Νέους κραδασμούς παρουσιάζει η αγορά ευρωπαϊκών ομολόγων καθώς στις πιέσεις από τα διαρκώς αυξανόμενα επιτόκια και τις υψηλές τιμές του πετρελαίου προστίθεται τώρα η αβεβαιότητα ως προς τη δημοσιονομική πειθαρχία της Ιταλίας και δευτερευόντως της Γαλλίας. Αιτία, η απόφαση της ιταλικής κυβέρνησης να αυξήσει το έλλειμμα τόσο για το τρέχον όσο και για το επόμενο έτος, αλλά και η άρνηση της γαλλικής κυβέρνησης να περικόψει δραστικά τις δαπάνες.
Ειδικότερα, ο προϋπολογισμός της κυβέρνησης της Τζόρτζια Μελόνι προβλέπει δημοσιονομικό έλλειμμα 5,3% για φέτος, σαφώς μεγαλύτερο από τον στόχο που είχε θέσει προ εξαμήνου για έλλειμμα 4,5% όπως και δημοσιονομικό έλλειμμα 4,3% για το επόμενο έτος, επίσης σαφώς μεγαλύτερο από τον στόχο για 3,7%. Ο υπουργός Οικονομικών Τζανκάρλο Τζορτζέτι υπεραμύνθηκε των αυξημένων στόχων για το έλλειμμα, υποστηρίζοντας πως είναι αναγκαίο για τη στήριξη των νοικοκυριών χαμηλού εισοδήματος και των πολύτεκνων οικογενειών αλλά και για την αύξηση των μισθών στον δημόσιο τομέα. Η αντίδραση της αγοράς όμως ήταν ακαριαία με τις αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων του ιταλικού δημοσίου να σημειώνουν άνοδο 0,17 εκατοστιαίων μονάδων και να φτάνουν στο 4,9%, καταγράφοντας το υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας δεκαετίας. Αν και αργότερα υποχώρησαν στο 4,88%, οι αποδόσεις των ιταλικών ομολόγων συμπαρέσυραν εκείνες των δεκαετών του βρετανικού δημοσίου που σημείωσαν άνοδο 0,2 εκατοστιαίων μονάδων στο 4,57%, καταγράφοντας τα υψηλότερα επίπεδα από τον Φεβρουάριο. Και το spread των ιταλικών ομολόγων διευρύνθηκε, σημειώνοντας το υψηλότερο επίπεδο από τον Μάρτιο και την τραπεζική κρίση στις ΗΠΑ.
Στο υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας δεκαετίας τα δεκαετή ομόλογα του ιταλικού δημοσίου, έντονες πιέσεις και στους γερμανικούς και γαλλικούς τίτλους.
Είχαν προηγηθεί οι επικρίσεις που είχε δεχθεί η κυβέρνηση Μακρόν στη Γαλλία για το γεγονός ότι δεν προχωράει στις απαιτούμενες περικοπές δαπανών προκειμένου να μην υπερβεί τα όρια για το δημοσιονομικό έλλειμμα εντός του έτους. Πήραν, έτσι, την ανιούσα και οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων του γαλλικού δημοσίου που έφτασαν στο 3,5% καταγράφοντας το υψηλότερο επίπεδο από το 2011. Η ανησυχία που επικρατεί στην αγορά ομολόγων έχει, άλλωστε, συμπαρασύρει και τις αποδόσεις των δεκαετών του γερμανικού δημοσίου, που έφτασαν στο 2,98% καταγράφοντας τα υψηλότερα επίπεδά τους εδώ και πάνω από μια δεκαετία. Μιλώντας για το θέμα στους Financial Times, ο Μάικ Ριντέλ, διαχειριστής επενδύσεων χαρτοφυλακίου στην Allianz Global Investors, τόνισε πως «τα δημοσιονομικά ελλείμματα θα είναι τελικά υψηλότερα από όσο αναμενόταν γι’ αυτό και επανεμφανίζονται οι επιθέσεις των αγορών».
Παράλληλα ο Τζιμ Λιβς, διαχειριστής κεφαλαίων στην M&G Investments, τόνισε παραστατικά πως «ένα τείχος φόβου έχει πέσει πάνω στις αγορές ομολόγων». Ο ίδιος διευκρίνισε πως η πρόσφατη άνοδος των τιμών του πετρελαίου και οι εκτιμήσεις για εκτόξευσή του στα 100 δολ. δολάρια έχει ανησυχήσει έντονα τους επενδυτές που διερωτώνται τι θα γίνει «αν δεν υποχωρήσει ο πληθωρισμός». Κι αυτό γιατί οι κεντρικές τράπεζες έχουν ήδη προϊδεάσει τις αγορές ότι θα διατηρήσουν τα επιτόκια σε υψηλά επίπεδα για αρκετό καιρό. Οι αλλεπάλληλες αυξήσεις των επιτοκίων που άρχισαν εδώ και περισσότερο από ενάμιση χρόνο η Federal Reserve, η ΕΚΤ και η Τράπεζα της Αγγλίας και τις ακολούθησαν οι κεντρικές τράπεζες μεγάλων και μικρών οικονομιών, έχουν οδηγήσει σε άνοδο τις αποδόσεις των ομολόγων στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Οι αποδόσεις των ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου και του γερμανικού δημοσίου κλείνουν τον Σεπτέμβριο με τη μεγαλύτερη άνοδο που έχει καταγραφεί σε χρονικό διάστημα τριμήνου εδώ και περισσότερο από ένα χρόνο. Απογοητεύουν, έτσι, τους επενδυτές που έχουν υποστεί σημαντικές ζημίες στη διάρκεια του περασμένου έτους.