Επικεφαλής του SSM στην «Κ»: Οι προϋποθέσεις για διανομή μερίσματος από τις τράπεζες

Επικεφαλής του SSM στην «Κ»: Οι προϋποθέσεις για διανομή μερίσματος από τις τράπεζες

Σε κεφαλαιακά στρες τεστ θα υποβληθούν οι ελληνικές τράπεζες προκειμένου να πάρουν το πράσινο φως από τον εποπτικό μηχανισμό της ΕΚΤ για το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα SSM και να διανείμουν μέρισμα στους μετόχους τους

11' 1" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Σε κεφαλαιακά στρες τεστ θα υποβληθούν οι ελληνικές τράπεζες προκειμένου να πάρουν το πράσινο φως από τον εποπτικό μηχανισμό της ΕΚΤ για το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα SSM και να διανείμουν μέρισμα στους μετόχους τους.

Αυτό επισημαίνει στη συνέντευξή του στην «Κ» ο επικεφαλής του εποπτικού συμβουλίου του SSM Αντρέα Ενρία, εξηγώντας ότι η άσκηση για το μέρισμα θα βασίζεται κυρίως στις προβλέψεις των ίδιων των τραπεζών για την προσεχή τριετία και προβλέπεται να είναι λίγο πιο «ελαφριά» από τις παραδοχές των τυπικών στρες τεστ που διεξάγουν οι εποπτικές αρχές. Ο κ. Ενρία αναγνωρίζει τη σημαντική πρόοδο που έχουν πραγματοποιήσει οι ελληνικές τράπεζες στην εξυγίανση των ισολογισμών τους και παρά το γεγονός ότι η άνοδος των επιτοκίων ευνοεί την κερδοφορία τους, καλεί τις τράπεζες να δημιουργήσουν περισσότερα κεφαλαιακά αποθέματα στο μέλλον.

– Πώς θα περιγράφατε σήμερα την εικόνα του τραπεζικού τομέα, μετά τις διαδοχικές κρίσεις των τελευταίων ετών;

– Ο τραπεζικός τομέας βρίσκεται σε πολύ πιο ισχυρή θέση από ό,τι στο παρελθόν, παρά την πανδημία, τον πόλεμο, το ενεργειακό σοκ και την αστάθεια στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Η κεφαλαιακή θέση των τραπεζών είναι πολύ ισχυρή. Η εξυγίανση των ισολογισμών των τραπεζών όσον αφορά τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια συνεχίστηκε, οπότε ο δείκτης συνέχισε να μειώνεται και η κερδοφορία με βάση ό,τι έχουμε δει μέχρι τώρα άγγιξε επίπεδα ρεκόρ το 2022. Επομένως, ήταν μια πολύ θετική χρονιά για τις τράπεζες. Επίσης τα επιτόκια έχουν παίξει έναν σημαντικό ρόλο από άποψη κερδοφορίας. Αυτά τα γενικά μηνύματα ισχύουν και για τις ελληνικές τράπεζες, οι οποίες πρέπει να επαινεθούν για την πρόοδο που έχουν σημειώσει στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, στην ενίσχυση των ισολογισμών τους, στη μείωση του κόστους και στο να γίνουν πιο αποτελεσματικές. Φυσικά υπάρχουν διαφορές μεταξύ των τραπεζών και υπάρχει ακόμη κάποια απόσταση που θα πρέπει να διανύσουν σε σχέση με κάποιες από τις ομότιμες στις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αλλά οι προσπάθειες που έγιναν ήταν τεράστιες και η πρόοδος ήταν πολύ θετική.

– Δύο από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες στην Ελλάδα έχουν ανακοινώσει την πρόθεσή τους να προχωρήσουν στη διανομή μερίσματος. Από ποιους παράγοντες θα εξαρτηθεί και ποια είναι τα δεδομένα που θα εξετάσετε για να λάβετε τις αποφάσεις σας;

– Η προοπτική διανομής μερίσματος εντάσσεται στο πλαίσιο της ομαλοποίησης της αγοράς και η αντιμετώπιση που θα έχουν οι ελληνικές τράπεζες είναι η ίδια με αυτή που έχουμε για κάθε τράπεζα υπό την εποπτεία μας. Η προσέγγισή μας αφορά το μέλλον. Ζητήσαμε λοιπόν από τις τράπεζες να μας δώσουν τις κεφαλαιακές τους προβλέψεις και προβολές, σύμφωνα με ένα βασικό σενάριο σε ό,τι αφορά τα επιτόκια για τα επόμενα τρία χρόνια, και ένα δυσμενές σενάριο. Εφόσον κάτω από το δυσμενές σενάριο, το οποίο είναι αρκετά συντηρητικό, οι τράπεζες μπορούν να παραμείνουν πάνω από τα εποπτικά όρια, τις κεφαλαιακές απαιτήσεις και τα αποθέματα ασφαλείας που έχουμε θέσει, δεν θα αντιταχθούμε στη διανομή μερίσματος.

Φυσικά, το καθήκον των εποπτικών μας ομάδων είναι να βεβαιωθούν ότι τα συντηρητικά σενάρια λαμβάνουν σοβαρά υπόψη όλους τους πιθανούς κινδύνους, είτε αυτοί προέρχονται από το ενδεχόμενο ύφεσης –που είναι λιγότερο πιθανή, αλλά υπαρκτός ως κίνδυνος στη ζώνη του ευρώ– είτε από την ταχύτερη από την αναμενόμενη ή και υψηλότερη από την αναμενόμενη αύξηση των επιτοκίων, που θα μπορούσε να είναι καλή για ορισμένες τράπεζες, αλλά θα μπορούσε επίσης να θέσει σε κίνδυνο τη συνέπεια πληρωμής ορισμένων πελατών. Η διανομή μερίσματος είναι για εμάς θέμα κεφαλαίων, γιατί πρόκειται για κεφάλαια που βγαίνουν από τον ισολογισμό της τράπεζας. Αρα, πρέπει να είμαστε βέβαιοι και να μη μετανιώσουμε ότι ακόμη και μετά την αφαίρεση κεφαλαίων προς τους μετόχους, οι τράπεζες θα παραμείνουν σε ασφαλή τροχιά.

Ζητήσαμε από τις τράπεζες να μας δώσουν τις κεφαλαιακές τους προβλέψεις, σύμφωνα με ένα βασικό σενάριο σε ό,τι αφορά τα επιτόκια για τα επόμενα τρία χρόνια και ένα δυσμενές σενάριο.

– Η άσκηση αυτή θα έχει τα χαρακτηριστικά του στρες τεστ;

– Οχι, πρόκειται για κάτι διαφορετικό. Το τακτικό τεστ αντοχής που γίνεται κάθε δύο χρόνια με την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, είναι περισσότερο ένα είδος τεστ ανθεκτικότητας με βάση ένα πολύ «σκληρό» σενάριο πάνω σε ένα στατικό ισολογισμό. Αρα έχει τον χαρακτήρα ενός σοκ για τις τράπεζες, οι οποίες δεν μπορούν να αλλάξουν τη σύνθεση του ισολογισμού τους και με αυτή την έννοια είναι πολύ πιο αυστηρό από πλευράς απαιτήσεων. Η άσκηση για το μέρισμα θα βασίζεται κυρίως στις προβλέψεις των ίδιων των τραπεζών και παρά το γεγονός ότι από εποπτικής σκοπιάς αποτελεί μια πρόκληση, είναι λίγο πιο «ελαφριά», γιατί βασιζόμαστε στις υποθέσεις και τις εκτιμήσεις των ίδιων των τραπεζών.

– Με δεδομένο ότι ένα σημαντικό μέρος της κερδοφορίας των ελληνικών τραπεζών βασίστηκε μέχρι πρόσφατα σε έκτακτα χρηματοοικονομικά κέρδη, πιστεύετε ότι το αίτημα μπορεί να τεκμηριωθεί;

– Η προοπτική μας είναι πολύ προοδευτική. Δεν βασίζεται στην κερδοφορία μιας χρονιάς. Εάν πρόκειται για εφάπαξ κέρδη που έχουν δημιουργηθεί σε μια χρονιά, αλλά η τράπεζα δεν είναι σε θέση να παράγει την ίδια κερδοφορία τα επόμενα χρόνια, αυτό θα φανεί στις προβολές για το μέλλον και στον βαθμό που μια τράπεζα δεν είναι σε θέση να δημιουργεί κεφάλαια, θα είναι πιο αδύναμη στο μέλλον. Για εμάς, αυτό που πρέπει να δούμε είναι εάν η τράπεζα είναι σε θέση να είναι επαρκώς κερδοφόρα, ώστε να δημιουργεί επαρκείς πόρους τα επόμενα χρόνια, να ανταμείβει τους μετόχους της και να διατηρεί παράλληλα τα κεφάλαιά της σε ασφαλή πορεία.

– Παρά το γεγονός ότι οι ελληνικές τράπεζες είναι επαρκώς κεφαλαιοποιημένες, οι κεφαλαιακοί τους δείκτες υπολείπονται από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Πιστεύετε ότι πρέπει να συνεχίσουν την προσπάθεια κεφαλαιακής ενίσχυσης;

– Κατ’ αρχάς, πρέπει να πω ότι, πράγματι, η αύξηση των επιτοκίων, η έξοδος από ένα αρνητικό επιτοκιακό περιβάλλον, είναι γενικά θετικό για τα κέρδη των τραπεζών, αλλά αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα είναι ότι αν υπερβείς ένα όριο στα επιτόκια αρχίζεις να βλέπεις νικητές και χαμένους. Επομένως, είναι σαφές ότι, εάν μια τράπεζα εκτίθεται σε πελάτες που είναι πολύ ευαίσθητοι στα επιτόκια, όπως είναι τα εμπορικά ή τα οικιστικά ακίνητα, για παράδειγμα, μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπη με την υποβάθμιση της ποιότητας των περιουσιακών της στοιχείων, καθώς τα επιτόκια ανεβαίνουν. Τα καταναλωτικά δάνεια, επίσης, είναι ένα άλλο τμήμα που είναι πολύ ευαίσθητο στην άνοδο των επιτοκίων. Αρα, η αύξηση των επιτοκίων δεν είναι για όλους θετική. Από πλευράς κεφαλαίου οι τράπεζες στην Ελλάδα γενικά έχουν σχετικά χαμηλότερα διαχειριστικά αποθέματα ασφαλείας, αλλά πάνω από τις απαιτήσεις των εποπτικών αρχών. Αυτό είναι για καλό σκοπό, σε κάποιον βαθμό. Ωστόσο, αναμένουμε ότι με την αποκατάσταση της κερδοφορίας θα πρέπει να αποδείξουν ότι είναι σε θέση να δημιουργήσουν περισσότερα ανθεκτικά αποθέματα στο μέλλον.

Θα υπάρξει μια ελαφρά αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων

– Ανησυχείτε για το ενδεχόμενο δημιουργίας νέων κόκκινων δανείων; Υπάρχουν ενδείξεις επιδείνωσης του χαρτοφυλακίου των τραπεζών; 

– Μέχρι στιγμής, οι δείκτες ποιότητας του ενεργητικού εξακολουθούν να είναι αρκετά θετικοί. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια και ο αντίστοιχος δείκτης συνέχισαν να μειώνονται καθ’ όλη τη διάρκεια του 2022. Αν κοιτάξουμε τους παράγοντες που οδηγούν σε αυτήν την πτώση, ο πιο σημαντικός ήταν οι πωλήσεις μη εξυπηρετούμενων δανείων και οι τιτλοποιήσεις μέσω του προγράμματος «Ηρακλής». Αν δούμε τις εισροές και τις εκροές των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η εικόνα είναι πιο ισορροπημένη και υπάρχει περισσότερη σταθερότητα. Εντούτοις αρχίζουμε να βλέπουμε μια μικρή αύξηση αυτού που ονομάζουμε δεύτερο στάδιο, δηλαδή δάνεια που δείχνουν σημάδια επιδείνωσης. Δεν είναι ακόμη μη εξυπηρετούμενα, αλλά έχουν ενδείξεις επιδείνωσης. Εχουμε φτάσει στο υψηλότερο επίπεδο από την έναρξη της τραπεζικής ένωσης και το ποσοστό τους πλησιάζει στο 10%.
 
– Και πάλι το ποσοστό είναι υψηλό.

– Παρά το γεγονός ότι το ποσοστό αυτό είναι λίγο υψηλό, δεν πρόκειται για τεράστια αύξηση. Ετσι, προς το παρόν και εφόσον προσβλέπουμε στο βασικό σενάριο μιας σύντομης και ρηχής ύφεσης και αύξησης των επιτοκίων, λόγω και της εξομάλυνσης της νομισματικής πολιτικής, θα υπάρξει ελαφρά αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, αλλά πιθανότατα αυτή θα αντισταθμιστεί από την αύξηση των εσόδων και των περιθωρίων. Αρα αυτό είναι θετικό για τις ευρωπαϊκές τράπεζες. Φυσικά, όπως είπα και πριν, αυτός είναι ένας μέσος όρος. Κάτω από αυτόν τον μέσο όρο θα υπάρχουν νικητές και ηττημένοι, επομένως θα υπάρχουν κάποιες τράπεζες που θα τα πάνε πολύ καλύτερα, και κάποιες τράπεζες που θα δυσκολευτούν, και οι εποπτικές αρχές είναι εδώ για να νοιάζονται για τις τράπεζες μεμονωμένα και όχι για τους μέσους όρους. Αυτό θα είναι λοιπόν το κύριο σημείο προσοχής για εμάς. Το άλλο σημείο είναι, φυσικά, ότι ο πόλεμος, η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, δημιούργησε ένα ενεργειακό σοκ, που με τη σειρά του έχει δημιουργήσει άλλα στοιχεία πιθανών εντάσεων, καθώς ορισμένοι μεταποιητικοί κλάδοι αντιμετωπίζουν επίσης σημαντική αύξηση του ενεργειακού κόστους, και αυτό σημαίνει ότι μπορούν να δυσκολευθούν να πληρώσουν τα δάνειά τους. Αυτοί λοιπόν είναι οι τομείς στους οποίους εστιάζουμε την προσοχή μας.
 
– Οι ελληνικές τράπεζες έχουν δεχθεί την κυβερνητική κριτική για το ύψος των προμηθειών που χρεώνουν σε μια σειρά υπηρεσίες, όπως οι άμεσες πληρωμές. Πιστεύετε ότι είναι βάσιμη η κριτική;

– Δεν μπορώ να σχολιάσω, γιατί δεν γνωρίζω αρκετά την όλη διαδικασία. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι από εποπτική σκοπιά, ως αρχή, πιστεύουμε ότι εναπόκειται στις τράπεζες να καθορίσουν τις αμοιβές και τις προμήθειες και την ποιότητα των υπηρεσιών τους και στη συνέχεια εναπόκειται στον πελάτη να αποφασίσει εάν είναι ικανοποιημένος ή όχι με αυτού του είδους τις υπηρεσίες. Στον τομέα των πληρωμών, έχω παρατηρήσει ότι στον ευρωπαϊκό χώρο υπάρχει μια ισχυρή τάση για άνοιγμα ανταγωνισμού και από τρίτους παρόχους, από μη τραπεζικούς παρόχους για υπηρεσίες πληρωμών, οι οποίοι μπορούν να έχουν απευθείας πρόσβαση στους λογαριασμούς των πελατών στις τράπεζες και να εκτελούν πληρωμές, εφαρμόζοντας χαμηλότερες προμήθειες ορισμένες φορές. Επίσης, εάν οι πελάτες δεν είναι ικανοποιημένοι, θα πρέπει να έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες από άλλους παρόχους. Πιστεύω λοιπόν ότι η οδός για την αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων, εάν υπάρχουν προβλήματα, είναι σίγουρα ένας ισχυρός ανταγωνισμός στην αγορά.
 
– Με δεδομένο ότι τα έσοδα από προμήθειες αντιπροσωπεύουν χαμηλό ποσοστό των εσόδων τους σε σύγκριση με τις άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες, πιστεύετε ότι υπάρχει περιθώριο για την ενίσχυση αυτής της πηγής κερδοφορίας;

– Το πρότυπο μιας ασφαλούς και υγιούς τράπεζας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είναι μια τράπεζα που, υπό διαφορετικές συνθήκες του οικονομικού κύκλου ή χρηματοπιστωτικές συνθήκες, είναι σε θέση να παράγει μια σταθερή ροή των εσόδων και των κερδών. Αυτό σημαίνει επίσης ότι πρέπει να έχουν κάποια διαφοροποίηση των πηγών κερδών. Επομένως, είναι καλό να έχουμε παραδοσιακά κέρδη από τη λήψη καταθέσεων και τον δανεισμό, τις παραδοσιακές τραπεζικές εργασίες, αλλά είναι επίσης καλό να έχουμε κάποια κέρδη από υπηρεσίες που παρέχονται στους πελάτες μέσω προμηθειών. Εχοντας και τα δύο αυτά σκέλη αρκετά ισχυρά, οι τράπεζες μπορούν να συνεχίσουν να έχουν καλή ροή κερδών ακόμη και όταν ένα από τα δύο σκέλη διαταράσσεται λόγω κυκλικών συνθηκών ή εξελίξεων στην αγορά.
 
– Πώς βλέπετε τον ανταγωνισμό από τρίτους παρόχους; Είναι απειλή για το τραπεζικό σύστημα και ποια είναι τα χαρακτηριστικά για ένα αποτελεσματικό επιχειρηματικό μοντέλο δεδομένης της τάσης ψηφιοποίησης;

– Γενικότερα, διαπιστώνουμε μια διαδικασία μέσω της οποίας διαφορετικοί τύποι παικτών έχουν αρχίσει να «επιτίθενται» σε διαφορετικά μέρη της αλυσίδας υπηρεσιών των τραπεζών. Μεταξύ αυτών είναι οι τομείς των πληρωμών, της χρηματοδότησης μέσω καταναλωτικών δανείων, του συναλλάγματος και διαπιστώνουμε ότι μεγάλοι παίκτες, όπως η Amazon και η Google, έχουν αρχίσει να προσφέρουν στις χρηματοοικονομικές υπηρεσίες μέσω των πλατφορμών τους. Αυτό έχει θεωρηθεί πρόκληση για τις τράπεζες, οι οποίες στο πρώτο στάδιο ήταν αρκετά αμυντικές, λέγοντας ότι «πρέπει να απωθήσουμε αυτές τις οντότητες που δεν υπόκεινται σε ρύθμιση, καθώς δεν υπάρχουν ίσοι όροι ανταγωνισμού». Νομίζω όμως ότι η πανδημία άλλαξε την αφήγηση. Πλέον, οι ίδιες οι τράπεζες κατάλαβαν ότι έπρεπε να επενδύσουν σε μια ατζέντα ψηφιοποίησης, σε έναν ψηφιακό μετασχηματισμό και να είναι σε θέση να προσφέρουν καλύτερες υπηρεσίες στους πελάτες τους, και να τις χρησιμοποιούν ως τρόπο για να κρατήσουν τους πελάτες συνδεδεμένους μαζί τους και να μειώσουν τα έξοδά τους. Οι τράπεζες που το έχουν κάνει αυτό, επενδύοντας σημαντικά ποσά σε ψηφιακές τεχνολογίες, είναι οι τράπεζες που τώρα τα πάνε πολύ καλά στην αγορά.

Επενδυτές με όραμα

– Η κυβέρνηση έχει ανοίξει τη διαδικασία αποεπένδυσης από τις τράπεζες στις οποίες έχει συμμετοχή. Ποιος θα είναι ο ρόλος σας σε αυτή τη διαδικασία;

– Εφόσον το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας ξεκινήσει τη διαδικασία αποεπένδυσης, όπως έχουν ανακοινώσει ότι θα κάνουν τα επόμενα χρόνια, το κύριο μέλημα για εμάς είναι ποιος θα αγοράσει αυτά τα μερίδια. Αυτό που είναι σημαντικό είναι να έχουμε ισχυρούς μετόχους. Φυσικά, εάν πρόκειται για ποσοστά πάνω από ορισμένα όρια, θα αξιολογήσουμε την ποιότητα των μετόχων και στη συνέχεια για εμάς αυτό που είναι σημαντικό είναι να έχετε επενδυτές που φέρνουν ένα ισχυρό επιχειρηματικό όραμα για τις τράπεζες και διασφαλίζουν την ανάπτυξη και την ασφάλεια των τραπεζών στο μέλλον.
 
– Πιστεύετε ότι οι ελληνικές τράπεζες είναι σε θέση να προσελκύσουν υψηλού επιπέδου επενδυτές με βάση τα κριτήρια καταλληλότητας;

– Νομίζω ότι η πρόοδος που έχει σημειωθεί πρόσφατα έχει ανοίξει τον δρόμο για επενδυτές τόσο σε τοπικό ή διεθνές επίπεδο για να εξετάσουν τέτοιου είδους επενδύσεις. Αυτό που είναι σημαντικό είναι ότι οι τράπεζες έχουν γίνει ξανά ελκυστικές και αυτό είναι μέρος της διαδικασίας ομαλοποίησης. Οντας ελκυστικές στις αγορές κεφαλαίου, μπορούν να γίνουν επίσης πιο ελκυστικές σε άλλες αγορές χρηματοδότησης, καθώς όπως και οι άλλες τράπεζες, έτσι και οι ελληνικές στο πλαίσιο της εξομάλυνσης της νομισματικής πολιτικής θα πρέπει να χρηματοδοτηθούν πολύ περισσότερο από την αγορά για να επιτύχουν τους στόχους για τις ελάχιστες απαιτούμενες επιλέξιμες υποχρεώσεις. Επομένως, είναι ένα σημαντικό στοιχείο για την πρόσβαση σε αυτές τις αγορές και στη χρηματοδότηση με λογικούς όρους.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή