Με τον πληθωρισμό και την ενεργειακή κρίση να στήνουν ένα σκηνικό ύφεσης, η Δύση αναγκάζεται να αντιμετωπίσει την γεωπολιτική απειλή της Ρωσίας ενώ ταυτόχρονα η ενότητά της υπονομεύεται από οικονομικούς ανταγωνισμούς στο εσωτερικό της. Στο επίκεντρο τις τελευταίες εβδομάδες βρίσκονται οι επιλογές των δυο σημαντικότερων δυτικών δυνάμεων, των Ηνωμένων Πολιτειών και της Γερμανίας, που αντιμετωπίζουν ουσιαστικά την ίδια κατηγορία: ότι θέτουν σε προτεραιότητα τα στενά εθνικά συμφέροντά τους εις βάρος των συμμάχων τους.
Στις ΗΠΑ ο Τζο Μπάιντεν έχει αναγάγει, εν όψει των εκλογών του Νοεμβρίου, την αντιμετώπιση του πληθωρισμού σε πρωταρχικό του στόχο. Κυβέρνηση και κεντρική τράπεζα ακολουθούν μια σκληρή αντι-πληθωριστική πολιτική με άξονες τα υψηλά επιτόκια ενώ η ισοτιμία του δολαρίου στις διεθνείς αγορές έχει εκτοξευθεί. Αυτή η πολιτική όμως γονατίζει πολλές χώρες ανά τον κόσμο των οποίων το δημόσιο και ιδιωτικό χρέος αποτιμάται σε δολάρια. Πολλοί ειδικοί φοβούνται επανάληψη των κρίσεων χρέους των δεκαετιών του ’80 και του ’90, που κι αυτές είχαν προκληθεί, μεταξύ άλλων, από την πολιτική του ισχυρού δολαρίου τότε.
Σε μέσα του εξωτερικού πληθαίνουν έτσι οι φωνές που καλούν την κυβέρνηση Μπάιντεν να σκεφτεί στρατηγικά και να χαλαρώσει μια πολιτική που απειλεί την οικονομική σταθερότητα πολλών χωρών, μεταξύ τους και σημαντικοί σύμμαχοι των ΗΠΑ. Μέχρι στιγμής όμως ο Αμερικανός πρόεδρος, του οποίου ο κύριος στρατηγικός στόχος είναι η αποφυγή της επιστροφής του Ντόναλντ Τραμπ στην εξουσία, δεν ανταποκρίνεται, θέλοντας να αποδείξει ότι μπορεί να τιθασεύσει τον πληθωρισμό καλύτερα από τους αντιπάλους τους. Η παγκόσμια χρηματοοικονομική σταθερότητα γίνεται όμηρος της πόλωσης της Αμερικανικής δημοκρατίας.
Αντίστοιχες κατηγορίες αντιμετωπίζει η Γερμανία από τους εταίρους της στην ΕΕ. Η επιθετική πολιτική αγοράς φυσικού αερίου με σκοπό την δημιουργία τεράστιων αποθεμάτων από το Βερολίνο είχε ήδη συντελέσει στην αύξηση των τιμών και δημιουργήσει ελλείψεις για τα άλλα κράτη-μέλη. Γνωρίζουμε πολύ καλά επίσης ότι η Γερμανία μπλοκάρει την επιβολή πλαφόν στις τιμές του φυσικού αερίου, την ίδια ώρα που ξοδεύει μονομερώς δισεκατομμύρια σε επιδοτήσεις προς τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές της. Όπως αναφέρουν επίσημοι της ΕΕ πλέον ανοιχτά, ο κίνδυνος είναι να μετατραπεί η ευρωπαϊκή οικονομία σε έναν αγώνα δρόμου ανταγωνιστικών μεταξύ τους εθνικών επιδοματικών πολιτικών – ένας αγώνας που η Γερμανία γνωρίζει φυσικά ότι δεν υπάρχει περίπτωση να χάσει.
Με την οικονομική κρίση να δοκιμάζει τις αντοχές των δυτικών κοινωνιών, και κατ’ επέκταση την υποστήριξη της κοινής γνώμης προς την Ουκρανία, θα περίμενε κανείς από τις δυο σημαντικότερες δυνάμεις της Δύσης να επιδεικνύουν ένα υψηλότερο ηγετικό φρόνημα. Αντίθετα, και οι δυο φαίνεται να χρησιμοποιούν την κρίση σαν ευκαιρία για να επιβεβαιώσουν την πρωτοκαθεδρία τους έναντι των συμμάχων τους, η Γερμανία στην Ευρώπη και οι ΗΠΑ στην Δύση και παγκοσμίως. Αν αυτό δεν αλλάξει, ο κίνδυνος είναι Πούτιν να χάσει τον πόλεμο στην Ουκρανία αλλά παρόλα αυτά να πετύχει τον μεγάλο του στρατηγικό στόχο: την αποσταθεροποίηση της παγκόσμιας τάξης και τον διχασμό της Δύσης.
* Aναπληρωτής καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο London Metropolitan University και εταίρος στο Chatham House.