Η αγορά υποτιμά τις επιδόσεις και τις προοπτικές των ελληνικών τραπεζών, διαμηνύουν με νέες εκθέσεις τους οι επενδυτικοί οίκοι Goldman Sachs και Morgan Stanley, δηλώνοντας θετικοί για τις μετοχές του κλάδου τις οποίες θεωρούν ελκυστικές, ενώ εκτιμούν πως οι δείκτες απόδοσης θα ευθυγραμμιστούν σύντομα με αυτούς των ευρωπαϊκών τραπεζών.
Ειδικότερα, η Goldman Sachs προχώρησε σε αναβάθμιση των εκτιμήσεών της για την κερδοφορία των ελληνικών τραπεζών, έπειτα από τα καλύτερα από τα αναμενόμενα αποτελέσματα β΄ τριμήνου. Οπως τονίζει, συνολικά οι ελληνικές τράπεζες σημείωσαν 9% υψηλότερα καθαρά κέρδη, έναντι των προβλέψεων των αναλυτών, λόγω της καλύτερης –από την αναμενόμενη– πορείας των καθαρών εσόδων από τόκους, τα οποία κινήθηκαν 2% υψηλότερα από τις εκτιμήσεις, και της μείωσης κατά 10% των προβλέψεων.
Αυτό την οδηγεί στο να «ανεβάσει» την πρόβλεψή της για κέρδη κατά 7% κατά μέσον όρο για το διάστημα 2024-2026, ενώ προχωρεί και στην αύξηση των εκτιμήσεων για την απόδοση ιδίων κεφαλαίων ROTE και για τους κεφαλαιακούς δείκτες CET1.
Συνεπώς προβλέπει πλέον πως για την Alpha Bank τα καθαρά κέρδη θα κινηθούν στα 710 εκατ. ευρώ, 740 εκατ. ευρώ και 780 εκατ. ευρώ το 2024, το 2025 και το 2026 αντίστοιχα, για την Εθνική στα 1,26 δισ. ευρώ, 1,14 δισ. ευρώ και 1,10 δισ. ευρώ το ίδιο διάστημα, για την Πειραιώς στα 1,13 δισ. ευρώ, 1,10 δισ. ευρώ και 1,01 δισ. ευρώ, και για τη Eurοbank στα 1,39 δισ. ευρώ φέτος, 1,26 δισ. ευρώ το 2025 και 1,27 δισ. ευρώ το 2026.
Οι μετοχές των τεσσάρων ελληνικών συστημικών τραπεζών παραμένουν υποτιμημένες και φθηνές.
Παράλληλα προβλέπει πως το ROTE για το σύνολο του κλάδου θα διαμορφωθεί στο 15% φέτος, στο 13% το επόμενο έτος και στο 12% το 2026 κατά μέσον όρο, και έτσι θα ευθυγραμμιστεί με τα μέσα ευρωπαϊκά επίπεδα, ενώ ο δείκτης CET1 θα κινηθεί υψηλότερα σε σχέση με τον μέσο όρο των ευρωπαϊκών τραπεζών και στο 16,5%, στο 17,5% και στο 18,2% τα τρία έτη αντίστοιχα. Πολύ κοντά στα ευρωπαϊκά επίπεδα θα κινηθεί και ο δείκτης NPE του κλάδου, υποχωρώντας στο 3,4% φέτος από 4% το 2023, στο 2,8% το 2025 –έναντι 2% για τις ευρωπαϊκές τράπεζες– και στο 2,4% το 2026.
Η Goldman Sachs διατηρεί έτσι τη θετική στάση της για τον ελληνικό τραπεζικό κλάδο, εκτιμώντας πως οι μετοχές του θα καταγράψουν άνοδο 36% κατά μέσον όρο το επόμενο διάστημα, με στήριξη από την επιστροφή στις διανομές μερισμάτων, οι οποίες και θα αυξηθούν σταδιακά, καθώς και από την ενίσχυση των βασικών δεικτών απόδοσης στα επίπεδα της ευρωπαϊκής «κανονικότητας».
«Αν και έχουν καταγράψει άνοδο κατά 24% από τις αρχές του έτους και έχουν υπεραποδώσει έναντι του πανευρωπαϊκού τραπεζικού δείκτη, οι μετοχές των τεσσάρων ελληνικών συστημικών τραπεζών παραμένουν υποτιμημένες και φθηνές», σημειώνει χαρακτηριστικά.
Και η Morgan Stanley διατηρεί τη θετική στάση της για τις ελληνικές τράπεζες τονίζοντας και εκείνη πως οι αποτιμήσεις των μετοχών τους είναι φθηνές, ενώ η δυναμική απόδοσης για τους μετόχους υποτιμάται.
Σε συζητήσεις που είχε με επενδυτές διέκρινε, όπως αναφέρει, πως υπάρχουν ανησυχίες σχετικά με τα περιθώρια κέρδους σε ένα περιβάλλον χαμηλότερων επιτοκίων, δεδομένης της ευαισθησίας των ελληνικών τραπεζών στα επιτόκια, ενώ υπάρχει και έλλειψη πεποίθησης όσον αφορά τις αποδόσεις για τους μετόχους, παρά την αύξηση των κεφαλαιακών δεικτών.
Οπως εξηγεί η Morgan Stanley, οι μερισματικές πληρωμές για τη χρήση 2023 κυμάνθηκαν μεταξύ 10% (Πειραιώς) και 30% (Εθνική Τράπεζα και Eurobank). Μέχρι το 2026 αναμένει ότι οι πληρωμές θα αυξηθούν στο 50% με 70%, από 30% με 50% το 2024.
«Αυτό σημαίνει ότι κατά μέσον όρο το 26% της τρέχουσας κεφαλαιοποίησης της αγοράς θα επιστραφεί στους μετόχους σε μερίσματα μεταξύ του 2024 και του 2026», σημειώνει ο οίκος. Μετά τη διανομή μερισμάτων προβλέπει 300 μονάδες βάσης πλεονάζοντος κεφαλαίου έναντι των στόχων των διοικήσεων έως το 2026 ή 23% της κεφαλαιοποίησης της αγοράς.