Συνολικές επενδύσεις μεταξύ 2,5 έως και 32,2 τρισ. ευρώ συνεπάγεται για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις η προσαρμογή στους κανόνες του Παρισιού, αλλά ανάλογα με τον ρυθμό που θα επιτευχθεί η μετάβαση σε μια πράσινη οικονομία, οι επιχειρήσεις θα επωφεληθούν από τη μείωση του ενεργειακού κόστους, που θα εξοικονομήσει πόρους σε όρους κερδοφορίας.
Αντιστοίχως η ταχύτερη προσαρμογή θα απέτρεπε την επιδείνωση της πιστοληπτικής αξιολόγησης του χαρτοφυλακίου των τραπεζών, περιορίζοντας μετά το 2030 την πιθανότητα αθετήσεων στις πληρωμές από επιχειρήσεις αλλά και νοικοκυριά με υψηλή ενεργειακή εξάρτηση από παραδοσιακές πηγές ενέργειας.
Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει η ΕΚΤ στο πλαίσιο των αποτελεσμάτων του δεύτερου stress test για το κλίμα στην οικονομία, που δημοσίευσε αυτή την εβδομάδα, στο οποίο τάσσεται υπέρ μιας ταχύτερης μετάβασης των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών στους στόχους που έχει θέσει η Συμφωνία του Παρισιού. Το stress test αναλύει την ανθεκτικότητα των επιχειρήσεων, των νοικοκυριών και των τραπεζών με βάση τρία μεταβατικά σενάρια, τα οποία διαφέρουν ως προς το χρονοδιάγραμμα και τις φιλοδοξίες:
1. Μια «επιταχυνόμενη μετάβαση», η οποία προωθεί τις πράσινες πολιτικές και τις επενδύσεις, οδηγώντας σε μείωση των εκπομπών έως το 2030 σύμφωνα με τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού.
2. Μια «αργοπορημένη μετάβαση», η οποία συνεχίζει την τρέχουσα πορεία, χωρίς επιτάχυνση μέχρι το 2026, αλλά εξακολουθεί να είναι αρκετά έντονη ώστε να επιτύχει μειώσεις εκπομπών σύμφωνα με το Παρίσι έως το 2030.
Εάν οι επιχειρήσεις κινδυνεύουν, το ίδιο κινδυνεύουν και οι τράπεζες που τους δανείζουν, σημειώνει η ΕΚΤ.
3. Μια «καθυστερημένη μετάβαση», η οποία ξεκινάει το 2026, αλλά δεν είναι αρκετά φιλόδοξη για την επίτευξη των στόχων της Συμφωνίας του Παρισιού έως το 2030.
Με βάση τα συμπεράσματα του stress test, το υψηλό ενεργειακό κόστος κάτω από το σενάριο μιας αργοπορημένης μετάβασης θα πιέσει την κερδοφορία των επιχειρήσεων σε ποσοστό 2%-3% για μια μέση ευρωπαϊκή επιχείρηση. Το ποσοστό απώλειας κερδών αυξάνεται στο 6% για τις ενεργοβόρες επιχειρήσεις του τομέα της εξόρυξης και της βιομηχανίας και διπλασιάζεται στην περίπτωση μιας καθυστερημένης μετάβασης. Αντιστοίχως, με βάση το σενάριο της επιταχυνόμενης ή της καθυστερημένης μετάβασης, το ύψος των επενδύσεων που θα απαιτούνταν από τα νοικοκυριά την περίοδο 2023-2030 υπολογίζεται σε περίπου 21-22 δισ. ευρώ, έναντι 4 δισ. ευρώ που θα απαιτούσε το σενάριο της καθυστερημένης μετάβασης, αλλά θα περιόριζε τις δαπάνες των νοικοκυριών, οι οποίες κάτω από το σενάριο της αργοπορημένης ή της καθυστερημένης μετάβασης θα μπορούσαν να αυξηθούν κατά 31% και 50% αντιστοίχως το 2030 σε σχέση με το 2022.
Εάν οι επιχειρήσεις κινδυνεύουν, το ίδιο κινδυνεύουν και οι τράπεζες που τους δανείζουν, σημειώνει η ΕΚΤ. Οι τράπεζες είναι εκτεθειμένες στον υψηλότερο πιστωτικό κίνδυνο εάν η μετάβαση πρέπει να επισπευσθεί σε μεταγενέστερο στάδιο και απαιτηθούν επενδύσεις γρήγορα με υψηλότερο κόστος. Στην όψιμη μετάβαση, οι τράπεζες μπορούν να αναμένουν ότι ο πιστωτικός τους κίνδυνος θα αυξηθεί περισσότερο από 100% έως το 2030 σε σύγκριση με το 2022, ενώ στην επιταχυνόμενη μετάβαση η αύξηση είναι μόνο 60%.
Τα αποτελέσματα του stress test δείχνουν ότι οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά επωφελούνται σαφώς από μια ταχύτερη μετάβαση. Ενώ μια ταχύτερη μετάβαση αρχικά συνεπάγεται μεγαλύτερες επενδύσεις, οι χρηματοοικονομικοί κίνδυνοι μειώνονται σημαντικά μεσοπρόθεσμα. Τόσο τα κέρδη όσο και η αγοραστική δύναμη επηρεάζονται λιγότερο αρνητικά, καθώς η εμπροσθοβαρής επένδυση σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αποδίδει νωρίτερα και τελικά μειώνει τα ενεργειακά έξοδα.
«Χρειαζόμαστε πιο αποφασιστικές πολιτικές για να διασφαλίσουμε μια ταχύτερη μετάβαση προς μια καθαρά μηδενική οικονομία σύμφωνα με τους στόχους της Συμφωνίας του Παρισιού. Η πορεία με τον τρέχοντα ρυθμό θα αυξήσει τους κινδύνους και το κόστος για την οικονομία και το χρηματοπιστωτικό σύστημα. Υπάρχει ξεκάθαρη ανάγκη για ταχύτητα στον δρόμο προς το Παρίσι», δήλωσε ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ Λουίς ντε Γκίντος.