Στον δεύτερο πιο προσοδοφόρο τουριστικό μήνα όλων των εποχών μετά τον Αύγουστο του 2019 αναδεικνύεται ο φετινός Αύγουστος, σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος. Μάλιστα, πηγές που συμμετέχουν στη διαδικασία της συλλογής των σχετικών στοιχείων, εκτιμούν πως τα τελικά δεδομένα θα διορθωθούν υψηλότερα κατατάσσοντας τον Αύγουστο του 2022 στην κορυφή της λίστας όλων των εποχών.
Για την ώρα, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για το ισοζύγιο πληρωμών του Αυγούστου οι αφίξεις μη κατοίκων ταξιδιωτών στην Ελλάδα φέτος αυξήθηκαν σε σχέση με πέρυσι κατά 44%, ενώ οι σχετικές εισπράξεις κατά 28,1% σε σχέση με τον Αύγουστο του 2021. Ειδικότερα, οι ταξιδιωτικές εισπράξεις τον Αύγουστο φέτος διαμορφώθηκαν στα 4,04 δισ. ευρώ έναντι 3,15 δισ. τον αντίστοιχο μήνα του 2021 και 4,1 δισ. τον Αύγουστο του 2019. Ο Αύγουστος εκείνης της χρονιάς, της τελευταίας πριν από την πανδημία, αποτελεί και ρεκόρ όλων των εποχών όσον αφορά τις ταξιδιωτικές εισπράξεις. Ετσι, σε σύγκριση με τον Αύγουστο του 2019, οι φετινές αφίξεις τον ίδιο μήνα φέτος εμφανίζονται 13,2% χαμηλότερα.
Ωστόσο τα προσωρινά αυτά στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος δεν συνάδουν με τα αντίστοιχα δεδομένα από τα αεροδρόμια της χώρας, αναφέρουν οι ίδιες πηγές, και έτσι εκτιμάται πως θα αναφερθούμε ψηλότερα στην τελική καταμέτρησή τους.
Ακόμα και έτσι όμως αποτελούν εξαιρετική επίδοση για τον ελληνικό τουρισμό, ειδικά εάν αναλογιστεί κανείς τα προβλήματα και το βάθος της κρίσης στα ταξίδια που πυροδότησε η πανδημία από τις αρχές του 2020 έως και φέτος.
Τον Ιούλιο η μέση δαπάνη ανά ταξιδιώτη αυξήθηκε στα 705 ευρώ από 652,5 ευρώ τον Ιούλιο του 2019.
Η επίδοση αυτή έρχεται ύστερα από ένα ρεκόρ εισπράξεων για Ιούλιο μήνα που σημειώθηκε φέτος: ειδικότερα, η Ελλάδα κατέγραψε φέτος τις υψηλότερες ταξιδιωτικές εισπράξεις που έχει καταγράψει πότε Ιούλιο. Σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, οι εισπράξεις τον Ιούλιο του 2022 διαμορφώθηκαν στα 3,723 δισ. ευρώ αυξημένες οριακά κατά +0,56% από τον Ιούλιο του 2019, μήνας που διατηρούσε και το προηγούμενο ρεκόρ με εισπράξεις 3,702 δισ. Ωστόσο οι αφίξεις φέτος τον Ιούλιο ήταν 7% χαμηλότερες από εκείνες τον ίδιο μήνα του 2019 και συγκεκριμένα 5,275 εκατ. επισκέπτες έναντι 5,673. Λιγότεροι ξένοι ταξιδιώτες δηλαδή άφησαν περισσότερα χρήματα. Πόσα περισσότερα; Με βάση την αναγωγή των στοιχείων της Τράπεζας της Ελλάδος η μέση δαπάνη ανά ταξιδιώτη από 652,5 ευρώ τον Ιούλιο του 2019 αυξήθηκε στα 705 ευρώ φέτος, ήτοι κατά 8%. Κύκλοι της αγοράς σημειώνουν πως το ποσοστό αυτό δικαιολογείται όχι μόνο από την υψηλότερη δαπάνη των επισκεπτών αλλά και από τον πληθωρισμό. Σημειώνεται πως για ολόκληρο το οκτάμηνο του έτους, δηλαδή την περίοδο Ιανουαρίου – Αυγούστου, οι αφίξεις μη κατοίκων ταξιδιωτών αυξήθηκαν κατά 121,8% και οι σχετικές εισπράξεις κατά 92,1% σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2021, αντιπροσωπεύοντας το 87,6% και το 96,4% των αντίστοιχων επιπέδων τους το 2019.
Εν τω μεταξύ, σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος τον Αύγουστο του 2022, το πλεόνασμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2021 κατά 952,5 εκατ. ευρώ, στα 449,1 εκατ., κυρίως λόγω της επιδείνωσης των ισοζυγίων δευτερογενών εισοδημάτων και αγαθών και, σε μικρότερο βαθμό, του ισοζυγίου πρωτογενών εισοδημάτων, η οποία αντισταθμίστηκε μερικώς από τη βελτίωση του ισοζυγίου υπηρεσιών με μοχλό τον τουρισμό και τη ναυτιλία. Την περίοδο Ιανουαρίου – Αυγούστου 2022, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών αυξήθηκε σε σχέση με το ίδιο διάστημα του 2021 κατά 4,2 δισ. σε 10 δισ., κυρίως λόγω της επιδείνωσης του ισοζυγίου αγαθών, αλλά και των ισοζυγίων πρωτογενών και δευτερογενών εισοδημάτων, η οποία έως ένα βαθμό αντισταθμίστηκε από τη βελτίωση του ισοζυγίου υπηρεσιών.
Η αύξηση του ελλείμματος στο οκτάμηνο αποδίδεται στην αύξηση των εισαγωγών με ρυθμό ταχύτερο του ρυθμού αύξησης των εξαγωγών. Οι εξαγωγές σημείωσαν αύξηση κατά 43,3% σε τρέχουσες τιμές (7,0% σε σταθερές) και οι εισαγωγές κατά 48,1% σε τρέχουσες τιμές (21,6% σε σταθερές). Ειδικότερα, σε τρέχουσες τιμές οι εξαγωγές και οι εισαγωγές αγαθών χωρίς καύσιμα αυξήθηκαν κατά 27,5% και 30,5% αντίστοιχα (10,4% και 21,5% σε σταθερές τιμές).
Η αύξηση του πλεονάσματος του ισοζυγίου υπηρεσιών οφείλεται στη βελτίωση κυρίως του ισοζυγίου ταξιδιωτικών υπηρεσιών αλλά και των εισπράξεων από τη ναυτιλία.