Η ελληνική οικονομία επιδεικνύει σημάδια ανθεκτικότητας, σύμφωνα με το ΔΝΤ, το οποίο εκτιμάει ότι τόσο φέτος όσο και το 2023 θα αναπτυχθεί με ρυθμούς υψηλότερους από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης – 5,2% φέτος και 1,8% το 2023 (από 2,6% που ήταν η εκτίμηση για την άνοιξη).
Ποσοστά αρκετά υψηλότερα από την αύξηση του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη, που εκτιμάται ότι θα φθάσει το 3,1% φέτος και το 0,5% το 2023.
Σχολιάζοντας τα στοιχεία, από τη φθινοπωρινή σύνοδο του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στην Ουάσιγκτον, ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας εξέπεμψε το μήνυμα ότι η ελληνική οικονομία αντιστέκεται ικανοποιητικά στους κραδασμούς που προκαλεί ένα ολοένα και δυσμενέστερο διεθνές περιβάλλον. Ωστόσο, σημειώνει ότι δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού, καθώς η χώρα καλείται να αντιμετωπίσει μια σειρά από ενδογενείς και εξωγενείς προκλήσεις.
• Χρέος: Οπως εξήγησε, «το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία κινείται τουλάχιστον ικανοποιητικά δεν σημαίνει ότι δεν έχουμε πλήρη επίγνωση των προκλήσεων που έχουμε να αντιμετωπίσουμε. Για παράδειγμα, το ελληνικό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώνεται σημαντικά. Το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο, αλλά παραμένει υψηλό. Η Ελλάδα βγήκε από το καθεστώς της ενισχυμένης εποπτείας, αλλά εξακολουθεί να μην έχει επενδυτική βαθμίδα. Και γνωρίζουμε ότι η νομισματική πολιτική θα γίνει πιο συσταλτική, καθώς τα επιτόκια θα αυξηθούν κι άλλο. Αυτές είναι ενδογενείς και εξωγενείς προκλήσεις που πρέπει να αντιμετωπίσουμε με σύνεση και υπευθυνότητα. Και συνεχίζουμε να ενεργούμε πάνω σε αυτούς τους άξονες».
• Ενεργειακή κρίση: Σχετικά με τις προκλήσεις στον ενεργειακό τομέα, ο υπουργός Οικονομικών υποστήριξε ότι η Ελλάδα έχει χτίσει ισχυρές γραμμές άμυνας για να αντιμετωπίσει αυτή την πρωτόγνωρη εξωγενή κρίση, η οποία είναι ένας από τους βασικούς παράγοντες που έχουν εκτινάξει τον πληθωρισμό στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων δεκαετιών σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Ωστόσο, ο κ. Σταϊκούρας αναγνώρισε ότι αυτές οι γραμμές άμυνας από μόνες τους δεν επαρκούν γι’ αυτό η κυβέρνηση εφάρμοσε ένα συνολικό πακέτο στήριξης της τάξης περίπου των 12 με 13 δισ. ευρώ το 2022, εκ των οποίων το δημοσιονομικό κόστος είναι 4,7 δισ. ευρώ.