Οι «φωνές» στο διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας πληθαίνουν για το τέλος των επανεπενδύσεων του έκτακτου προγράμματος PEPP που εφαρμόστηκε λόγω της πανδημίας, πολύ νωρίτερα από τα τέλη του 2024 που έχει προγραμματιστεί, έπειτα και από την κορύφωση των επιτοκίων. Αυτό σημαίνει πως η ΕΚΤ θα σταματήσει να αντικαθιστά τα ομόλογα που λήγουν, δηλαδή να χρησιμοποιεί τα κεφάλαια από τις λήξεις για να αγοράσει νέα ομόλογα, μια διαδικασία που έχει ξεκινήσει από το καλοκαίρι του 2022.
Οι λόγοι πίσω από αυτό έχουν να κάνουν αφενός με τη μείωση του ισολογισμού της ΕΚΤ η οποία «προωθείται» εδώ και μήνες (από 9 τρισ. ευρώ περίπου το 2022 έχει μειωθεί στα 7,2 τρισ. ευρώ πλέον) καθώς και με την ανάγκη να υπάρξει ένας συμβιβασμός με τα «γεράκια» που ζητούν περαιτέρω αυξήσεις επιτοκίων.
Η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ δήλωσε πάντως κατά τη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου ότι τα προγράμματα αγοράς ομολόγων δεν συζητήθηκαν και περιέγραψε το PEPP ως την «πρώτη γραμμή άμυνας» της Τράπεζας για τη διατήρηση της μετάδοσης της πολιτικής.
Ωστόσο τα «γεράκια» άρχισαν αμέσως να «σπρώχνουν» για το τέλος των επανεπενδύσεων σύντομα. Ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Εσθονίας είπε σε διάφορες συνεντεύξεις του ότι βλέπει «ένα ισχυρό επιχείρημα υπέρ της διακοπής των επανεπενδύσεων PEPP νωρίτερα από το τέλος του επόμενου έτους» και κάλεσε για συζήτηση σύντομα. Τη θέση αυτή του Μάντις Μίλερ μοιράστηκαν και ο Σλοβένος κεντρικός τραπεζίτης Μπόστιαν Βάσλε, καθώς και ο Αυστριακός Ρόμπερτ Χόλτσμαν.
Τα ελληνικά ομόλογα δεν «κέρδισαν» από το πρόγραμμα των επανεπενδύσεων, αντίθετα έχασαν, και αυτό σημαίνει πως στην πράξη, η επίπτωση δεν θα είναι μεγάλη.
Σύμφωνα με αναλυτές, το τέλος των επανεπενδύσεων του PEPP νωρίτερα θα αποτελέσει ένα αρνητικό σήμα για τα ομόλογα της Ευρωζώνης, καθώς θα τα κάνει πιο ευάλωτα σε περιόδους έντονης αστάθειας ή κρίσεων, λόγω και της έλλειψης υποστήριξης της πιο «ευαίσθητης» ευρωπεριφέρειας. Παράλληλα, θα αυξήσει τις ανάγκες δανεισμού σε χώρες που έλαβαν στήριξη και «πόνταραν» στη συνέχισή της έως τα τέλη του επόμενου έτους. Η Citigroup εκτιμά πως το πρόγραμμα επανεπενδύσεων του PEPP θα σταματήσει τον Ιανουάριο του 2024, περίπου ένα χρόνο νωρίτερα από ό,τι είχε αρχικά οριστεί.
Οσον αφορά τα ελληνικά ομόλογα ειδικότερα, αναμένεται σίγουρα να επηρεαστούν από το γενικότερο κλίμα. Ωστόσο στην ουσία δεν «κέρδισαν» από το πρόγραμμα των επανεπενδύσεων, αντίθετα έχασαν, και αυτό σημαίνει πως στην πράξη, η επίπτωση δεν θα είναι μεγάλη. Οπως έχει επισημάνει η «Κ» πρόσφατα, στην πραγματικότητα, η στήριξη της ΕΚΤ στα ελληνικά ομόλογα δεν ήταν αυτή που αναμενόταν, άρα ο πρόωρος τερματισμός των επανεπενδύσεων δεν αναμένεται να επηρεάσει τα spreads.
Η Ελλάδα δεν επωφελήθηκε ούτε στο πλαίσιο του απλού προγράμματος των επανεπενδύσεων, ούτε και στο πλαίσιο των ευέλικτων επενδύσεων που έχει ενεργοποιήσει η ΕΚT. Σε ό,τι αφορά το «απλό» πρόγραμμα των επανεπενδύσεων ωστόσο, η στήριξη εξαρτάται και από το ποσό των ομολόγων που λήγουν και οι λήξεις των ελληνικών ομολόγων ήταν μικρές, οπότε και η στήριξη δεν θα ήταν ουσιαστική έτσι και αλλιώς. Οι ευέλικτες επανεπενδύσεις όμως θεωρούνταν ότι θα στηρίξουν σημαντικά τα ομόλογα του Νότου, αφού ανεξαρτήτως των λήξεων θα μπορούσε η ΕΚΤ να προσφέρει πρόσθετη στήριξη στους κρατικούς τίτλους μιας χώρας, χρησιμοποιώντας τα κεφάλαια από τις λήξεις των ομολόγων μιας άλλης.
Μέσω του PEPP η ΕΚΤ αγόρασε ελληνικά ομόλογα αξίας έως και 39,8 δισ. ευρώ. Σύμφωνα και με τα επίσημα στοιχεία, από τη λήξη PEPP τον Μάρτιο του 2022 και κατά την περίοδο των επανεπενδύσεων που ακολούθησε, η ΕΚΤ όχι μόνο δεν έχει στηρίξει τις τιμές των ελληνικών ομολόγων, αλλά έχει αποχωρήσει από αυτά. Με λίγα λόγια, συνολικά, δεν χρησιμοποίησε τις δικές τους λήξεις ή τις λήξεις άλλων ομολόγων για να «αυξήσει» τις θέσεις της στην Ελλάδα. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της ΕΚΤ, οι θέσεις της στα ελληνικά ομόλογα έχουν μειωθεί στα 37,979 δισ. ευρώ, δηλαδή διαμορφώνονται κατά 1,82 δισ. ευρώ χαμηλότερα από την κορύφωσή τους την άνοιξη του 2022.
Αυτό βέβαια δείχνει ότι, κατά την ΕΚΤ, τα ελληνικά ομόλογα δεν χρειάστηκαν «σωσίβιο». Είχε εμμέσως κατηγοριοποιήσει την Ελλάδα –πολύ πριν ανακτηθεί και επίσημα η επενδυτική βαθμίδα από την DBRS– στην ομάδα των χωρών όπου το κόστος δανεισμού έχει καταφέρει να βρει στήριξη στα θεμελιώδη μεγέθη της οικονομίας, με τις αγορές να της δανείζουν με επιτόκια που δεν δημιουργούν πρόβλημα αναχρηματοδότησης του χρέους. Αυτό έρχεται σε ισχυρή αντίθεση με την περίπτωση της Ιταλίας. Η ΕΚΤ έχει αυξήσει τις θέσεις της στα ιταλικά ομόλογα κατά 14,5 δισ. ευρώ μέσω των επανεπενδύσεων του PEPP συνολικά έως σήμερα, που είναι και η μεγαλύτερη αύξηση μεταξύ όλων των ομολόγων της Ευρωζώνης, ενώ το σύνολο των ιταλικών ομολόγων που κατέχει αγγίζει τα 294 δισ. ευρώ.