει μεροληπτική συμπεριφορά για καμία από πλευράς της ΕΚΤ. Η επιλογή αυτή, όμως, μάλλον θα προσκρούσει σε ζητήματα νομικής φύσης, και οι τράπεζες είναι πιθανόν να υποβάλουν αγωγές κατά της ΕΚΤ. Μια άλλη επιλογή θα ήταν να αντιμετωπισθούν τα κεφάλαια των δανείων όπως τα ελάχιστα αποθεματικά που διατηρούν οι ευρωπαϊκές τράπεζες στα ταμεία της ΕΚΤ. Στα αποθεματικά αυτά τα επιτόκια είναι στο 0,5%, που είναι χαμηλότερα από το επιτόκιο της ΕΚΤ. Μια τρίτη επιλογή θα ήταν να δημιουργήσει η τράπεζα ένα σύστημα κλιμακωτών επιτοκίων, που θα δίνει στις τράπεζες τη δυνατότητα να έχουν πιο ευνοϊκά επιτόκια μέχρι ένα συγκεκριμένο επίπεδο, πάνω από το οποίο θα ισχύουν χαμηλότερα.
Οι τράπεζες θα μπορούσαν να αντλήσουν υπερκέρδη, τοποθετώντας αυτά τα κεφάλαια στα ταμεία της ΕΚΤ τώρα που αυξάνονται τα επιτόκια.
Τα στελέχη της ΕΚΤ υποστηρίζουν πως είναι απαράδεκτο, από πολιτικής απόψεως, να συγκεντρώνουν οι τράπεζες υπερκέρδη όταν η οικονομία βρίσκεται σε επιβράδυνση και οι απλοί άνθρωποι υποφέρουν. Υπάρχει ωστόσο και ένα ευρύτερο πολιτικό ζήτημα στο θέμα. Αν οι κεντρικές τράπεζες της Ευρωζώνης πρέπει να καταβάλουν υψηλά επιτόκια σε αυτά τα κεφάλαια που έχουν συγκεντρώσει οι τράπεζες, θα μειωθούν τα δικά τους κέρδη και θα περιοριστεί η δυνατότητά τους να συνδράμει τους εθνικούς προϋπολογισμούς, με συνέπεια να μειώνονται τα εισοδήματα του κράτους.
«Είμαστε πολύ κοντά σε μια απόφαση που θα ληφθεί σύντομα», τόνισε μία από τις πηγές, που ζήτησε να παραμείνει ανώνυμη όταν μίλησε στο Reuters στο περιθώριο της ετήσιας συνόδου του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας. Οπως υπογράμμισε η ίδια πηγή, «ο τελικός σχεδιασμός των νέων κανόνων θα καταφέρει πλήγμα στις τράπεζες και αυτό είναι ουσιαστικά η πρόθεσή μας». Σύμφωνα με όλες τις πηγές, η σχετική απόφαση θα ληφθεί στη συνεδρίαση που έχει προγραμματίσει η τράπεζα για τις 27 Οκτωβρίου, καθώς δεν υπάρχει κανένα όφελος από μια καθυστέρηση. Μία από τις πηγές υπολογίζει πως εξαιτίας της αλλαγής των κανόνων οι τράπεζες της Ευρωζώνης θα χάνουν συνολικά από 30 έως 40 δισ. ευρώ ετησίως, ενώ μια άλλη πηγή προειδοποιεί πως μπορεί να είναι πολύ μεγαλύτερος ο αντίκτυπος εάν τα επιτόκια αυξηθούν περαιτέρω όπως προεξοφλεί η αγορά. Οπως επισημαίνει το Reuters, το πρόβλημα είναι ότι το επιτόκιο της ΕΚΤ, που είναι τώρα 0,75%, πρόκειται να ανέλθει περαιτέρω και πιθανώς θα προσεγγίσει το 2% προς τα τέλη του έτους και θα φτάσει ακόμη υψηλότερα μέσα στο επόμενο έτος. Αυτό σημαίνει πως η κεντρική τράπεζα θα πρέπει να καταβάλει μεγάλα ποσά σε τόκους.