Ο αναπληρωτής CEO της Eurobank Κ. Βασιλείου στην «Κ»: Στοίχημα η αλλαγή παραγωγικού μοντέλου

Ο αναπληρωτής CEO της Eurobank Κ. Βασιλείου στην «Κ»: Στοίχημα η αλλαγή παραγωγικού μοντέλου

Η άνοδος των επιτοκίων δεν θα «παγώσει» τις επενδύσεις, λέει ο αναπληρωτής CEO της Eurobank Κώστας Βασιλείου

9' 50" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Αισιόδοξος ότι «η άνοδος των επιτοκίων δεν θα επηρεάσει τα επιχειρηματικά επενδυτικά σχέδια, τουλάχιστον αυτά που έχουν καλές αποδόσεις», δηλώνει ο αναπληρωτής διευθύνων σύμβουλος και επικεφαλής του τομέα επιχειρηματικής πίστης και επενδυτικής τραπεζικής της Eurobank Κώστας Βασιλείου, εκτιμώντας τη θετική συνεισφορά των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, που εξασφαλίζουν χαμηλό κόστος επένδυσης, αλλά και τη στήριξη από την πλευρά των τραπεζών με τη μείωση των επιτοκιακών περιθωρίων.

Στη συνέντευξή του στην «Κ» ο κ. Βασιλείου υπογραμμίζει ωστόσο ότι για να κερδίσει η ελληνική οικονομία το στοίχημα για επενδύσεις συνολικού ύψους 94 δισ. ευρώ την επόμενη δεκαετία, ώστε να καλυφθεί το επενδυτικό κενό που δημιουργήθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης, «απαιτούνται επιμονή στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, δημοσιονομική και χρηματοοικονομική σταθερότητα και ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας». Επιπλέον, οι πόροι πρέπει να κατευθυνθούν σε επενδύσεις που ενισχύουν τις εξαγωγές, την υποκατάσταση εισαγωγών και την εισαγωγή γνώσης και καινοτομίας, δηλαδή σε επενδύσεις που θα αλλάξουν το παραγωγικό μοντέλο της ελληνικής οικονομίας. Μόνο έτσι, όπως υπογραμμίζει, «θα θεραπευθεί η βασική αδυναμία της που είναι η τάση παραγωγής ελλειμμάτων, εξωτερικού και δημοσιονομικού, κάθε φορά που επιταχύνεται η ανάπτυξη».

– Η μελέτη για το Αναδυόμενο Μοντέλο Ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας που παρουσίασε η Eurobank αναδεικνύει την ανάγκη αύξησης των επενδύσεων παγίων κατά σχεδόν 8% έως το 2031, σε συνδυασμό με μέσο ρυθμό ανάπτυξης 2,5%-3% την ίδια περίοδο, προκειμένου να καλυφθεί το επενδυτικό κενό των 94 δισ. ευρώ που έχει υπάρξει στη χώρα την προηγούμενη δεκαετία. Είναι εφικτή η επίτευξη του στόχου με δεδομένους τους δημοσιονομικούς περιορισμούς, που στερούν πόρους από την πλευρά των δημοσίων επενδύσεων;

– Η μελέτη εκτιμά ότι απαιτείται αύξηση κατά 7,8% ετησίως σε πραγματικές τιμές στις επενδύσεις για μία δεκαετία, ώστε να συγκλίνει το μερίδιο των επενδύσεων στο ΑΕΠ με το αντίστοιχο της Ευρωζώνης και να αναπληρωθεί η απώλεια κεφαλαιακού αποθέματος των 94 δισ. ευρώ που προκλήθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης χρέους και έως το 2021. Στόχοι εφικτοί, αλλά απαιτητικοί. Αντίστοιχοι –ή και μεγαλύτεροι– ρυθμοί αύξησης των επενδύσεων σημειώθηκαν και το 2021-2022 και εκτιμάται ότι θα επαναληφθούν το 2023. Για τα επόμενα 3 έως 5 χρόνια οι επενδύσεις θα ευνοηθούν από τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (TAA), τα οποία δεν επηρεάζονται από την πιθανή ύφεση στην Ευρωζώνη, ενώ το ελληνικό τραπεζικό σύστημα διαθέτει ισχυρή ρευστότητα ώστε να στηρίξει χρηματοδοτικά το εγχείρημα. Ωστόσο, η διατήρηση τέτοιων ρυθμών για μία δεκαετία, κατά τη διάρκεια της οποίας θα υπάρξουν ανοδικές φάσεις και υφέσεις, θα απαιτήσει μεγάλη προσπάθεια από τους ασκούντες την οικονομική πολιτική, τις επιχειρήσεις και τις τράπεζες. Βασικότερες προϋποθέσεις για την επιτυχία είναι η επιμονή στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, η δημοσιονομική και χρηματοοικονομική σταθερότητα και η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας. Μιλώντας ειδικά για τη δημοσιονομική σταθερότητα, ως προϋπόθεση για την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, εκτιμώ πως οι περιορισμοί που επιβάλλονται από την ανάγκη τήρησης πρωτογενών δημοσιονομικών πλεονασμάτων αντισταθμίζονται, και με το παραπάνω, από τους διαθέσιμους πόρους. Μιλάμε για διαθέσιμους πόρους μέσω ΤΑΑ, ΕΣΠΑ, ΕΤΕπ, SURE κ.τ.λ., εν συνόλω πάνω από 90 δισ. ευρώ εντός της επόμενης πενταετίας. Εντέλει, το μεγαλύτερο μέρος της προσπάθειας αφορά ιδιωτικές επενδύσεις και η σημαντικότερη παράμετρος για την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων είναι η σταθερότητα και φιλικότητα του οικονομικού περιβάλλοντος.

Ο φθηνός δανεισμός από το Ταμείο Ανάκαμψης εξασφαλίζει ότι το 50% της επένδυσης χρηματοδοτείται με χαμηλό επιτόκιο.

– Ποιες είναι οι ανισορροπίες στην εξίσωση που θα πρέπει να διορθώσουμε ως οικονομία τα επόμενα χρόνια;

– Η βασική αδυναμία είναι η τάση της οικονομίας μας να παράγει δίδυμα ελλείμματα, εξωτερικό και δημοσιονομικό, κάθε φορά που επιταχύνεται η ανάπτυξη, ένδειξη ενός μοντέλου ανάπτυξης που πρέπει να αλλάξει. Η ατραπός που εκτιμά η μελέτη μας προβλέπει αύξηση στο μερίδιο των εξαγωγών στο ΑΕΠ –μέσω αύξησης της γνώσης και της καινοτομίας που θα ενσωματώνεται στην παραγωγή και όχι μέσω χαμηλού κόστους– ώστε η ανάπτυξη να μη συνοδεύεται από εξωτερικά ελλείμματα και να είναι διατηρήσιμη.

Eτσι η κατανομή των πόρων πρέπει να έχει χαρακτήρα μετασχηματισμού της οικονομίας με απόλυτη προτεραιότητα στις επενδύσεις και ιδίως σε εκείνες που ενισχύουν τις εξαγωγές, την υποκατάσταση εισαγωγών και την εισαγωγή γνώσης και καινοτομίας. Το νέο μοντέλο ανάπτυξης πρέπει να έχει χαρακτηριστικά διατηρησιμότητας και συντονισμού με τις ανάγκες ενός ταχέως μεταβαλλόμενου διεθνούς περιβάλλοντος, με κύριες προκλήσεις την πράσινη μετάβαση, την ψηφιοποίηση, τη διαφάνεια και τις νέες ισορροπίες σε γεωστρατηγικό επίπεδο. Ενθαρρυντικό είναι ότι η στόχευση του ΤΑΑ είναι ακριβώς προς αυτή την κατεύθυνση. Στη Eurobank μένουμε προσηλωμένοι στη διάθεση των πόρων προς αυτή την κατεύθυνση.

– Ποια θεωρείτε ότι θα είναι η επίπτωση των επιτοκίων στον δανεισμό των επιχειρήσεων και στην αναπτυξιακή προσπάθεια;

– Πράγματι, τα επιτόκια σε ό,τι αφορά το euribor ακολουθούν ανοδική πορεία, αλλά η επίπτωση προς το παρόν στην πιστωτική επέκταση και στην αναπτυξιακή προσπάθεια είναι χαμηλή. Αυτό συμβαίνει γιατί πρακτικά μια επιχείρηση αποφασίζει μια επένδυση βάσει των αποδόσεων που περιμένει και των προοπτικών που βλέπει. Ετσι, όταν οι επιχειρήσεις βλέπουν ότι θα υπάρχει ύφεση στο περιβάλλον που λειτουργούν και οι προοπτικές είναι χειρότερες ή τα κόστη θα ανέβουν και άρα η κερδοφορία θα μειωθεί σημαντικά, το κόστος χρήματος δεν είναι αυτό που βαραίνει στις επιχειρηματικές αποφάσεις. Ταυτόχρονα βρισκόμαστε σε ένα ευνοϊκό περιβάλλον με άφθονη ρευστότητα αλλά και σημαντικά φορολογικά οφέλη μέσα από άλλα διαθέσιμα εργαλεία, όπως ο Αναπτυξιακός Νόμος. Επιπλέον υπάρχει ο φθηνός δανεισμός από το Ταμείο Ανάκαμψης, που εξασφαλίζει ότι το 50% της επένδυσης χρηματοδοτείται με χαμηλό επιτόκιο. Αρα βλέπουμε χαμηλή επίπτωση λόγω των υψηλών προοπτικών της αγοράς, των διαρθρωτικών κεφαλαίων και φοροαπαλλαγών και λόγω του Ταμείου Ανάκαμψης που χρηματοδοτεί με επιτόκιο σε σταθερούς όρους και ελκυστικά επίπεδα. Γι’ αυτό πιστεύω ότι η επιβάρυνση από το εξωτερικό περιβάλλον δεν θα επηρεάσει τα αξιόλογα projects που έχουν υψηλά returns. Αυτό προκύπτει και από την εμπειρία μας, καθώς δεν βλέπουμε ανάσχεση. Αντίθετα βλέπουμε ότι τα projects αυξάνουν με προτεραιοποίηση τις εντάξεις στον αναπτυξιακό και στο Ταμείο Ανάκαμψης, προκειμένου οι επιχειρήσεις να αντισταθμίσουν την άνοδο του κόστους δανεισμού, ασκώντας παράλληλη πίεση προς τις τράπεζες να συγκρατήσουν τα spreads, την οποία αναγνωρίζουμε και δίνουμε ανταγωνιστικότερα περιθώρια έτσι ώστε να αντισταθμιστεί η αύξηση του κόστους χρήματος. Στη Eurobank χαρακτηριστικά είναι σημαντικό να αναφέρουμε την ταυτόχρονη αποκλιμάκωση των περιθωρίων των δανείων κατά περίπου 1% το διάστημα 2020-2022 μειώνοντας το κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων, μια τάση που ενισχύει τη διάθεση για περαιτέρω επενδύσεις. Μάλιστα αναμένεται περαιτέρω αποκλιμάκωση στην επόμενη τριετία επιτυγχάνοντας σύγκλιση με αντίστοιχες οικονομίες της Ευρωζώνης. Ετσι, το κόστος στις νέες επενδύσεις είναι πραγματικά ανταγωνιστικό και η επίπτωση της ανόδου των επιτοκίων περιορισμένη, γιατί αφενός οι επιχειρήσεις βλέπουν προοπτικές και οι τράπεζες έχουν συνειδητοποιήσει ότι συγκρατώντας το κόστος διευρύνουν τις εργασίες τους και άρα ενισχύουν την κερδοφορία τους και βοηθούν στην ανάπτυξη της χώρας.

Επιχειρηματικά σχέδια 32 δισ. ευρώ σε 5 τομείς τα επόμενα 3 χρόνια

– Πού εντοπίζεται το παραγωγικό κενό στις μεγάλες και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις στη χώρα μας; Σε τι υστερούν; 

– Τα τελευταία 8 χρόνια, ως επικεφαλής της Τραπεζικής Επιχειρήσεων, έχω επισκεφθεί επανειλημμένα δεκάδες επιχειρήσεις στη χώρα, με διάθεση να «ακούσω» και να κατανοήσω τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν. Εκτιμώ πως οι προκλήσεις που κυρίως λειτουργούν ως τροχοπέδη στις επενδύσεις και στην περαιτέρω ανάπτυξή τους είναι οι ακόλουθες:
• Το μέγεθος των επιχειρήσεων, καθώς στην πλειονότητά τους παραμένουν μικρές ή μεσαίες σε σύγκριση με την Ε.Ε., με αποτέλεσμα να μην επιτυγχάνονται οι αναγκαίες οικονομίες κλίμακος.
• Το μείζον θέμα της ταχύτητας αλλά και η πολυπλοκότητα στις αδειοδοτήσεις.
• Προβλήματα στις υποδομές, όπως η χωρητικότητα ηλεκτρικών δικτύων και οι ελλείψεις στις βιομηχανικές περιοχές (π.χ. συγκοινωνία, καθαριότητα, φύλαξη κ.λπ.).
• Η εύρεση και η διακράτηση του κατάλληλου ανθρώπινου δυναμικού.
 
– Στη μελέτη αναδεικνύονται οι πέντε τομείς που θα τραβήξουν το «κάρο» της ανάπτυξης. Ποιοι από αυτούς έχουν εξαγωγικό προσανατολισμό ώστε να καλύψουμε και το έλλειμμα των εξαγωγών;

– Εχουμε εντοπίσει πέντε τομείς με πρωταγωνιστικό ρόλο στην ανάπτυξη της χώρας τα επόμενα χρόνια. Τα οφέλη επέκτασης σε αυτούς τους πέντε πυλώνες δεν είναι μονοσήμαντα και σε ένα μέτρο η επιλογή μας έγινε λαμβάνοντας υπόψη τα πολλαπλασιαστικά οφέλη που μετακυλίονται στην εσωτερική αγορά, τη δυνατότητα της χώρας να τα υποστηρίξει και την ισχυρή τους δυναμική ως προς την ενίσχυση της εξωστρέφειας και της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.

Εμβαθύνοντας σε κάθε πυλώνα παρατηρούμε ενδεικτικά ότι:
(α) Οι υποδομές και το εμπορικό real estate είναι «ραχοκοκαλιά» για πολλές άλλες επενδυτικές δράσεις. Αυτοκινητόδρομοι, όπως ο ΒΟΑΚ ή ο Καλαμάτα – Πύλος, για παράδειγμα, εκτιμούμε ότι θα υποστηρίξουν τόσο τον τουρισμό, ώστε να επιτευχθεί η επιβεβλημένη πρόσβαση σε περισσότερες περιοχές εντός 75΄ από ένα διεθνές αεροδρόμιο όσο και την επιχειρηματικότητα της περιφέρειας, εξασφαλίζοντας ευκολότερη πρόσβαση και ταχύτητα μεταφοράς προϊόντων στα κέντρα κατανάλωσης. Αντίστοιχα, τα κέντρα logistics αυξάνουν την προστιθέμενη αξία της χώρας ως έναν διεθνή διαμετακομιστικό κόμβο, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τη γεωγραφική μας θέση όσο και την πρόοδο που έχει συντελεστεί στις υποδομές των βασικών λιμανιών της χώρας.
(β) Μέσω του πυλώνα της ενέργειας εκτιμούμε ότι θα επιτευχθούν τρεις διακριτοί στόχοι: (i) η μείωση χρήσης και εισαγωγών καυσίμων – δηλαδή φυσικού αερίου και η μείωση της εξάρτησης και του κινδύνου της μεταβλητότητας των τιμών, (ii) η μείωση εκπομπών αερίου διοξειδίου του άνθρακα – με περιβαλλοντικά αλλά και οικονομικά οφέλη, αν αναλογιστεί κανείς το κόστος των σχετικών πιστοποιητικών, αλλά και (iii) η δυνατότητα εξαγωγής της παραγόμενης ενέργειας προς τις διασυνδεδεμένες χώρες.
(γ)  Οι επενδύσεις στις τηλεπικοινωνίες αποτελούν τον ψηφιακό σκελετό της χώρας. Η εξαιρετική προσπάθεια για την προσέλκυση ψηφιακών νομάδων, μια ισχυρή τάση στη μετα-κορωνοϊό εποχή, μεταξύ άλλων απαιτεί την ύπαρξη state of the art τηλεπικοινωνιακών δικτύων. Επίσης, δεν νοείται το 2023 να επιδιώκεις να είσαι κορυφαίος τουριστικός προορισμός, χωρίς αξιόπιστο 5G δίκτυο σε κάθε γωνιά της χώρας.
(δ) Ο τουρισμός και η καινοτόμος βιομηχανία με εξαγωγικό προσανατολισμό αποτελούν εξ ορισμού μια εξαιρετικά σημαντική πηγή εξωστρέφειας για την ελληνική οικονομία.
 
– Ποια είναι η συμβολή της Eurobank στην αναπτυξιακή προοπτική;

– Η παράθεση αδιαμφισβήτητων στοιχείων νομίζω θα δώσει την εικόνα, αποδεικνύοντας την προσήλωσή μας στη χρηματοδότηση της ανάπτυξης και της βιώσιμης οικονομίας εν γένει. Η καθαρή πιστωτική επέκταση του τομέα τραπεζικής επιχειρήσεων για την τριετία 2020-2022 θα προσεγγίσει τα 5 δισ. ευρώ, με το 50% αυτής να επιτυγχάνεται μόνο το 2022. Στοχεύουμε την επόμενη τριετία η αντίστοιχη καθαρή πιστωτική επέκταση να ανέλθει σε επιπλέον 3,5 δισ. Δηλαδή, συνολικά στην περίοδο 2020-2025 να έχουμε πιστωτική επέκταση της τάξης του 85% ή 15% ετησίως. Αντίστοιχη είναι σε γενικές γραμμές η τάση συνολικά για τις συστημικές τράπεζες. Οποιος επικαλείται το αντίθετο, φοβάμαι ότι απλά δεν αποτυπώνει την πραγματικότητα. Για το επόμενο διάστημα, βασική μας στρατηγική επιλογή αποτελεί η χρηματοδότηση των πέντε πυλώνων της οικονομίας που θεωρούμε ότι θα παίξουν καθοριστικό ρόλο στη μείωση του επενδυτικού κενού της χώρας και στην κάλυψη της απόστασης με τον μέσο όρο της Ε.Ε.

Η εκτίμησή μας είναι ότι οι τομείς αυτοί θα προσελκύσουν επενδύσεις 32 δισ. ευρώ τα επόμενα 3 χρόνια και οι τράπεζες, σε συνδυασμό με το ΤΑΑ, θα προβούν σε χρηματοδοτήσεις ύψους 24 δισ. ευρώ, που αφορούν τους τομείς των υποδομών και real estate (5,5 δισ.), τουρισμού και οικιστικές αναπλάσεις (4,5 δισ.), ενέργεια – απολιγνιτοποίηση (7 δισ.), τηλεπικοινωνίες – ψηφιακός μετασχηματισμός (3 δισ.), βιομηχανία – αναβάθμιση παραγωγικού ιστού (4 δισ.). Τα μεγέθη αυτά είναι σίγουρα εντυπωσιακά και θα αλλάξουν τη μορφή της χώρας, καθώς θεωρούμε ότι οι τομείς αυτοί έχουν υψηλό πολλαπλασιαστή και θα πυροδοτήσουν και άλλες επενδύσεις στη συνέχεια. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι αποκλείουμε άλλους τομείς που επίσης συνεισφέρουν στο οικονομικό παζλ της χώρας. Ενδεικτικά αναφέρω τη ναυτιλία, που η έντονη δραστηριότητά μας, μας ανέδειξε για το 2021 ως την ελληνική τράπεζα με το μεγαλύτερο χαρτοφυλάκιο ναυτιλιακών χρηματοδοτήσεων.

Οι προϋποθέσεις για επενδυτική βαθμίδα  

– Η κυβέρνηση έχει θέσει ως στόχο την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας εντός του 2023. Θεωρείτε ότι είναι εφικτός αυτός ο στόχος και ποιες είναι οι προϋποθέσεις για να επιτευχθεί;

– Και αυτός ο στόχος είναι απόλυτα εφικτός, αλλά ιδιαίτερα απαιτητικός. Οι βασικότερες προϋποθέσεις είναι η δημοσιονομική σταθερότητα, με πρώτο βήμα την επιστροφή σε πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα το 2023, όπως προβλέπει ο προϋπολογισμός, και η επιμονή στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που τονώνουν την ανάπτυξη, με πρώτες προτεραιότητες την επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης, την ψηφιοποίηση της δημόσιας διοίκησης και τη γενικότερη ενίσχυση του βαθμού συμμόρφωσης προς τους νόμους. 

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή