Αρθρο των Α. Πεφτίνα και Θ. Παναγιωτίδη στην «Κ»: Καθυστέρηση στη Δικαιοσύνη και oικονομική ανάπτυξη

Αρθρο των Α. Πεφτίνα και Θ. Παναγιωτίδη στην «Κ»: Καθυστέρηση στη Δικαιοσύνη και oικονομική ανάπτυξη

Η απονομή της δικαιοσύνης δεν αρκεί να είναι ορθή· πρέπει να είναι και ταχεία

5' 48" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Η απονομή της δικαιοσύνης δεν αρκεί να είναι ορθή· πρέπει να είναι και ταχεία. Η καθυστέρηση στην περάτωση των δικαστικών υποθέσεων οδηγεί σε μια σειρά από παθογένειες: αβεβαιότητα στο καθεστώς των δικαιωμάτων, διαιώνιση έκνομων καταστάσεων, ενθάρρυνση παραβίασης νομικών υποχρεώσεων εν απουσία άμεσων συνεπειών, ακόμη και εν τοις πράγμασι αρνησιδικία. Σε αυτό το άρθρο εξετάζουμε τη σχέση μεταξύ της καθυστέρησης στη δικαιοσύνη και της οικονομικής ανάπτυξης. Αντλούμε τα στοιχεία από το EU Justice Scoreboard της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και καλύπτουν τα έτη 2012, 2016, 2017 και 2018.

Για την εξέταση της καθυστέρησης στην απονομή της δικαιοσύνης εφαρμόζουμε την έννοια της δικαστικής αποτελεσματικότητας (judicial effectiveness). Με αυτή δηλώνουμε τη δυνατότητα του δικαστικού συστήματος μιας χώρας να ανταποκρίνεται εγκαίρως στα αιτήματα δικαστικής προστασίας. Η έννοια διαφοροποιείται από αυτήν της δικαστικής αποδοτικότητας (judicial efficiency), που δηλώνει τη βέλτιστη διαχείριση των πόρων για την επίτευξη του καλύτερου δυνατού αποτελέσματος. Ετσι, ένα αποτελεσματικό δικαστικό σύστημα δεν είναι απαραίτητα και αποδοτικό, καθώς μπορεί να επιτυγχάνει την περάτωση των δικαστικών υποθέσεων σε σύντομο χρονικό διάστημα (αποτελεσματικό), αλλά δαπανώντας υψηλούς οικονομικούς πόρους (μη αποδοτικό). Τέλος, τη δικαστική αποτελεσματικότητα την υπολογίζουμε με βάση τον χρόνο διευθέτησης (disposition time) των δικαστικών υποθέσεων κατά μέσον όρο.

Τα δεδομένα χρόνου διευθέτησης πολιτικών διαφορών σε πρώτο βαθμό αναδεικνύουν την Ελλάδα ως τη βραδύτερη χώρα στη δικαστική διευθέτηση διαφορών, μεταξύ 450 και 600 ημερών, ακολουθούμενη από την Ιταλία και τη Γαλλία. Η Γερμανία εμφανίζει χρόνο διευθέτησης της τάξης των 200 ημερών, ακολουθούμενη από τη Δανία και τη Σουηδία. Η Αυστρία και οι Κάτω Χώρες εμφανίζουν τον μικρότερο εκτιμώμενο χρόνο διευθέτησης, ίσο ή μικρότερο των 100 ημερών. Η κατάταξη δεν μεταβάλλεται ιδιαίτερα όταν προσθέτουμε και τα δεδομένα των υπόλοιπων βαθμών δικαιοδοσίας, όμως η διοικητική δικαιοσύνη εμφανίζει πολύ μεγαλύτερους χρόνους διευθέτησης. Αν και χώρες όπως η Σουηδία διατηρούν τα επίπεδα σε κάτω των 200 ημερών, στις περισσότερες χώρες είναι υψηλότερα, στις δε χώρες που εμφάνιζαν υψηλό χρόνο διευθέτησης στις πολιτικές διαφορές, ο χρόνος για τις διοικητικές εκτινάσσεται. Ετσι, η Ελλάδα παρουσίαζε για το έτος 2012 το υψηλότατο χρονικό διάστημα των περίπου 1.500 ημερών, το οποίο σταδιακά μειώθηκε στις περίπου 550 ημέρες μέχρι το 2018. Υψηλούς χρόνους διευθέτησης παρουσιάζουν επίσης η Ιταλία και η Πορτογαλία.

Ενας από τους παράγοντες στους οποίους συχνά αποδίδεται η καθυστέρηση στη δικαιοσύνη είναι η «δικομανία» που οδηγεί σε υπέρμετρο αριθμό αιτήσεων δικαστικής προστασίας. Παρ’ όλα αυτά, η Ελλάδα κατατάσσεται κοντά στον μέσο όρο των ευρωπαϊκών χωρών, με αναλογία περίπου 2 υποθέσεις ανά 100 κατοίκους (έτη 2016-2018) (υψηλότερο του ΕΜΟ το Βέλγιο αλλά και η Πολωνία, ενώ οι σκανδιναβικές χώρες παρουσιάζουν τη χαμηλότερη αναλογία, κάτω της 1 υπόθεσης ανά 100 κατοίκους). Αλλη δημοφιλής συσχέτιση είναι αυτή με το πλήθος των δικαστών, καθώς αυξημένος αριθμός δικαστών αναμένεται να οδηγεί σε υψηλή δικαστική αποτελεσματικότητα. Εντούτοις, τα δεδομένα δεν υποστηρίζουν κανένα τέτοιο συμπέρασμα, μάλιστα σε ορισμένες περιπτώσεις δείχνουν το αντίθετο. Η Δανία, η Σουηδία και οι Κάτω Χώρες είναι ανάμεσα στις χώρες με τη μικρότερη αναλογία δικαστών ανά κατοίκους, αν και συγκαταλέγονται σε αυτές με τους μικρότερους χρόνους διευθέτησης. Η Ελλάδα, μάλιστα, υπερβαίνει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (ΕΜΟ) σε δικαστές στον πρώτο βαθμό, αρκετά κοντά στη Γερμανία και την Ουγγαρία, ενώ υπερβαίνει τη Γερμανία στον συνολικό αριθμό δικαστών.

Αντιθέτως, συσχέτιση παρατηρείται μεταξύ της καθυστέρησης στη δικαιοσύνη και του αριθμού του μη δικαστικού προσωπικού των δικαστηρίων, όπως το διοικητικό και τεχνικό προσωπικό. Πολλές χώρες με υψηλό χρόνο διευθέτησης, όπως η Ιταλία, η Ελλάδα και η Γαλλία, παρουσιάζουν χαμηλό αριθμό του μη δικαστικού προσωπικού. Από την άλλη, χώρες χαμηλού χρόνου διευθέτησης όπως η Γερμανία και η Αυστρία υπερβαίνουν αρκετά τον ΕΜΟ, με εξαιρέσεις τη Δανία και τη Σουηδία (δεδομένα 2016). Τέλος, ίσως η πλέον ενδιαφέρουσα εξέταση είναι της σχέσης μεταξύ του χρόνου διευθέτησης και του κρατικού προϋπολογισμού για τη δικαιοσύνη. Τα δεδομένα δείχνουν πως μολονότι η επαρκής χρηματοδότηση είναι σημαντική για ένα αποτελεσματικό δικαστικό σύστημα, δεν απαιτείται να είναι υψηλή. Ορισμένες χώρες καταφέρνουν να κρατήσουν τις δαπάνες σε χαμηλά επίπεδα χωρίς αντίκτυπο στην ταχύτητα απονομής της δικαιοσύνης. Τούτο καταδεικνύει τη σημασία της δικαστικής αποδοτικότητας και οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο παράγοντας της χρηματοδότησης γίνεται λιγότερο σημαντικός όσο οι λοιποί (οργανωτικοί και λειτουργικοί) παράγοντες δεν υστερούν. Σε αντίθετη περίπτωση, η χαμηλή χρηματοδότηση συμπαρασύρει και τις λοιπές παραμέτρους στην επιδείνωση του χρόνου διευθέτησης (Ελλάδα και η Ιταλία βρίσκονται κάτω του ΕΜΟ).

Τα δεδομένα χρόνου διευθέτησης πολιτικών διαφορών σε πρώτο βαθμό αναδεικνύουν την Ελλάδα ως τη βραδύτερη χώρα στην Ευρώπη στη δικαστική διευθέτηση διαφορών.  

Με τις ως άνω διαπιστώσεις περνούμε στην εξέταση της σχέσης μεταξύ του χρόνου διευθέτησης και της ανάπτυξης. Με τον όρο ανάπτυξη εννοούμε το παραγόμενο προϊόν (ΑΕΠ) αλλά και τα επίπεδα στη μόρφωση, στην υγεία, στο περιβάλλον και στη στέγαση αλλά και στο προσδόκιμο ζωής. Συγκρίνοντας τα δεδομένα χρόνου διευθέτησης με τους δείκτες Human Development Index (HDI) ανά χώρα (που αξιοποιεί παραμέτρους όπως τα επίπεδα μόρφωσης, προσδόκιμου ζωής και εισοδήματος) παρατηρούμε ότι οι περισσότερες χώρες με υψηλό δείκτη HDI παρουσιάζουν συντομότερο χρόνο διευθέτησης, όπως η Δανία, η Σουηδία και η Γερμανία, χωρίς πάντως να φαίνεται να ισχύει και το αντίστροφο. Η συσχέτιση είναι περισσότερο ξεκάθαρη όταν συγκρίνουμε τη δικαστική αποτελεσματικότητα με τα ΑΕΠ των χωρών: πολλές χώρες με χαμηλό χρόνο διευθέτησης συνοδεύονται από υψηλό ΑΕΠ (Δανία, Σουηδία, Γερμανία). Και πάλι όμως το αντίστροφο δεν ισχύει αναγκαία: η Ιταλία, η Ελλάδα και η Γαλλία είναι χώρες με υψηλότερο ΑΕΠ, αλλά βραδύτερη δικαιοσύνη από την Ουγγαρία και τη Ρουμανία. Αντίστοιχη συσχέτιση βρίσκουμε και με τα επίπεδα ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης. Σχεδόν όλες οι χώρες με υψηλή προσλαμβάνουσα δικαστική ανεξαρτησία (άνω του 70% θετικής προσλαμβάνουσας) έχουν χαμηλό χρόνο διευθέτησης (σκανδιναβικές χώρες), ενώ οι περισσότερες χώρες με επίπεδα πλησίον και κάτω του ΕΜΟ, όπως η Ελλάδα, έχουν και υψηλότερη καθυστέρηση. Τέλος παρατηρούμε ότι οι χώρες με υψηλές κατά κεφαλήν δαπάνες στην υγεία (άνω των 4.500$) συγκαταλέγονται επίσης στις χώρες με τους χαμηλότερους χρόνους διευθέτησης. Οπως και με τις προηγούμενες παραμέτρους, το αντίστροφο δεν ισχύει πάντοτε: η Γαλλία, η Ιταλία και η Ελλάδα εμφανίζουν υψηλές δαπάνες στην υγεία, αλλά χαμηλά επίπεδα δικαστικής αποτελεσματικότητας.

Τα συμπεράσματα που αντλούμε είναι ότι παρουσιάζεται μια θετική σχέση μεταξύ της δικαστικής αποτελεσματικότητας και του HDI, του ΑΕΠ, της προσλαμβάνουσας δικαστικής ανεξαρτησίας και των κρατικών δαπανών στην υγεία, χωρίς όμως αυτή η σχέση να επαληθεύεται και αντίστροφα. Το τελευταίο μπορεί ενδεχομένως να εξηγηθεί έχοντας υπόψη τα δεδομένα που εξετάστηκαν ανωτέρω: πολλές χώρες κατορθώνουν να διατηρήσουν υψηλή δικαστική αποτελεσματικότητα παρότι μειώνουν τις κρατικές δαπάνες στη δικαιοσύνη λόγω υψηλής δικαστικής αποδοτικότητας, με μικρότερο αριθμό δικαστών, δικαστικού προσωπικού κ.λπ. και συνεπώς μικρότερες ανάγκες χρηματοδότησης. Μια άλλη ανάγνωση είναι ότι η βελτίωση της δικαστικής αποτελεσματικότητας ευνοεί τη δημιουργία πλούτου. Πάντως, η έρευνα επιβεβαιώνει το γενικότερο συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει η βιβλιογραφία επί του ζητήματος: ότι ο παράγοντας της δικαστικής αποτελεσματικότητας συμπορεύεται με αυτόν της ανάπτυξης. Ο πολυπαραγοντικός χαρακτήρας της δικαστικής αποτελεσματικότητας επιτάσσει, φυσικά, την εξέτασή του με βάση τις ιδιαιτερότητες της κάθε χώρας, τα ευρύτερα όμως συμπεράσματα δείχνουν ότι οι λύσεις δεν βρίσκονται ή δεν εξαντλούνται συχνά εκεί που συνήθως αναμένουμε.

Ο κ. Αθανάσιος Πεφτίνας είναι υποψήφιος διδάκτωρ Νομικής στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης.

Ο κ. Θεόδωρος Παναγιωτίδης είναι καθηγητής του τμήματος Οικονομικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή