Εχουν γραφτεί και ειπωθεί τόσο πολλά για την καταλυτική επίδραση της τεχνολογίας στη ζωή μας τα τελευταία χρόνια που κάθε σχετικό πρωτοσέλιδο ή επικεφαλίδα μοιάζει –σε πρώτη ανάγνωση– με επανάληψη ή κοινοτοπία. Εάν όμως προσπαθήσουμε να κοιτάξουμε για λίγο πίσω από τα κλισέ, θα διαπιστώσουμε ότι υπάρχουν πολλά περισσότερα που μπορούμε να ανακαλύψουμε για τον τρόπο με τον οποίο εκτυλίσσεται αυτή η ψηφιακή επανάσταση. Μια τέτοια είναι και η μετάβαση του ψηφιακού σύννεφου, με την οποία θα ασχοληθώ σήμερα.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος να αντιληφθούμε πόσο η τεχνολογία έχει παρεισφρήσει στη ζωή μας και την έχει αλλάξει ριζικά από το να ανατρέξουμε στην καθημερινότητά μας λίγο παλαιότερα. Ας πούμε στο όχι και τόσο μακρινό 2007, όταν το εύρος της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης που ξεκίνησε το ίδιο έτος δεν είχε γίνει ακόμη αντιληπτό – και σίγουρα όχι στην Ελλάδα όπου κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τι θα επακολουθούσε.
Τότε λοιπόν οι περισσότεροι από εμάς χρησιμοποιούσαμε ψηφιακούς δίσκους (DVDs) για να παρακολουθούμε ταινίες στο σπίτι μας, παραγγέλναμε φαγητό από το τηλέφωνο, καλούσαμε ταξί από τον δρόμο και ίσως πηγαίναμε ακόμα σε κάποιο τραπεζικό κατάστημα για να ενημερώσουμε το βιβλιάριο καταθέσεων του τραπεζικού μας λογαριασμού.
Σήμερα όλες οι προαναφερθείσες εργασίες γίνονται εντελώς διαφορετικά από τότε, αλλά περιέργως με ομοιόμορφο τρόπο: με το πάτημα ενός κουμπιού μιας ή περισσότερων ηλεκτρονικών εφαρμογών (των λεγόμενων apps), οι οποίες παρόλο που είναι εγκατεστημένες στο κινητό μας τηλέφωνο, στην πραγματικότητα τρέχουν σε ένα ψηφιακό σύννεφο, το επονομαζόμενο και cloud. Τι είναι όμως το cloud;
Το cloud δεν είναι τίποτε άλλο από λογισμικό και υπηρεσίες που τρέχουν και είναι προσβάσιμα στο Διαδίκτυο μέσω ενός δικτύου απομακρυσμένων διακομιστών που ονομάζονται servers. Και εδώ βρίσκεται η ειδοποιός διαφορά: λογισμικό, δεδομένα και υπηρεσίες προσβάσιμα από τις συσκευές μας αλλά αποθηκευμένα σε ένα απροσδιόριστο μέρος στο Διαδίκτυο, εξ ου και η παραπομπή στο σύννεφο. Οπως γίνεται αντιληπτό η επανάσταση συνίσταται στο γεγονός ότι αυτό το μοντέλο επιτρέπει την πρόσβαση σε υπηρεσίες οι οποίες δεν περιορίζονται από τις προσωπικές μας δυνατότητες (πόσο καλό είναι το laptop μας ή πόσο αποθηκευτικό χώρο έχει το κινητό μας τηλέφωνο) αλλά εξαρτώνται από (σχετικά απεριόριστους) πόρους.
Η Amazon παράγει από το ηλεκτρονικό εμπόριο μόνο το ένα τέταρτο των λειτουργικών κερδών της, με τα υπόλοιπα τρία τέταρτα να προέρχονται από το cloud!
