«Γιατί είναι όλοι τόσο γκρινιάρηδες;» αναρωτήθηκαν οι συνάδελφοί μου Πίτερ Κόι και Μπίνιαμιν Απλμπαουμ τον Νοέμβριο, θίγοντας το θέμα που έχει απασχολήσει μπερδεμένους οικονομολόγους και ανήσυχους Δημοκρατικούς. Το ΑΕΠ των Ηνωμένων Πολιτειών αυξάνεται, η ανεργία τείνει προς τα ιστορικά χαμηλά επίπεδά της, ενώ ολοένα και περισσότερο ο πληθωρισμός δείχνει να ελέγχεται. Ακόμη και οι φωνές που κατακεραύνωναν την άνοδό του δηλώνουν ότι επίκειται μια κάποτε απίθανη οικονομική «ήπια προσγείωση». Αν κάθε συμβατικός βασικός δείκτης για την υγεία της οικονομίας είναι ισχυρός, γιατί τόσο πολλοί Αμερικανοί είναι τόσο δυσαρεστημένοι από την κατάστασή της; Ο δείκτης του πληθωρισμού έχει επιβραδυνθεί σημαντικά, αλλά οι τιμές είναι σταθερές μόνο σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από ό,τι ακόμη και πριν από τρία χρόνια.
Υπάρχουν επίσης και άλλες προσεγγίσεις, όπως ότι ο κομματισμός θολώνει την κρίση μας, ότι τα μέσα ενημέρωσης μας διοχετεύουν υπερβολικά άσχημες ειδήσεις και ότι η πιο πεσιμιστική άποψη πάντα δεσπόζει στο TikTok. Ωστόσο, παραβλέπουμε έναν εντελώς οφθαλμοφανή παράγοντα, την πανδημία. Οχι μόνο σκότωσε πάνω από ένα εκατομμύριο Αμερικανούς, αλλά επίσης ανατάραξε ριζικά μεγάλο μέρος της καθημερινότητας, της οικονομικής δραστηριότητας και της εμπιστοσύνης του κοινού για αρκετά χρόνια, σημαδεύοντας πολλούς ανθρώπους και τις αντιλήψεις τους για τη χώρα, τις ικανότητές της και το μέλλον της.
Οταν οι Αμερικανοί και οι Αμερικανίδες ερωτώνται εάν η χώρα βρίσκεται στον σωστό δρόμο ή εάν οι ίδιοι είναι αισιόδοξοι ή απαισιόδοξοι, δεν αντιμετωπίζουν το ερώτημα σαν ένα ασήμαντο κουίζ σχετικά με το ΑΕΠ ή ακόμη και το μέγεθος των δικών τους μισθών ή των χαρτοφυλακίων μετοχών. Απάντησαν σε αυτή την ερώτηση σύμφωνα με ένα πρότυπο που διαμορφώθηκε δεκαετίες πίσω. Και το μοτίβο αυτό άλλαξε όχι όταν ο πληθωρισμός κορυφώθηκε στα τέλη της άνοιξης του 2022, αλλά το 2020, όταν κατέστη εμφανής η κλίμακα και η διάρκεια της πανδημίας. Τότε άνοιξε ένα σοβαρό χάσμα μεταξύ των οικονομικών συνθηκών και της αντίληψης του κοινού. Ισως η πιο ζωντανή απεικόνιση αυτής της διαφοροποίησης έγινε από το περιοδικό The Economist, το οποίο εκπαίδευσε ένα μοντέλο υπολογιστή ώστε να χρησιμοποιεί θεμελιώδεις δείκτες για να εκτιμήσει το αίσθημα των καταναλωτών. Χρησιμοποιώντας τους, το μοντέλο προέβλεπε με μεγάλη ακρίβεια το κοινό αίσθημα, δείχνοντας έναν στενότατο συσχετισμό μεταξύ των θεμελιωδών οικονομικών μεγεθών και των αντιλήψεων του κοινού πίσω έως το 1980.
Στη συνέχεια, στις αρχές του 2020, ο συσχετισμός διαλύθηκε. Στην αρχή τα θεμελιώδη μεγέθη μειώθηκαν, ενώ οι Αμερικανοί διατήρησαν μια πιο αισιόδοξη προσέγγιση, αλλά για λίγο. Την άνοιξη του 2021 το χάσμα ήταν περίπου 20 μονάδες, ενώ μέχρι τον Ιούνιο του 2022, όταν ο πληθωρισμός κορυφώθηκε αμέσως μετά τη διακοπή του κύματος της μετάλλαξης «Ομικρον», το χάσμα ανερχόταν στις περίπου 35 μονάδες.
Αυτή τη φορά, πάντως, η ανάκαμψη αποδείχθηκε εξαιρετικά γρήγορη. Ομως, ενώ ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν βαθμολογείται αυστηρά, με χαμηλότερα ποσοστά αποδοχής σε αυτό το σημείο της πρώτης θητείας του από οποιονδήποτε πρόεδρο μετά τον Τζίμι Κάρτερ, μόνο ένας ηγέτης χώρας της Ομάδας των Επτά είναι πιο δημοφιλής από αυτόν. Στη Βρετανία, η δημοφιλία του πρωθυπουργού Ρίσι Σούνακ έφθασε στις -45 μονάδες τον Σεπτέμβριο, έναντι των -33 μονάδων στον Καναδά για την κυβέρνηση Τζάστιν Τριντό.
Αυτό που είναι ασυνήθιστο δεν είναι η ζοφερή αίσθηση στην Αμερική, όπως δείχνει η ανάλυση των Financial Times, αλλά ότι η οικονομική πραγματικότητα στη χώρα είναι δυναμική σε σύγκριση με τις ομόλογές της. Η καταναλωτική εμπιστοσύνη στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι περίπου η ίδια με τη Γαλλία, τη Γερμανία ή τη Βρετανία, καθεμία από τις οποίες είχε χειρότερες οικονομικές επιδόσεις μετά την πανδημία από τη δική μας χώρα.