Μία ποσοστιαία μονάδα από τον ρυθμό ανάπτυξης των εξαγωγών –μέγεθος διόλου αμελητέο ειδικά για μια χώρα που παλεύει εδώ και χρόνια να μειώσει το εμπορικό έλλειμμα– εκτιμάται ότι θα στοιχίσει η κλιματική κρίση στις ελληνικές εξαγωγές αγαθών το έτος 2023. Το παραπάνω μεταφράζεται σε αύξηση μόλις κατά 1% των ελληνικών εξαγωγών –σε αποπληθωρισμένους όρους– το 2023 σε σύγκριση με το 2022. Αξίζει δε να σημειωθεί ότι το 1/4 της μονάδας ανάπτυξης που χάνεται ετησίως οφείλεται στις εκτεταμένες καταστροφές στη Θεσσαλία.
Η επίδραση της κλιματικής κρίσης αναμένεται να είναι ακόμη πιο έντονη το 2024, καθώς σε συνδυασμό με τη γεωπολιτική αστάθεια στην περιοχή –αλλά και την πληθωριστική κρίση η οποία προκαλεί κάμψη της ζήτησης– εκτιμάται ότι θα αφαιρέσει δύο ποσοστιαίες μονάδες από τη μεσοπρόθεσμη τάση ετήσιας ανάπτυξής τους που είναι 5% και τελικώς οι εξαγωγές να αυξηθούν την επόμενη χρονιά κατά 3%.
Οι πρώτες επιπτώσεις έγιναν ήδη ορατές, όπως επισημαίνει σε σχετική μελέτη της η Εθνική Τράπεζα, κατά το θερινό τρίμηνο Ιουνίου – Αυγούστου, με τις εξαγωγές αγαθών να κινούνται για πρώτη φορά καθοδικά μετά την πανδημία, πριν μάλιστα επέλθει η κακοκαιρία «Daniel», η οποία έπληξε σημαντικό μέρος της γεωργικής και ζωικής παραγωγής.
Το γεγονός ότι από την άλλη καλά κρατούν οι εξαγωγές προϊόντων υψηλής τεχνολογίας ίσως δίνει και μία από τις λύσεις μακροπρόθεσμα για τον περιορισμό των συνεπειών της κλιματικής κρίσης στο εξαγωγικό εμπόριο: τη στροφή σε βιομηχανικά προϊόντα υψηλής τεχνολογίας, αλλά και τη μετάβαση, σε ό,τι αφορά και τη γεωργία, σε καλλιεργητικές μεθόδους που περιορίζουν την έκθεση στα έντονα καιρικά φαινόμενα, όπως είναι οι υδροπονικές καλλιέργειες σε θερμοκήπια.
Το 1/4 της μονάδας ανάπτυξης που χάνεται ετησίως οφείλεται στις εκτεταμένες καταστροφές στη Θεσσαλία.
Σύμφωνα, λοιπόν, με την ανάλυση της Εθνικής Τράπεζας, οι εξαγωγές κατά το τρίμηνο Ιουνίου – Αυγούστου 2023 υποχώρησαν κατά 1% σε αποπληθωρισμένους όρους και κατά 2,7% σε ονομαστικούς όρους. Οι κλάδοι υψηλής τεχνολογίας (μηχανήματα και φάρμακα) συνέχισαν την ανοδική τους πορεία, στηρίζοντας σταθερά τις ελληνικές εξαγωγές, καταγράφοντας αύξηση σε σύγκριση με το αντίστοιχο περυσινό τρίμηνο κατά 10% και 9% αντιστοίχως (σε αποπληθωρισμένους όρους), κερδίζοντας μάλιστα μερίδια έναντι των Ευρωπαίων ανταγωνιστών. Οι εξαγωγές τροφίμων αυξήθηκαν κατά 3%, με τη συνεισφορά να είναι μειωμένη λόγω μείωσης των εξαγωγών ελαιολάδου. Πτώση σημειώθηκε στον κλάδο των μετάλλων της τάξης του 10%, κυρίως λόγω χαλκού και σιδήρου, ενώ οι εξαγωγές του κλάδου ένδυσης κατέγραψαν τη μεγαλύτερη ποσοστιαία πτώση (-40%).
Κατά το τελευταίο τετράμηνο του 2023, που ξεκίνησε με την κακοκαιρία «Daniel», εκτιμάται ότι οι εκτεταμένες καταστροφές στη Θεσσαλία θα στερήσουν από τις ελληνικές εξαγωγές μισή ποσοστιαία μονάδα, ενώ η αναμενόμενη μειωμένη παραγωγή ελαιολάδου και επιτραπέζιων ελιών εκτιμάται ότι θα στερήσει δύο ποσοστιαίες μονάδες. Αξίζει να σημειωθεί ότι με περίπου 2 δισ. ευρώ εξαγωγές ετησίως, η Θεσσαλία καλύπτει το 6% των ελληνικών εξαγωγών, διαγράφοντας ανοδική πορεία την τελευταία 20ετία (από μερίδιο 4% το 2000). Παρά την επιβράδυνση δυναμικής, τα ελληνικά προϊόντα κατά το τελευταίο τρίμηνο κατόρθωσαν να αυξήσουν οριακά το μερίδιό τους στην Ευρώπη (0,56%, έναντι 0,55%) στο αντίστοιχο διάστημα του 2022. Τα τρόφιμα σημείωσαν την υψηλότερη αύξηση μεριδίου (+0,2 ποσοστιαία μονάδα), με οδηγό το ελαιόλαδο (φτάνοντας μερίδιο 12,3%, από 7,3% ένα χρόνο πριν) και το σκληρό σιτάρι (1,4%, από 1%, αντιστοίχως). Ωστόσο, η Ελλάδα απώλεσε μερίδια στις διεθνείς αγορές στην κατηγορία των ελιών, αλλά και των ψαριών.
«Πολεμικές» απώλειες
Το πόσο μεγάλο ρόλο διαδραματίζουν οι γεωπολιτικές εξελίξεις αποτυπώνεται επίσης στα τελευταία στοιχεία των εξαγωγών: στη Δυτική Ευρώπη, όπου κατευθύνεται το 55% των ελληνικών εξαγωγών, σημειώθηκε ανοδική πορεία των ελληνικών εξαγωγών, της τάξης του 2% (σε αποπληθωρισμένους όρους), ενώ στην Ανατολική Ευρώπη, περιοχή πιο κοντά στο μέτωπο της Ουκρανίας, οι εξαγωγές υποχώρησαν κατά 5%. Στη Μέση Ανατολή, τέλος, καταγράφονται ήδη απώλειες της τάξης του 29%.