Πάνω από 500 εκατ. ευρώ ανεβάζουν οι πρώτες εκτιμήσεις το κόστος που θα επωμιστούν οι ασφαλιστικές εταιρείες για αποζημιώσεις στην περιοχή της Θεσσαλίας. Πρόκειται για μια πρώτη συντηρητική εκτίμηση, καθώς δεν αποκλείεται να εκτοξευθεί ακόμη και στα 700 εκατ. ευρώ, καθιστώντας την κακοκαιρία «Daniel» το πιο ακριβό περιστατικό στην ιστορία της ελληνικής ασφαλιστικής αγοράς. Είναι χαρακτηριστικό ότι με βάση αυτή την εκτίμηση το ύψος των αποζημιώσεων θα ξεπεράσει το σύνολο των αποζημιώσεων που έχουν πληρώσει οι ασφαλιστικές εταιρείες από το 1993 μέχρι σήμερα.
Στην πλειοψηφία τους οι πρώτες αποζημιώσεις αφορούν επιχειρήσεις του κλάδου του λιανεμπορίου (όπως μεγάλα σούπερ μάρκετ), μεταποιητικές επιχειρήσεις, δραστηριότητες ενέργειας (όπως φωτοβολταϊκές εγκαταστάσεις) κ.ά. και όπως εξηγούν στελέχη του ασφαλιστικού κλάδου, «έχουν ξεκινήσει ήδη να καταβάλλονται ως προκαταβολές χωρίς καν σε ορισμένες περιπτώσεις να αποσταλεί πραγματογνώμονας».
Στον αντίποδα της καλής εικόνας που φαίνεται ότι έχουν οι μεγάλες επιχειρήσεις σε ό,τι αφορά την ασφαλιστική τους κάλυψη, είναι οι μικρές επιχειρήσεις, η πλειονότητα των οποίων είναι ανασφάλιστες. Μεγάλο είναι το κενό που εμφανίζει επίσης και η ασφάλιση οχημάτων, καθώς σύμφωνα με στοιχεία από τις εταιρείες, η συντριπτική πλειοψηφία τους δεν διέθετε ασφάλιση για φυσικές καταστροφές, που αποτελεί πρόσθετη κάλυψη.
Με βάση τα στοιχεία, το σύνολο των ασφαλισμένων οχημάτων όλων των κατηγοριών στη Θεσσαλία φθάνουν τις 355.000 περίπου, αλλά τη συγκεκριμένη κάλυψη διαθέτει μόνο ένα στα τρία αυτοκίνητα, και όπως σημειώνουν εκπρόσωποι του κλάδου, «εκτός του ότι θα πρέπει να ασφαλίζεσαι, θα πρέπει να ασφαλίζεσαι και σωστά».
Το δυσθεώρητο κόστος προμηνύει αυξήσεις στα ασφάλιστρα κινδύνων από φυσικές καταστροφές.
Το δυσθεώρητο κόστος των αποζημιώσεων προμηνύει πάντως αυξήσεις στα ασφάλιστρα κινδύνων από φυσικές καταστροφές ενόψει και των διαπραγματεύσεων των αντασφαλιστικών συμβάσεων διεθνώς, δηλαδή τις διαπραγματεύσεις που γίνονται κάθε χρόνο με τους παγκόσμιους αντασφαλιστικούς ομίλους (Munich Re, Swiss Re, Lloyd’s, AXA κ.ά.), μέσω των οποίων οι ασφαλιστικές εταιρείες επιμερίζουν το κόστος των κινδύνων που αναλαμβάνουν. Παραδοσιακά οι διαπραγματεύσεις αυτές ξεκινούν το φθινόπωρο και κλείνουν τον Δεκέμβριο με την υπογραφή των σχετικών συμβάσεων και όπως εξηγούν στελέχη του κλάδου, «η αύξηση των τιμών στα αντασφάλιστρα που προεξοφλείται από τον κλάδο δεν είναι μόνο αποτέλεσμα της κακοκαιρίας “Daniel”, που εκτός από την Ελλάδα έπληξε ισχυρά και άλλες χώρες». Είναι αποτέλεσμα των μεγάλων φυσικών καταστροφών που παρατηρήθηκαν παγκοσμίως όλο το 2023 και οι οποίες ωθούν τις τιμές προς τα πάνω, καθιστώντας ακριβότερη την αντασφάλιση.
Με βάση στοιχεία της Μunich Re το κόστος των φυσικών καταστροφών το α΄ εξάμηνο του 2023 ανήλθε στα 110 δισ. δολάρια και αν και χαμηλότερο από το αντίστοιχο περυσινό εξάμηνο, είναι πολύ πάνω από τον μέσο όρο των τελευταίων δέκα ετών, που διαμορφώνεται στα 98 δισ. δολάρια. Το ίδιο ισχύει για τις ασφαλισμένες ζημίες που ανήλθαν στα 43 δισ. δολάρια (έναντι 47 δισ. δολαρίων το 2022 και 34 δισ. δολαρίων μέσου όρου των δέκα ετών).
Η ελληνική ασφαλιστική αγορά διακρατεί ένα μικρό μέρος των κινδύνων από φυσικές καταστροφές –υπολογίζεται στο 20% περίπου– και το υπόλοιπο το αντασφαλίζει. Αυτό σημαίνει ότι οι ελληνικές ασφαλιστικές εταιρείες έχουν τη δυναμικότητα (capacity) να σηκώσουν το κόστος των αποζημιώσεων για την κακοκαιρία «Daniel», ακόμα και αν οι ζημιές φτάσουν τα 700 εκατ. ευρώ, αλλά δεδομένης της αύξησης των αντασφαλίστρων θα υποχρεωθούν να μετακυλίσουν το κόστος αυτό στα ασφάλιστρα.