Εντεινόμενες και ετερόκλητες πιέσεις δέχονται οι Βρυξέλλες, που καλούνται να υπερβούν ξανά το ταμπού του κοινού χρέους και να επαναλάβουν ένα τόλμημα ανάλογο του Ταμείου Ανάκαμψης δεδομένου ότι το υπαγορεύει και πάλι η αναγκαιότητα. Το ΔΝΤ υπογραμμίζει την ανάγκη να θωρακισθούν οι πιο χρεωμένες οικονομίες, ενώ οι επενδυτές αδημονούν για περισσότερες φερέγγυες επιλογές πέραν των γερμανικών ομολόγων.
Από τις αρχές Σεπτεμβρίου το Ταμείο κάλεσε την Ε.Ε. να αναθεωρήσει τους μηχανισμούς με τους οποίους δανείζεται, προειδοποιώντας τα 27 κράτη-μέλη πως αν δεν εκδώσουν κοινό χρέος, θα αντιμετωπίσουν επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών και έλλειψη των κεφαλαίων που απαιτούνται για τη στροφή τους στην πράσινη οικονομία. Και το χειρότερο είναι πως χωρίς την έκδοση κοινού χρέους υπάρχει άμεσος κίνδυνος εκτόξευσης του κόστους του δανεισμού και επομένως μεγάλης αναταραχής στις αγορές και πτώχευσης ορισμένων χωρών. Αναφερόμενο στις αυξήσεις των επιτοκίων αλλά και στη γενικότερα δυσμενή συγκυρία του πολέμου, του πληθωρισμού και της ύφεσης, το Ταμείο υπενθύμισε στην Ευρωζώνη πως «αλλεπάλληλα πλήγματα έρχονται να προστεθούν στα ήδη υψηλά επίπεδα χρέους». Οι εκκλήσεις του αναμένεται να βρεθούν στο επίκεντρο των συνομιλιών της ΕΚΤ, αλλά δεν θα είναι μόνον αυτές.
Οπως επισημαίνει σχετικό ρεπορτάζ των Financial Times, οι αγορές ασκούν ανάλογες πιέσεις στην Ευρώπη καθιστώντας επιτακτική την ανάγκη για έκδοση κοινού χρέους, καθώς οι επενδυτές θέλουν να μειώσουν την έκθεσή τους στα δεκαετή ομόλογα του γερμανικού δημοσίου και να τοποθετηθούν σε άλλους τίτλους του ευρώ, αλλά εξίσου ασφαλείς. Είναι γεγονός ότι έχει σημειωθεί πολύ περισσότερη πρόοδος απ’ όση θα περίμενε κανείς σε ό,τι αφορά την έκδοση κοινού χρέους. Στη διάρκεια του πρώτου κύματος της πανδημίας, η ύφεση υπαγόρευσε τη θέσπιση του Ταμείου Ανάκαμψης και τη χρηματοδότησή του με κοινό χρέος ύψους 800 δισ. ευρώ. Ενα τμήμα αυτών των κεφαλαίων θα διατεθεί για να χρηματοδοτηθεί η πράσινη μετάβαση. Πολλοί, ωστόσο, επισημαίνουν πως το Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί μεν σημαντικό βήμα μπροστά, αλλά δεν καταγράφει όση πρόοδο θα έπρεπε και θα μπορούσε στη συγκεκριμένη συγκυρία.
Οι επενδυτές θέλουν να μειώσουν την έκθεσή τους στα γερμανικά δεκαετή ομόλογα και να τοποθετηθούν σε άλλους τίτλους του ευρώ, εξίσου ασφαλείς.
Μιλώντας στη βρετανική εφημερίδα η Σίλβια Μερλέ, στέλεχος της Algebris Investments, τόνισε πως «μοιάζει σαν η πανδημία να πρόσφερε την ευκαιρία για να συλληφθεί το έμβρυο που θα εξελιχθεί αργότερα στην κοινή δημοσιονομική δυνατότητα». Αλλά όπως επισημαίνει ο Μουτζτάμπα Ραχμάν, διευθυντικό στέλεχος του ομίλου Eurasia Group, «τελικά, όμως, προέκυψε από τις συνομιλίες κάτι πολύ λιγότερο, ένα υβριδικό μόρφωμα πολύ πιο προσαρμοσμένο σε εθνικές προτεραιότητες από όσο ήλπιζαν πολλοί». Ο ίδιος προβλέπει πως το μέλλον της δημοσιονομικής ενοποίησης θα εξαρτηθεί από το πόσο επιτυχές θα αποδειχθεί αυτό το πείραμα.
Οι Βρυξέλλες αρνήθηκαν να χορηγήσουν δάνεια αξίας 36 δισ. ευρώ στην Πολωνία και στην Ουγγαρία μέχρις ότου προσαρμοσθούν με το κοινοτικό κεκτημένο σε θέματα δικαιοσύνης και συμβολαίων για τις δημόσιες προμήθειες. Σύμφωνα με τον κ. Ραχμάν, η στάση των Ολλανδών και των σκανδιναβικών χωρών, που παραδοσιακά εναντιώνονται στη δημοσιονομική ενοποίηση, θα εξαρτηθεί από τα όσα θα συμβούν με την Πολωνία και την Ουγγαρία. Το ερώτημα είναι κατά πόσον θα κατορθώσουν οι Βρυξέλλες να χρησιμοποιήσουν το Ταμείο Ανάκαμψης για να αναγκάσουν την Πολωνία και την Ουγγαρία να εναρμονισθούν με τις κοινοτικές συνθήκες. Αν δεν τα καταφέρουν, τότε θα επικρατεί αβεβαιότητα για το κατά πόσον μπορεί να επαναληφθεί κάτι ανάλογο στο μέλλον.
Οποιες άλλες προσπάθειες έγιναν προς την κατεύθυνση της δημοσιονομικής ενοποίησης υπήρξαν αποσπασματικές και ατελείς. Στη διάρκεια της πανδημίας δόθηκαν φθηνά δάνεια μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), αλλά οι χώρες αρνήθηκαν να τα πάρουν γιατί ο ESM θεσπίστηκε στη διάρκεια της κρίσης χρέους και επικρατεί η εντύπωση πως αν δεχθεί κανείς να δανειστεί από αυτόν τον μηχανισμό, θα έχει πρόβλημα. Και όμως, τα δάνεια αυτά ήταν φθηνά και δεν συνοδεύονταν από όρους. Μολονότι είναι εξαιρετικά περίπλοκο ζήτημα, η έκδοση κοινού χρέους θα παραμείνει θέμα στην ημερήσια διάταξη. Από οικονομικής απόψεως, τα πλεονεκτήματά του είναι μεγάλα και δεν μπορούν να αγνοηθούν. Οι πρόσφατες αντιπαραθέσεις για το πώς μπορεί να αντιμετωπισθεί η ενεργειακή κρίση της Ευρώπης σκιαγραφούν το κόστος που έχει η έλλειψη συνεργασίας ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες. Η από κοινού διαπραγμάτευση και χρηματοδότηση θα μπορούσε να ενισχύσει τη διαπραγματευτική θέση των χωρών της Ε.Ε. τώρα που αναζητούν εναλλακτικούς ενεργειακούς πόρους με όσο φθηνότερες τιμές γίνεται.