Στο 2,7% διαμορφώθηκε ο ρυθμός ανάπτυξης το β΄ τρίμηνο του 2023, σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του 2022, βαδίζοντας μέχρι στιγμής το πρώτο εξάμηνο κατά μέσον όρο στο 2,3%-2,4%, δηλαδή εντός των πλαισίων της κυβερνητικής πρόβλεψης στο Πρόγραμμα Σταθερότητας για 2,3% και της Κομισιόν για 2,4% κατά μέσον όρο φέτος.
Οι προβλέψεις των οικονομικών αναλυτών κυμαίνονται μεταξύ 2% και 2,8%. Σχολιάζουν ότι το ελληνικό ΑΕΠ διατηρεί τη δυναμική του, ωστόσο αναπόφευκτα αντανακλά την τάση επιβράδυνσης που παρατηρείται στο εξωτερικό. Σημειώνεται ότι στην Ευρωζώνη ο ρυθμός ανάπτυξης (σε ετήσια βάση) το β΄ τρίμηνο ήταν 0,6%, σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία του προηγούμενου μήνα, και η Ελλάδα κατατάσσεται έτσι στις πρώτες θέσεις.
Πηγή ανησυχίας για το μέλλον αποτελεί ο πληθωρισμός, που μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την κατανάλωση. Επίσης, τα ποιοτικά στοιχεία του ΑΕΠ δεν έχουν διαφοροποιηθεί, καθώς η κατανάλωση πρωταγωνιστεί ως κινητήρια δύναμη, παρά τον πληθωρισμό, ενώ στις επενδύσεις κυριαρχούν οι κατασκευές. Σύμφωνα με τον κ. Νίκο Μαγγίνα, επικεφαλής οικονομολόγο της Εθνικής Τράπεζας, η τάση είναι να υπερβεί κατά μέσον όρο φέτος ο ρυθμός ανάπτυξης το 2,5%.
Σε σημείωμα της τράπεζας αναφέρεται ότι η τροχιά του ΑΕΠ και οι πρόδρομοι δείκτες οδηγούν σε πρόβλεψη για ανάπτυξη 2,8%. Ο κ. Μαγγίνας προσθέτει, ωστόσο, ότι κατά το δ΄ τρίμηνο η αύξηση του ΑΕΠ θα δοκιμαστεί από την τροχιά του πληθωρισμού και των ενεργειακών τιμών και τις επιπτώσεις των επιτοκίων της ΕΚΤ (αν και η ελληνική οικονομία δείχνει μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στη νομισματική σύσφιγξη από την υπόλοιπη Ευρώπη). Πάντως, καταλήγει, θα πρέπει να σημειωθεί πολύ μεγάλη επιβράδυνση το δ΄ τρίμηνο, στην περιοχή του 1,5%, για να πέσει ο μέσος όρος κάτω από την επίσημη πρόβλεψη για 2,3%-2,4%.
Πηγή ανησυχίας ο πληθωρισμός, που μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τις καταναλωτικές δαπάνες.
Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ αναφέρουν ότι, σε ετήσια βάση, η καταναλωτική δαπάνη αυξήθηκε κατά 2% (+3,2% των νοικοκυριών), οι ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου κατά 7,0%, οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών κατά 0,1% (με τις εξαγωγές αγαθών να έχουν μειωθεί κατά 1,8% και των υπηρεσιών να έχουν αυξηθεί κατά 1,3%), ενώ οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών αυξήθηκαν κατά μόλις 0,6% (με τις εισαγωγές αγαθών να έχουν μειωθεί κατά 1,2% και τις εισαγωγές υπηρεσιών να έχουν αυξηθεί κατά 6,1%).
Σχολιάζοντας τα παραπάνω ο κ. Τάσος Αναστασάτος, επικεφαλής οικονομολόγος της Eurobank, σημειώνει ότι η αύξηση της κατανάλωσης –βασικότερης κινητήριας δύναμης της μεγέθυνσης του ΑΕΠ– φαίνεται πως αφορούσε εγχωρίως παραγόμενες υπηρεσίες, ιδίως στην εστίαση και την ψυχαγωγία, δεδομένου ότι την ίδια περίοδο οι εισαγωγές παρέμειναν σχετικά στάσιμες και ο όγκος λιανικού εμπορίου συρρικνώθηκε.
Οσο για τις επενδύσεις, ο ίδιος αναφέρει ότι αυξήθηκαν με ικανοποιητικό ρυθμό 7,9%, ωστόσο μεγάλο μέρος της αύξησης προέρχεται από τις αυξημένες επενδύσεις σε κατοικίες κατά 47% και δευτερευόντως από την άνοδο στις λοιπές κατασκευές (15%), ενώ οι επενδύσεις σε τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών μειώθηκαν κατά 22,6%.
«Η αρνητική επίδραση στη μεγέθυνση του ΑΕΠ λόγω της επιδείνωσης του εξωτερικού περιβάλλοντος αναμένεται να συνεχιστεί και στα επόμενα δύο τρίμηνα του έτους, δεδομένου ότι τα οικονομικά στοιχεία, ιδίως της Ευρωζώνης, κατά το τελευταίο διάστημα είναι πολύ αδύναμα (PMI, οικονομικό κλίμα) και δείχνουν ότι η στασιμότητα στην ευρωπαϊκή οικονομία θα συνεχιστεί», σχολιάζει ο κ. Αναστασάτος.