Ο δύσκολος δρόμος της αύξησης των μισθών

Ο δύσκολος δρόμος της αύξησης των μισθών

Ο πληθωρισμός ροκανίζει το εισόδημα, οι οικογένειες με παιδιά υπερφορολογούνται, τα επιδόματα ευνοούν όσους φοροδιαφεύγουν

5' 35" χρόνος ανάγνωσης
Ακούστε το άρθρο

Οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα υπέστησαν το 2022 την τέταρτη μεγαλύτερη μείωση του πραγματικού τους εισοδήματος, λόγω του πληθωρισμού μεταξύ όλων των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ. Η απώλεια πηγάζει από την αύξηση του κόστους ζωής με ρυθμό πολλαπλάσιο συγκριτικά με την αύξηση του ονομαστικού εισοδήματος, αλλά έρχεται να προστεθεί και στις «πάγιες αδυναμίες» της χώρας: τη δυσμενή φορολογική μεταχείριση των οικογενειών με παιδιά –το ζευγάρι με δύο παιδιά έχει στην Ελλάδα την 4η χειρότερη μεταχείριση μεταξύ των 38 χωρών-μελών του ΟΟΣΑ–, αλλά και την εκτεταμένη φοροδιαφυγή, που έχει ως αποτέλεσμα οι όποιες επιδοματικές πολιτικές να «στοχεύουν» όχι στους πιο αδύναμους, αλλά σε αυτούς που εμφανίζουν στη φορολογική τους δήλωση το χαμηλότερο εισόδημα: το 40% των φορολογουμένων με τις ετήσιες αποδοχές που δεν ξεπερνούν τα 5.000 ευρώ και το επιπλέον 20% των οικογενειών που εμφανίζουν αποδοχές από 5.000 έως 10.000 ευρώ τον χρόνο.

Η αγοραστική δύναμη της οικογένειας μετριέται αν από το μεικτό εισόδημα αφαιρεθούν οι κρατήσεις για φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, αν προστεθούν τα πάσης φύσεως επιδόματα και αν συνυπολογιστεί η αύξηση του κόστους ζωής, όπως αποτυπώνεται (εν μέρει, καθώς οι μεταβολές στις χρηματοοικονομικές δαπάνες, όπως οι δόσεις των δανείων, δεν ενσωματώνονται) στον δείκτη του πληθωρισμού. Ο ΟΟΣΑ «μέτρησε» τη μεταβολή του εισοδήματος στο +1,5%, ανεβάζοντας τις ετήσιες αποδοχές στα 19.912 ευρώ από 19.614 ευρώ το 2021. Αυτό το ποσό περιλαμβάνει και τις εργοδοτικές εισφορές. Αν αφαιρεθούν, τότε οι μεικτές αποδοχές που αντιστοιχούν στον εργαζόμενο περιορίζονται περίπου στις 15.000 ευρώ. Και αν αφαιρεθούν και οι κρατήσεις για τους φόρους και τις ασφαλιστικές εισφορές, απομένουν περίπου 12.350 ευρώ τον χρόνο ή 930 ευρώ τον μήνα.

Η αύξηση υπολογίστηκε από τον ΟΟΣΑ στο 1,5%, αφενός διότι ελήφθησαν υπόψη οι εργοδοτικές εισφορές (οι οποίες μειώθηκαν το 2022 και δεν αυξήθηκαν) και αφετέρου διότι χρησιμοποιήθηκε ο μέσος όρος για όλους τους εργαζομένους. Ο κατώτατος μισθός αυξήθηκε με πολλαπλάσιο ποσοστό από το 1,5%, αλλά εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα δεν πήραν καμία αύξηση, κάτι που προφανώς συγκρατεί τον μέσο όρο. Το ότι υπήρχε απώλεια εισοδήματος το 2022 είναι πάντως ξεκάθαρο για όλους, καθώς ο πληθωρισμός έφθασε στο 9,7% χωρίς να συνυπολογίζονται οι επιβαρύνσεις από την αύξηση του κόστους του χρήματος.

Ο δύσκολος δρόμος της αύξησης των μισθών-1

Στην ατζέντα του προεκλογικού διαλόγου μπήκε ήδη και το θέμα της αύξησης των ονομαστικών μισθών και το θέμα των κρατήσεων για τους φόρους και τις ασφαλιστικές εισφορές, όπως επίσης και αυτό της συγκράτησης των τιμών. Για την αύξηση των ονομαστικών αποδοχών έχουν τοποθετηθεί και η κυβέρνηση και η αξιωματική αντιπολίτευση, ενώ για το θέμα των επιβαρύνσεων υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις, με τη σημερινή κυβέρνηση να τάσσεται υπέρ της περαιτέρω μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών και της αύξησης του αφορολογήτου για τις οικογένειες με παιδιά και την αξιωματική αντιπολίτευση να προτάσσει τη μείωση των έμμεσων φόρων.

Οι Ελληνες υπέστησαν το 2022 την τέταρτη μεγαλύτερη μείωση του πραγματικού τους εισοδήματος μεταξύ των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ.

Αν τα μέτρα που προτείνονται και η ανάπτυξη της οικονομίας φέρουν τον μέσο μεικτό μισθό στα 1.500 ευρώ (από 1.176 ευρώ σήμερα), όπως ανέφερε και ο πρωθυπουργός, οι καθαρές αποδοχές θα διαμορφωθούν από τα 930 ευρώ στα 1.148 ευρώ. Δηλαδή, η μεικτή αύξηση των 334 ευρώ ανεβάζει τις καθαρές αποδοχές κατά 262 ευρώ, καθώς τα υπόλοιπα χάνονται από τις κρατήσεις για τους φόρους και τις ασφαλιστικές εισφορές. Στην προσπάθεια επομένως που θα καταβληθεί μέσα στην επόμενη 4ετία να βελτιωθεί το πραγματικό εισόδημα, θα ανακύψουν τα ακόλουθα εμπόδια:

1. Ο πληθωρισμός θα συνεχίσει να ροκανίζει το πραγματικό εισόδημα, μειώνοντας την αγοραστική δύναμη.

2. Η φορολογική κλίμακα, αν δεν τιμαριθμοποιηθεί, θα έχει ως αποτέλεσμα να παρακρατείται ολοένα και μεγαλύτερο κομμάτι της ονομαστικής αύξησης που θα δίδεται στους μισθούς.

3. Οσοι λαμβάνουν σήμερα τις επιδοματικές ενισχύσεις που προβλέπει η νομοθεσία, θα κινδυνεύουν να χάσουν επιδόματα λόγω της αύξησης των ονομαστικών αποδοχών αν δεν αναπροσαρμοστούν ταυτόχρονα και τα εισοδηματικά κριτήρια των επιδομάτων. Αυτό είναι ένα πεδίο στο οποίο αναπτύσσονται οι αδικίες λόγω της φοροδιαφυγής. Οι νομοταγείς (κατά κύριο λόγο οι μισθωτοί) θα διατρέχουν τον κίνδυνο μεγαλύτερων κρατήσεων και απώλειες επιδομάτων, σε αντίθεση με τους φοροφυγάδες οι οποίοι θα διατηρήσουν όλα τα «κεκτημένα».

Υπέρογκα βάρη σε ζευγάρια με παιδιά 

Μια «κρυφή» αρνητική πρωτιά της Ελλάδας αναδεικνύει η έρευνα του ΟΟΣΑ για τις κρατήσεις στους μισθούς από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές. Η χώρα μας εφαρμόζει μία από τις πέντε χειρότερες πολιτικές ενίσχυσης των ζευγαριών με δύο παιδιά μέσα από το φορολογικό σύστημα.

Πρακτικά, είτε κάποιος είναι εργένης είτε είναι παντρεμένος με δύο παιδιά, έχει την ίδια φορολογική αντιμετώπιση, κάτι που δεν συμβαίνει –τουλάχιστον σε αυτό τον βαθμό– σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Από το σύνολο δε των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ, οι μόνες που κατατάσσονται σε χειρότερη θέση από την Ελλάδα είναι η Τουρκία, το Μεξικό, η Χιλή και η Κόστα Ρίκα.

Πρώτη η Ελλάδα

Ο εργένης στις χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ επιβαρύνεται με κρατήσεις για φόρους και ασφαλιστικές εισφορές που αντιστοιχούν στο 34,6% του συνολικού εισοδήματος. Ο παντρεμένος με τα δύο παιδιά –ο οποίος φέρνει και το ένα και μοναδικό εισόδημα στο νοικοκυριό– τυγχάνει πολύ ευνοϊκότερης μεταχείρισης καθώς ο συντελεστής πέφτει στο 25,6%, δηλαδή 8,9 μονάδες χαμηλότερα. Ποιο είναι το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα; Μόλις 3,4%, που είναι και το χειρότερο μεταξύ όλων των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ. Διότι ενώ στον εργένη παρακρατείται το 37,1% των μεικτών αποδοχών, στον παντρεμένο με τα δύο παιδιά το ποσοστό πέφτει στο 33,7%.

Η σύγκριση με τις χώρες που κατατάσσονται στις πρώτες θέσεις της λίστας είναι χαώδης. Στην Πολωνία, ο συντελεστής του εργένη διαμορφώνεται στο 33,6% και του παντρεμένου με τα δύο παιδιά στο 11,9%. Στο Λουξεμβούργο, το 40,4% του εργένη γίνεται 20,1% και στην Τσεχία το 39,8% πέφτει στο 22,7%. Ελαφρύνσεις μεγαλύτερες των 10 ποσοστιαίων μονάδων εμφανίζουν ακόμη η Αυστρία, το Βέλγιο η Γερμανία, η Σλοβακία, η Ιρλανδία, η Σλοβενία, η Νέα Ζηλανδία, η Ελβετία, η Λετονία και άλλες.

Είτε κάποιος είναι εργένης είτε είναι παντρεμένος με δύο παιδιά, έχει την ίδια φορολογική αντιμετώπιση.

Το πρόβλημα επομένως στην Ελλάδα είναι διπλό. Αφενός, ο ούτως ή άλλως πολύ υψηλός συντελεστής κρατήσεων –το 33,7% είναι από τα υψηλότερα στη λίστα του ΟΟΣΑ για τις οικογένειες με δύο παιδιά– και αφετέρου, η διαπίστωση ότι δεν υπάρχει αποτελεσματική πολιτική στήριξης της οικογένειας μέσω του φορολογικού συστήματος.

Οι κρατήσεις

Με κριτήριο τον συντελεστή κρατήσεων του εργένη, η Ελλάδα υπερβαίνει μεν τον μέσο όρο των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ (37,1% έναντι 34,6%) αλλά ο συντελεστής αυτός κατατάσσει τη χώρα στη 19η θέση των χωρών-μελών του ΟΟΣΑ (σε σύνολο 38 χωρών). Για τις οικογένειες με δύο παιδιά, o συντελεστής πέφτει μεν στο 33,7% αλλά κατατάσσει τη χώρα στις 8 χώρες με τη μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυνση. Υψηλότερο συντελεστή στη συγκεκριμένη κατηγορία εφαρμόζουν μόνο η Φινλανδία, η Γαλλία, το Βέλγιο, η Σουηδία, η Τουρκία, η Ιταλία και η Ισπανία. Συγκριτικά δε με το 2021, δεν υπήρξε βελτίωση της κατάστασης. Μείωση υπάρχει συγκριτικά με το 2019, έτος κατά το οποίο ο συντελεστής κρατήσεων ήταν στο 37,2%

Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή