Το πλαφόν στο ρωσικό πετρέλαιο πλήττει τα έσοδα της Μόσχας

Το πλαφόν στο ρωσικό πετρέλαιο πλήττει τα έσοδα της Μόσχας

Με εμπάργκο στις εξαγωγές «μαύρου χρυσού» απαντάει ο Πούτιν

3' 51" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Καθώς το πλαφόν των 60 δολ. το βαρέλι που συμφώνησαν οι χώρες του G7 στις αρχές Δεκεμβρίου αρχίζει πλέον να πλήττει τα πετρελαϊκά έσοδα της Ρωσίας, η Μόσχα αντεπιτίθεται επιβάλλοντας εμπάργκο στις εξαγωγές πετρελαίου κατά όσων χωρών συμμετέχουν στην επίμαχη συμφωνία. Την ίδια στιγμή η ενεργειακή κρίση εξωθεί όλο και περισσότερες χώρες στην πυρηνική ενέργεια και ανάμεσά τους χώρες του πρώην σοβιετικού μπλοκ, που επιλέγουν να υπερβούν το τραύμα του Τσερνόμπιλ προκειμένου να απεξαρτηθούν ενεργειακά από τη Μόσχα.

Μιλώντας σε δημοσιογράφους ο Ρώσος υπουργός Οικονομίας, Αντον Σιλουάνοφ, ανέφερε πως το πλαφόν στις τιμές του ρωσικού πετρελαίου μειώνει τα έσοδα της Ρωσίας από τις εξαγωγές μαύρου χρυσού και πιθανώς θα διογκώσει περαιτέρω το δημοσιονομικό έλλειμμα της χώρας πάνω από την πρόβλεψη του 2% για το επόμενο έτος. Σύμφωνα, πάντως, με αξιωματούχους της ρωσικής κυβέρνησης, η Μόσχα θα μπορέσει να καλύψει το έλλειμμα εκδίδοντας ομόλογα ή καταφεύγοντας στα κεφάλαια που έχει συγκεντρώσει επί χρόνια από τα δυσθεώρητα έσοδα των εξαγωγών υδρογονανθράκων. Είχε προηγηθεί, άλλωστε, δήλωση του αντιπροέδρου της κυβέρνησης, Αλεξάντερ Νόβακ, στο ρωσικό πρακτορείο RIA ότι το πλαφόν στις τιμές του πετρελαίου ίσως αναγκάσει το Κρεμλίνο να μειώσει την παραγωγή μαύρου χρυσού από 5% έως 7% το επόμενο έτος.

Οπως σχολιάζουν πολιτικοί και οικονομικοί αναλυτές που μίλησαν σχετικά στη βρετανική εφημερίδα The Guardian, το πλαφόν στις τιμές του ρωσικού πετρελαίου είναι μια πρωτοφανής κίνηση από πλευράς των δυτικών οικονομιών, όμοια της οποίας δεν υπήρξε ποτέ ούτε στη διάρκεια των πιο σκοτεινών χρόνων του Ψυχρού Πολέμου. Μιλώντας στο αμερικανικό δίκτυο CNBC, ο Νίκολας Φαρ, οικονομολόγος της Capital Economics επί θεμάτων αναδυόμενων ευρωπαϊκών οικονομιών, τόνισε πως «είναι πολύ νωρίς για να εκτιμηθεί πλήρως ο αντίκτυπος που θα έχει στις εξαγωγές ρωσικού πετρελαίου το πλαφόν». Προσέθεσε, πάντως, πως υπάρχουν «οι πρώτες ενδείξεις ότι πλήττεται η ρωσική οικονομία».

Η προ πολλού αναμενόμενη αντίδραση του Κρεμλίνου ήρθε με προεδρικό διάταγμα του Βλαντιμίρ Πούτιν που απαγορεύει τις πωλήσεις ρωσικού πετρελαίου και πετρελαιοειδών σε όσες χώρες συμμετέχουν στη συμφωνία για το πλαφόν των 60 δολ. το βαρέλι. Η απαγόρευση τίθεται επισήμως σε ισχύ από την 1η Φεβρουαρίου και προς το παρόν προβλέπεται να διαρκέσει επί πέντε μήνες, σύμφωνα με σχετική ανακοίνωση της ρωσικής κυβέρνησης που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα του Κρεμλίνου. Στο εν λόγω διάταγμα υπάρχει, πάντως, η διευκρίνιση πως ο Ρώσος πρόεδρος «μπορεί να δώσει ειδική άδεια» για την πώληση πετρελαίου και πετρελαιοειδών σε ειδικές περιστάσεις, ακόμη και εντός του πλαισίου του πλαφόν. Οπως σχολιάζει σχετικό ρεπορτάζ των Financial Times, η συγκεκριμένη πρόβλεψη αφήνει ανοικτό το ενδεχόμενο να συνεχίσει η Ρωσία τις πωλήσεις αργού σε παραγωγούς μεγάλων ασιατικών αγορών, όπως η Κίνα και η Ινδία.

Η ενεργειακή κρίση εξωθεί όλο και περισσότερες χώρες της Ευρώπης στην πυρηνική ενέργεια.

Υπό την πίεση της ενεργειακής κρίσης, που όλα δείχνουν ότι θα συνεχιστεί για καιρό, όλο και περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες εγκαταλείπουν τις αναστολές και τις ανησυχίες τους και στρέφονται στην πυρηνική ενέργεια ως την οδό που θα τους προσφέρει ενεργειακή αυτάρκεια. Η Γερμανία και το Βέλγιο έχουν παρατείνει τη λειτουργία πυρηνικών αντιδραστήρων τους, η Βρετανία αρχίζει την κατασκευή οκτώ πυρηνικών αντιδραστήρων μέχρι το 2030 και τώρα στην πυρηνική ενέργεια στρέφονται χώρες του πρώην σοβιετικού μπλοκ υπερβαίνοντας το τραύμα του Τσερνόμπιλ.

Τελευταία στη σειρά έρχεται η Πολωνία που πλήττεται από τον υψηλότερο πληθωρισμό των τελευταίων 25 ετών εξαιτίας του ιλιγγιώδους κόστους της ενέργειας. Επειτα από επανειλημμένες απόπειρες να αναπτύξει μόνη της πυρηνική ενέργεια, η Βαρσοβία κατέφυγε στη στήριξη ξένων επιχειρήσεων με τις οποίες θα αναπτύξει δύο ανεξάρτητες μονάδες ατομικής ενέργειας. Η μία θα είναι σε συνεργασία με την αμερικανική εταιρεία Westinghouse και η δεύτερη με τη νοτιοκορεατική KHNP. Η Βαρσοβία είχε πυρηνικές φιλοδοξίες από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν ανήκε ακόμη στη σφαίρα επιρροής της τότε Σοβιετικής Ενωσης. Αρχισε μάλιστα να αναπτύσσει πυρηνική μονάδα το 1982, αλλά οι σχετικές εργασίες διακόπηκαν εξαιτίας ελλείμματος χρηματοδότησης αλλά και επειδή λίγα χρόνια αργότερα, το 1986, μεσολάβησε το ατύχημα στο πυρηνικό εργοστάσιο του Τσερνόμπιλ προκαλώντας εντονότατες αντιδράσεις από την κοινή γνώμη.

Οι κινήσεις της Πολωνίας έπονται αντίστοιχων πρωτοβουλιών που έχουν λάβει άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Στη Σλοβακία λειτουργεί ήδη ένας πυρηνικός αντιδραστήρας και τώρα βρίσκονται στο τελικό στάδιο ακόμη δύο μονάδες, και στην Ουγγαρία τον Αύγουστο η κυβέρνηση έδωσε παραγγελία για δύο αντιδραστήρες στη ρωσική Rosatom. Σε ό,τι αφορά τη Rosatom ανακοίνωσε προ ημερών ότι υπολογίζει πως στη διάρκεια του έτους που λήγει αυξήθηκαν οι εξαγωγές της κατά 15%, με τις παραγγελίες της από το εξωτερικό να παραμένουν στα 200 δισ. δολ. Μιλώντας στη ρωσική εφημερίδα Izvestia ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, Αλεξέι Λικάτσεφ, τόνισε πως αυτή η αύξηση εξαγωγών της Rosatom αφορά ορισμένα προϋπάρχοντα συμβόλαια, παροχή καυσίμων, προϊόντα εμπλουτισμού ουρανίου, υπηρεσίες μετατροπής εγκαταστάσεων αλλά και την κατασκευή 23 σταθμών πυρηνικής ενέργειας σε 12 χώρες.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή