Άρθρο του Γ. Στούμπου στην «Κ»: Η πολιτική των επιτοκίων σε ΗΠΑ και Ευρωζώνη

Άρθρο του Γ. Στούμπου στην «Κ»: Η πολιτική των επιτοκίων σε ΗΠΑ και Ευρωζώνη

Η μικρότερη του απαιτουμένου αύξηση των επιτοκίων θα αποτύχει να τιθασεύσει τον πληθωρισμό, ο οποίος μπορεί να παγιωθεί

4' 54" χρόνος ανάγνωσης

«Θα βρεθούν άνθρωποι στον δρόμο», προέβλεψε απευθυνόμενη στο παγκόσμιο ακροατήριό της η διευθύντρια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, Kρισταλίνα Γκεοργκίεβα.

Η προειδοποίηση αυτή μπορεί να ακούγεται γενική και αόριστη, αλλά είναι ιδιαίτερα ουσιώδης. Οι διαδοχικές κρίσεις, από την πανδημία μέχρι την ενεργειακή, άφησαν τo αρνητικό αποτύπωμά τους στην παραγωγική αλυσίδα παγκοσμίως, στα δίκτυα τροφοδοσίας, στην κατανάλωση, στις εργασιακές συνθήκες και στα εισοδήματα εταιρειών και φυσικών προσώπων. Και μετά ήρθε ο πληθωρισμός. Οι επιπτώσεις του διατρέχουν όλη τη δομή της οικονομίας και της κοινωνίας. Οι πλέον ευάλωτοι είναι οι ασθενέστερες εισοδηματικές ομάδες. Η άνοδος των τιμών τούς φτωχοποιεί άμεσα, με διάρκεια και περιορισμένες προοπτικές ανάκτησης του –ούτως ή άλλως– περιορισμένου εισοδήματός τους.

Οι συνθήκες αυτές ενεργοποίησαν τα αντανακλαστικά των κεντρικών τραπεζών. Αρχικά, οι κεντρικοί τραπεζίτες των δυτικών χωρών έστειλαν ηχηρό μήνυμα, διαβεβαιώνοντας τους πολίτες ότι διαθέτουν τα κατάλληλα εργαλεία νομισματικής πολιτικής για να τιθασεύσουν τον πληθωρισμό. Ομως, η χρήση αυτών των εργαλείων είναι σχεδόν πάντα πιο σύνθετη από ό,τι περιγράφεται στα εγχειρίδια οικονομικών και συχνά αποδεικνύεται λιγότερο αποτελεσματική και αβέβαιη ως προς τα αποτελέσματά της. Η πολιτική των επιτοκίων βασίζεται σε μια σειρά προβλέψεων και υποθέσεων. Για τον λόγο αυτόν έχουν αναπτυχθεί μοντέλα που σκοπό έχουν να προσδιορίσουν τη χρονική στιγμή, το εύρος και τη διάρκεια της αύξησης και μείωσης των επιτοκίων. Η αστοχία των μοντέλων μπορεί να αποβεί εξίσου καταστροφική με τον πληθωρισμό σε περίπτωση που η μεγαλύτερη από την απαιτούμενη αύξηση των επιτοκίων οδηγήσει σε ύφεση και άνοδο της ανεργίας, δηλαδή σε συνθήκες στασιμοπληθωρισμού. Το αντίθετο είναι επίσης επιβλαβές. Η μικρότερη του απαιτουμένου αύξηση των επιτοκίων θα αποτύχει να τιθασεύσει τον πληθωρισμό, ο οποίος μπορεί να παγιωθεί, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την οικονομία και την κοινωνία. Πέρα και πάνω από αυτές τις ευαίσθητες ισορροπίες, υπάρχει και ο αστάθμητος παράγοντας της δημοσιονομικής πολιτικής. Αυτό που φαίνεται κοινωνικώς ορθό μπορεί να αποβεί μοιραίο. Μια «εκτός ελέγχου» επεκτατική πολιτική υπό τη μορφή επιδοτήσεων διατηρεί μια επίπλαστα αυξημένη ζήτηση, ενώ ουσιαστικά η οικονομία διαβρώνεται εσωτερικά και μειώνονται οι δυνατότητες μείωσης του πληθωρισμού και επαναφοράς σε έναν ενάρετο κύκλο ανάπτυξης.

Ως γενική παρατήρηση να σημειώσουμε πως η λογική ότι μια πολιτική είναι κατάλληλη να εφαρμόζεται παντού, δεν ισχύει. Η ταχύτερη και επιθετικότερη αύξηση των επιτοκίων από τη Fed σε σύγκριση με την ΕΚΤ αποδίδεται στις διαφορετικές συνθήκες που χαρακτηρίζουν την κάθε οικονομία. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το γεγονός ότι τα πακέτα επιδοτήσεων στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη διάρκεια της πανδημίας ήταν υπερβολικά γενναιόδωρα συγκριτικά με αυτά της Ευρωζώνης είχε ως αποτέλεσμα να διατηρήσουν μια πλασματικά υψηλή ζήτηση. Η Fed κατηγορήθηκε ότι δεν αντέδρασε έγκαιρα και αποφασιστικά για να χαλιναγωγήσει τις διαφαινόμενες πληθωριστικές πιέσεις. Οταν τελικά «πηρέ το όπλο της», δεν είχε άλλη επιλογή παρά να χτυπήσει δυνατά και με απόλυτη αποφασιστικότητα. Η ΕΚΤ, αντιθέτως, εκτιμώντας ότι η δημοσιονομική χαλάρωση κατά τη διάρκεια της πανδημίας παρέμεινε σε ελεγχόμενα επίπεδα, ήταν περισσότερο επιφυλακτική στο να ασκήσει πιο επιθετική νομισματική πολιτική. Αυτό εξηγεί εν μέρει την επιθετική και τη μετριοπαθή συμπεριφορά των δύο κεντρικών τραπεζών, αντίστοιχα.

Η μικρότερη του απαιτουμένου αύξηση των επιτοκίων θα αποτύχει να τιθασεύσει τον πληθωρισμό, ο οποίος μπορεί να παγιωθεί.

Πέρα από αυτήν τη γενική διαπίστωση, είναι χρήσιμο να αντιληφθούμε ότι τόσο οι γενεσιουργοί αιτίες όσο και η αντιμετώπιση των πληθωριστικών πιέσεων στην Αμερική και στις χώρες της Ευρωζώνης παρουσιάζουν περισσότερες διαφορές παρά ομοιότητες. Η ενεργειακή κρίση τροφοδότησε λιγότερο τις πληθωριστικές πιέσεις στην Αμερική από ό,τι στην Ευρωζώνη (για το 2022 ο πληθωρισμός κυμαίνεται στο 7,5% και 10% αντίστοιχα). Επιπροσθέτως, ο υψηλότερος βαθμός εξάρτησης των ευρωπαϊκών οικονομιών από εξωτερικούς προμηθευτές και ο άτυπος ανταγωνισμός μεταξύ των χωρών για τη διασφάλιση παρόχων επιτείνουν την αβεβαιότητα, γεγονός που αντανακλάται στις τιμές προϊόντων και υπηρεσιών. Αντιθέτως, οι Ηνωμένες Πολιτείες διαθέτουν επαρκή παραγωγή και δίκτυα διανομής, που δεν έχουν επηρεαστεί από τον πόλεμο στην Ουκρανία, με αποτέλεσμα την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς ενέργειας – με τις όποιες, φυσικά, αναταράξεις προκαλούν οι διεθνείς εξελίξεις. Δύο άλλοι παράγοντες είναι επίσης διαφορετικοί. Ακόμη και πριν από την ενεργειακή κρίση, η ανεργία στην Ευρωζώνη ήταν διπλάσια από ό,τι στην Αμερική (6,7% και 3,5% αντίστοιχα). Εξίσου σημαντικό είναι το γεγονός ότι η ζήτηση ήταν και παραμένει υψηλότερη στην Αμερική, ενώ στην Ευρώπη παρατηρείται σημαντική μείωση, ιδιαίτερα μετά την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία και την ενεργειακή κρίση. Τέλος, αξίζει να ειπωθεί ότι, αντίθετα με την περίοδο της πανδημίας, τα πακέτα επιδοτήσεων στην Ευρωζώνη λόγω της ενεργειακής κρίσης είναι –αναλογικά– κατά πολύ μεγαλύτερα απ’ ό,τι στις ΗΠΑ. Αυτό από μόνο του επηρεάζει την «ποιότητα» της ζήτησης μεταξύ των δύο οικονομιών. Οταν η ζήτηση εδράζεται σε πραγματικά εισοδήματα, οι προοπτικές ανάκαμψης είναι πολύ καλύτερες και οι πληθωριστικές πιέσεις περισσότερο ελεγχόμενες.

Λαμβάνοντας υπόψη αυτά τα ποιοτικά και ποσοτικά χαρακτηριστικά που παρουσιάζουν οι οικονομίες της Αμερικής και της Ευρωζώνης, είναι απολύτως κατανοητό ότι οι δύο κεντρικές τράπεζες επιλέγουν πολιτικές επιτοκίων με διαφορετική χρονική κλιμάκωση και στόχευση. Η ΕΚΤ έχει αυξήσει τα επιτόκια στο 1,75% μέχρι στιγμής και οι ειδικοί προβλέπουν αύξηση κατά 0,75% τις επόμενες ημέρες. Η Fed έχει ήδη ανεβάσει τα επιτόκια στο 3,25%, με προβλέψεις για περαιτέρω αύξηση 0,75% στις αρχές Νοεμβρίου. Επιτόκιο κοντά στο 4,6% προβλέπεται για το 2023. Προφανώς, διάφοροι αστάθμητοι παράγοντες μπορούν να επηρεάσουν το μείγμα πολιτικής που κάθε κεντρική τράπεζα έχει υιοθετήσει με βάση τα τωρινά δεδομένα. Για παράδειγμα, οι τελευταίες εκτιμήσεις αναφέρουν ότι στις ΗΠΑ ο πληθωρισμός έχει φτάσει ήδη στην κορύφωσή του, ενώ στην Ευρωζώνη η ύφεση είναι πλέον αναπόφευκτη. Αν υπάρχει ένας κοινός στόχος για τις δύο κεντρικές τράπεζες, αυτός είναι η ολική επαναφορά σε συνθήκες σταθερότητας τιμών και η διατηρήσιμη ανάπτυξη με χαμηλό πληθωρισμό, χαμηλά επιτόκια και χαμηλή ανεργία.

Τέλος, όλες οι καλές αφηγήσεις έχουν και ένα επιμύθιο. Οι κεντρικοί τραπεζίτες έχουν τον δικό τους τρόπο για να εκφράζονται. Ο πρόεδρος της Fed Τζερόμ Πάουελ προειδοποίησε πως η άσκηση νομισματικής πολιτικής «εμπεριέχει και πόνο». Θα ήταν καλό οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής να θυμούνται τη ρήση του Αριστοτέλη: «Πίσω από κάθε πόνο υπάρχει ένα λάθος».

* Ο κ. Γιώργος Στούμπος διετέλεσε καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας και στέλεχος της Τράπεζας της Ελλάδος.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή
MHT