Τον δεύτερο υψηλότερο ρυθμό ανάπτυξης στην Ευρωζώνη πέτυχε η Ελλάδα το δ΄ τρίμηνο του 2022, σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του 2021, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε την Τετάρτη η Eurostat. Ωστόσο, η σύνθεση του ΑΕΠ εξακολουθεί να μειονεκτεί ποιοτικά σε σύγκριση με αυτήν της Ευρωζώνης, καθώς η κατανάλωση παραμένει βασική κινητήρια δύναμη. Στα θετικά καταγράφεται η αύξηση των επενδύσεων και στα αρνητικά η επιδείνωση του εξωτερικού ισοζυγίου.
Συγκεκριμένα, το ΑΕΠ στην Ευρωζώνη κατά το δ΄ τρίμηνο του 2022 αυξήθηκε κατά 1,8% και στην Ευρωπαϊκή Ενωση κατά 1,7%, σε ετήσια βάση. Στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 5,2%, καταγράφοντας το υψηλότερο ποσοστό μετά την Ιρλανδία (13,1%). Ακολουθούν η Ρουμανία με 4,9% και η Μάλτα με 4,7%. Τη χειρότερη επίδοση είχε η Εσθονία, με μείωση κατά 4,4%.
Σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο, το ΑΕΠ στην Ευρωζώνη το δ΄ τρίμηνο μειώθηκε κατά 0,1%, ενώ στην Ευρωπαϊκή Ενωση συνολικά παρέμεινε σταθερό. Στη σύγκριση αυτή, σε τριμηνιαία βάση, η Ελλάδα κατέλαβε την πρώτη θέση, με αύξηση του ΑΕΠ της κατά 1,4%, ακολουθούμενη από τη Μάλτα (+1,2%) και την Κύπρο (+1,1%). Αντίθετα, τη μεγαλύτερη μείωση του ΑΕΠ είχε η Πολωνία (-2,4%), ακολουθούμενη από την Εσθονία (-1,6%) και τη Φινλανδία (-0,6%).
Στα θετικά η αύξηση των επενδύσεων και στα αρνητικά η επιδείνωση του εξωτερικού ισοζυγίου.
Συνολικά, το 2022 το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 3,5% τόσο στην Ευρωζώνη, όσο και στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ύστερα από μια αύξηση 5,3% και 5,1% αντίστοιχα το 2021. Στην Ελλάδα, το 2022 η ΕΛΣΤΑΤ ανακοίνωσε ότι η αύξηση του ΑΕΠ ήταν 5,9%, μετά το 8,4% του 2021.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, κατά το δ΄ τρίμηνο, η συνεισφορά της κατανάλωσης των νοικοκυριών στην αύξηση του ΑΕΠ της Ευρωζώνης (σε σύγκριση με το ίδιο τρίμηνο του προηγούμενου έτους) ήταν μεν θετική, αλλά μόνο κατά +0,6 ποσοστιαίες μονάδες. Τα στοιχεία για την Ελλάδα δείχνουν ότι η συνεισφορά της κατανάλωσης των νοικοκυριών στην αύξηση του ΑΕΠ ήταν σημαντικά μεγαλύτερη, +2,9 ποσοστιαίες μονάδες. Η συνεισφορά της κατανάλωσης της κυβέρνησης ήταν θετική, +0,1 ποσοστιαίες μονάδες στην Ευρωζώνη, ενώ στην Ελλάδα ήταν αρνητική, -0,3 ποσοστιαίες μονάδες.
Η συνεισφορά των επενδύσεων, όπως εκφράζονται από τον ακαθάριστο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου, στην Ευρωζώνη ήταν +0,1 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ στην Ελλάδα ήταν +2 ποσοστιαίες μονάδες. Ωστόσο, όπως επισημαίνουν οικονομικοί αναλυτές, η συμμετοχή των επενδύσεων στο ΑΕΠ, ενώ έχει αυξηθεί από το 11% στο 14% παραμένει πολύ κάτω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, που ξεπερνάει το 20%. Η Ελλάδα είχε αντίστοιχα υψηλό ποσοστό συμμετοχής των επενδύσεων στο ΑΕΠ το 2007, αλλά αυτό οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στις κατασκευές. Σε ό,τι αφορά τον εξωτερικό τομέα, η συνεισφορά των εξαγωγών στην Ευρωζώνη ήταν θετική, +2,5 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ στην Ελλάδα ήταν αρνητική, -1,4 ποσοστιαίες μονάδες. Η συνεισφορά των εισαγωγών ήταν αρνητική στην Ευρωζώνη, -1,7 ποσοστιαίες μονάδες, όπως και στην Ελλάδα, όπου όμως η συμμετοχή ήταν διπλάσια, -3,5 ποσοστιαίες μονάδες.
Τέλος, η συμμετοχή της μεταβολής των αποθεμάτων ήταν θετική στην Ευρωζώνη, αλλά μόλις +0,2 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ στην Ελλάδα ήταν +5,9 ποσοστιαίες μονάδες, κάτι που προκαλεί ερωτήματα στους οικονομικούς αναλυτές.