Υπουργείο Παιδείας και πανεπιστήμια βρίσκονται μπροστά σε μια μεγάλη ευκαιρία, μια πρόκληση και μια δοκιμασία. Μέχρι το τέλος του 2025 καλούνται να κάνουν ένα μεγάλο βήμα εξωστρέφειας με εξασφαλισμένη χρηματοδότηση, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη της χώρας. Εφαρμόζοντας τις αρχές της αξιοκρατίας, της αριστείας και του σχεδιασμού, καλούνται να υπερβούν τη συνήθη λογική «λίγα σε όλους, και κάτι θα γίνει». Εξηγούμαι:
Το έργο «Για την έρευνα, την καινοτομία και τον εκσυγχρονισμό των πανεπιστημίων» (με προϋπολογισμό 600 εκατ. ευρώ) του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας –ένα Ταμείο επενδύσεων και μεταρρυθμίσεων– έχει σχεδιαστεί για την ενίσχυση της εξωστρέφειας των πανεπιστημίων, στηρίζοντας τη συνεργασία τους με τις επιχειρήσεις και τη βελτίωση της θέσης τους στον διεθνή ακαδημαϊκό χάρτη, υπηρετώντας τον στρατηγικό στόχο της ανάδειξης της χώρας σε διεθνή εκπαιδευτικό κόμβο, προσελκύοντας φοιτητές, ερευνητές και επενδύσεις από άλλες χώρες, συμβάλλοντας στην ανάπτυξη της χώρας. Για να επιτευχθεί αυτό απαιτείται η υπέρβαση μεγάλων και διαχρονικών παθολογιών στη λειτουργία και του κράτους και των πανεπιστημίων. Ειδικότερα:
α) Για τη διαχρονική υστέρηση της δημόσιας και της ιδιωτικής χρηματοδότησης για έρευνα και καινοτομία από άλλες ευρωπαϊκές χώρες (παρά τις βελτιώσεις των τελευταίων χρόνων), και τη χαμηλή αλληλεπίδραση πανεπιστημίων και επιχειρήσεων, επιπλέον των πόρων του Ταμείου, απαιτείται η συγχρηματοδότηση και από ιδιωτικές επιχειρήσεις (30%) σημαντικού μέρους των ερευνητικών έργων.
β) Για τον κατακερματισμό που χαρακτηρίζει τη χώρα, με τα ατελέσφορα πέρα-δώθε της σχετικής αρμοδιότητας μεταξύ του υπουργείου Παιδείας και του υπουργείου Ανάπτυξης, αλλά και τη χαμηλή συνεργασία μεταξύ των δημόσιων πανεπιστημίων, ερευνητικών κέντρων και επιχειρήσεων, έχει προβλεφθεί η συνεργασία με τη Γ.Γ. Ερευνας και Καινοτομίας και το Ελληνικό Ιδρυμα Ερευνας και Καινοτομίας (ΕΛΙΔΕΚ), προκειμένου να διασφαλιστεί η συμπληρωματικότητα των δράσεων. Είναι επίσης αναγκαία η συνεργασία πανεπιστημίων και ερευνητικών κέντρων με τη χρηματοδότηση κοινών κέντρων ερευνητικής αριστείας, ερευνητικών ομάδων και εργαστηριακών υποδομών. Είναι, προφανώς, σημαντικό να υπάρξει συνέχεια στην κατεύθυνση αυτή, το επόμενο διάστημα, προκειμένου να διαμορφωθεί ολοκληρωμένη εθνική στρατηγική για την έρευνα και την καινοτομία, ίσως καλύτερα στο πλαίσιο αυτοτελούς υπουργείου Ερευνας.
γ) Για τις αδυναμίες των πανεπιστημίων, και τη συχνή ανυπαρξία ολοκληρωμένης ερευνητικής στρατηγικής και προτεραιοτήτων των ιδρυμάτων, είναι αναγκαία η αξιολόγηση της συνάφειας και της συμβολής κάθε ερευνητικής πρότασης που θα χρηματοδοτηθεί με την ερευνητική στρατηγική του ιδρύματος. Χωρίς μια σύγχρονη ερευνητική στρατηγική τα πανεπιστήμια δεν μπορούν να διακριθούν διεθνώς, βασιζόμενα απλώς στις ατομικές επιδόσεις μεμονωμένων ερευνητών τους.
δ) Τέλος, το έργο επιδιώκει την υπέρβαση διαχρονικών παθογενειών της λειτουργίας του κράτους, όπου στην κατανομή δημοσίων πόρων επικρατεί είτε αδιαφάνεια, αναξιοκρατία και ευνοιοκρατία, είτε αδυναμία του κράτους να ιεραρχήσει συγκεκριμένους στόχους και να πετύχει αντίστοιχα αποτελέσματα, υπό την πίεση ιδιοτελών συμφερόντων. Για τούτο έχει προβλεφθεί, σε συνεργασία με το ΕΛΙΔΕΚ και την Εθνική Αρχή για την Ανώτατη Εκπαίδευση (ΕΘΑΑΕ), όλες οι προτάσεις των πανεπιστημίων να αξιολογηθούν από ανεξάρτητες διεθνείς επιτροπές επιστημόνων, όπως είναι η αυτονόητη διεθνής πρακτική. Επίσης ορίστηκε ότι θα χρηματοδοτηθούν οι ερευνητικές υποδομές και ο εργαστηριακός εξοπλισμός μόνο 4 έως 7 (από τα 24) πανεπιστημίων που θα επιλεγούν με ποιοτικά κριτήρια και την ερευνητική στρατηγική τους. Οχι γιατί τα υπόλοιπα ιδρύματα δεν έχουν ανάγκη εκσυγχρονισμού του εργαστηριακού εξοπλισμού τους, αλλά γιατί αν οι διαθέσιμοι πόροι μοιράζονταν απλώς σε όλους, δεν θα κάνουν σημαντική διαφορά για κανένα. Για τούτο προβλέφθηκε ακόμη η χρηματοδότηση λιγότερων, αλλά μεγαλύτερων σε προϋπολογισμό ερευνών, σε επιλεγμένα θέματα αιχμής των επιστημών και της τεχνολογίας, με συγκριτικό πλεονέκτημα και στρατηγική σημασία για τη χώρα. Η διεθνής θέση των πανεπιστημίων όμως δεν καθορίζεται αποκλειστικά από τις ερευνητικές επιδόσεις τους, αλλά από σειρά ποιοτικών χαρακτηριστικών τους. Είναι για τούτο αναγκαίο να ληφθούν υπόψη επιπλέον κριτήρια όπως ιδίως η στρατηγική διεθνοποίησης και ο αριθμός Κέντρων Εκπαιδευτικής Αριστείας που διαθέτουν, ύστερα από επίσης ανεξάρτητη αξιολόγηση.
Προλαβαίνουν όμως πλέον να υλοποιηθούν όλα αυτά, χωρίς εκπτώσεις από τους στόχους;
Παρά τα εξαρχής στενά χρονικά περιθώρια, χωρίς να είναι εξασφαλισμένο ότι οι ιδιωτικές επιχειρήσεις θα ανταποκριθούν επενδύοντας στα προγράμματα αυτά, έχει χαθεί πολύτιμος χρόνος σε κεντρικό επίπεδο από την έγκριση του έργου από τις ευρωπαϊκές αρχές (Ιούλιος 2021). Χρόνος που θα έπρεπε να έχει αξιοποιηθεί για την ολοκλήρωση του σχεδιασμού, την προετοιμασία της υλοποίησης με τον καθορισμό των διαδικασιών και κριτηρίων αξιολόγησης των προτάσεων των πανεπιστημίων, τις νομοθετικές προσαρμογές, την ενημέρωση των ενδιαφερομένων και τη διεθνή προβολή. Οταν μάλιστα οι υπηρεσίες του ΥΠΑΙΘ δεν διαθέτουν ανάλογη πείρα και τεχνογνωσία, ενώ τα πανεπιστήμια απαιτείται ταυτόχρονα φέτος να εφαρμόσουν ένα νέο νόμο και να αναδείξουν νέες διοικήσεις. Δύο μεγάλοι κίνδυνοι ελλοχεύουν! Είτε να ματαιωθεί το έργο στο πλαίσιο της προβλεπόμενης αναθεώρησης το 2023, είτε στο όνομα των χρονικών περιορισμών να γίνουν οποιεσδήποτε εκπτώσεις στις διαδικασίες αξιολόγησης των προτάσεων, υποχωρώντας στις –υπαρκτές– πιέσεις για επιστροφή σε παθογένειες του παρελθόντος, υπονομεύοντας τους στόχους του έργου. Και τα δύο είναι μεγάλα λάθη και πρέπει να αποφευχθούν. Δύσκολα θα υπάρξει άλλη τέτοια ευκαιρία για τα πανεπιστήμια και τη χώρα.
* Ο κ. Αποστόλης Δημητρόπουλος είναι τέως γενικός γραμματέας Ανώτατης Εκπαίδευσης στο υπουργείο Παιδείας.