Μια δεύτερη παράμετρος στην οποία εδράζεται η αλλαγή υποδείγματος που έχει συντελεστεί με την έλευση του cloud βρίσκεται στην πλευρά της προσφοράς. Ας πάρουμε, για παράδειγμα, τον χώρο των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, όπου η επίδραση είναι ιδιαίτερα αισθητή: παλαιότερα η υπολογιστική ισχύς των τραπεζών (και επομένως και η δυνατότητά τους να παρέχουν προϊόντα και υπηρεσίες) ήταν συνυφασμένη με ογκώδεις υπολογιστές που λειτουργούσαν (κυριολεκτικά) τοπικά, ευρισκόμενοι σε μεγάλα κλιματιζόμενα δωμάτια που ήταν κατασκευασμένα αποκλειστικά για τον σκοπό αυτό. Η προσθήκη νέων υπηρεσιών ή η βελτίωση υπαρχόντων περνούσε μέσα από την προσθήκη επιπλέον υπολογιστικής ισχύος, δηλαδή την αύξηση του αριθμού των υπολογιστών. Στον κόσμο του cloud computing η προσθήκη υπολογιστικής δύναμης είναι πλέον on-demand, ενοικιάζεται δηλαδή με το πάτημα ενός κουμπιού και βασίζεται σε ένα κλιμακωτό τιμολογιακό μοντέλο (pay-as-you-go), το οποίο σημαίνει ότι πληρώνεις μόνο για ό,τι χρησιμοποιείς. Με άλλα λόγια έχουμε περάσει από ένα επιχειρηματικό μοντέλο που βασιζόταν στην κατοχή υλικού και μηχανημάτων (hardware) σε ένα νέο που εξαρτάται από το λογισμικό (software).
Από την άποψη του ανταγωνισμού η μετατόπιση αυτή αποδείχθηκε θεμελιώδους σημασίας αλλάζοντας τους κανόνες του παιχνιδιού σε λίγα μόλις χρόνια: η κατοχή μηχανημάτων και υλικού μετατράπηκε για τις τράπεζες από την κύρια πηγή του ανταγωνιστικού τους πλεονεκτήματος στο κύριο μειονέκτημά τους, καθώς σήμανε το τέλος του ολιγοπωλιακού μοντέλου προσφοράς. Το cloud θα επέτρεπε σε νέες, καινοτόμες και ευέλικτες επιχειρήσεις –τις λεγόμενες FinTechs– να ανταγωνιστούν ευθέως τις τράπεζες λανσάροντας υπηρεσίες χωρίς τις δαπάνες και την πολυπλοκότητα ογκωδέστατων, απαρχαιωμένων συστημάτων πληροφορικής και οι οποίες θα ανταγωνίζονταν σε ένα –μέχρι πρότινος– αδιανόητο πεδίο: την εμπειρία του καταναλωτή.
Τα υπόλοιπα είναι, όπως συνηθίζουμε να λέμε, ιστορία. Η αποσύνδεση των υποδομών από την εμπειρία του καταναλωτή (ως άμεση συνέπεια της εισαγωγής του cloud) επέτρεψε στη διάρκεια των τελευταίων 10-15 ετών την άνοδο, και σε πολλές περιπτώσεις, την κυριαρχία νεοφυών επιχειρήσεων εις βάρος εδραιωμένων παικτών, αλλάζοντας άρδην το ανταγωνιστικό υπόδειγμα.
Για να εντοπίσουμε χρονικά την αρχή αυτής της αλλαγής θα πρέπει να πάμε πίσω στον Αύγουστο του 2006, όταν η Amazon –κατανοώντας πολύ νωρίς τις τεράστιες δυνατότητες του cloud και του επιχειρηματικού μοντέλου που συνδέεται με αυτό– εγκαινίασε την Amazon Web Services, γνωστή και με το ακρωνύμιο AWS. Σήμερα η AWS είναι ηγέτης μιας παγκόσμιας αγοράς 200 δισεκατομμυρίων δολαρίων με μερίδιο 34% και σε μεγάλη απόσταση από τον δεύτερο και τρίτο παίκτη, τη Microsoft και την Google οι οποίες κατέχουν αντίστοιχα το 21% και 10% της αγοράς (πηγή Statista). Για να καταλάβουμε το μέγεθος της επιτυχίας της συγκεκριμένης επιχειρηματικής κίνησης της Amazon, αρκεί μόνο να σημειώσουμε το εξής: το κυρίαρχο μερίδιο της Amazon στην παγκόσμια αγορά υπολογιστικού νέφους της αποφέρει σήμερα το 74% των συνολικών λειτουργικών κερδών της. Με άλλα λόγια η πιο γνωστή και επιτυχημένη εταιρεία ηλεκτρονικού εμπορίου στον κόσμο παράγει από το ηλεκτρονικό εμπόριο μόνο το ένα τέταρτο των λειτουργικών κερδών της, με τα υπόλοιπα τρία τέταρτα να προέρχονται από το cloud! Γίνεται λοιπόν κατανοητό ότι η μετάβαση στο cloud αποτελεί μονόδρομο για κάθε μεγέθους (και είδους) επιχείρηση.
* Ο κ. Παναγιώτης Κριάρης είναι στέλεχος επιχειρήσεων στον χώροτων χρηματοοικονομικών υπηρεσιών και του FinTech.