Πριν από 40 χρόνια η ανάδυση μιας ασιατικής δύναμης εξώθησε τις κυβερνήσεις των μεγαλύτερων ελεύθερων οικονομιών να παρέμβουν για να τις προστατεύσουν. Μόνο που τότε πηγή της ανησυχίας δεν ήταν η Κίνα. Ηταν η Ιαπωνία.
Σε δημοσκόπηση του 1990 προέκυψε ότι σχεδόν τα 2/3 των Αμερικανών πίστευαν πως οι επενδύσεις της Ιαπωνίας στις ΗΠΑ αποτελούν κίνδυνο για την οικονομική ανεξαρτησία της υπερδύναμης.
Τελικά, όμως, η ανησυχία για την άνοδο της Ιαπωνίας κορυφωνόταν όταν ακριβώς η χώρα διολίσθαινε σε οικονομική παρακμή μετά την κατάρρευση της αγοράς ακινήτων και μια σειρά από «φούσκες» στο χρηματιστήριο.
Σήμερα έπειτα από περίοδο στασιμότητας που το ιαπωνικό υπουργείο Οικονομικών αποκαλεί «οι τρεις χαμένες δεκαετίες», το Τόκιο επιστρατεύει δισεκατομμύρια δολάρια για τη βιομηχανική πολιτική της χώρας με σκοπό να δώσει ώθηση στην οικονομία και να ανακτήσει η χώρα τη θέση της ως κέντρο τεχνολογικής καινοτομίας.
Αυτόν τον καιρό η Ιαπωνία συνεργάζεται με ηγετικά στελέχη του τομέα της τεχνολογίας στις ΗΠΑ και σε άλλες χώρες, κάτι που στο παρελθόν θα ήταν αδιανόητο.
Οσο, όμως, κι αν το Τόκιο ακολουθεί λιγότερο εσωστρεφείς τακτικές, η πολιτική καταιγίδα που περιβάλλει την εξαγορά της U.S. Steel από μια ιαπωνική εταιρεία σκιαγραφεί τις εντεινόμενες προσπάθειες της αμερικανικής κυβέρνησης να προστατεύσει τις στρατηγικής σημασίας βιομηχανίες της υπερδύναμης από οποιαδήποτε ξένη επιρροή.
Σήμερα η βιομηχανική πολιτική του Τόκιο αφορά τις προηγμένες μορφές τεχνολογίας από τις μπαταρίες μέχρι τα φωτοβολταϊκά, αλλά η προτεραιότητά του είναι να ανακτήσει σημαντικότερη θέση στην παγκόσμια βιομηχανία μικροεπεξεργαστών. Για τον σκοπό αυτό η ιαπωνική κυβέρνηση έχει δεσμεύσει περισσότερα από 27 δισ. δολ. τα τελευταία τρία χρόνια.
Η βιομηχανική πολιτική του Τόκιο αφορά τις προηγμένες μορφές τεχνολογίας, από τις μπαταρίες μέχρι τα φωτοβολταϊκά.
Σύμφωνα με τον Ακίρα Αμάρι, στέλεχος του κυβερνώντος κόμματος και πρώην υπουργό Οικονομίας, Εμπορίου και Βιομηχανίας, «στο μέλλον ο κόσμος θα είναι χωρισμένος σε δύο ομάδες χωρών: αυτές που παράγουν μικροεπεξεργαστές και αυτές που μπορούν μόνον να τους αγοράζουν».
Οπως εξηγεί ο ίδιος, η Ιαπωνία έχοντας διδαχθεί από όσα συνέβησαν τα περασμένα χρόνια, προσπαθεί τώρα να δοκιμάσει μια άλλη προσέγγιση σε ό,τι αφορά τα μικροτσίπ γι’ αυτό και συνεργάζεται με διεθνείς παράγοντες από την αρχή. Ανάλογες προσπάθειες κάνουν κι άλλες χώρες που επίσης δαπανούν για τον ίδιο σκοπό εκατοντάδες δισ. δολάρια.
Οι προσπάθειες της Ιαπωνίας προσελκύουν το ενδιαφέρον, επειδή στην ιστορία της έχει χρησιμοποιήσει τη βιομηχανική της πολιτική για να αναπτυχθεί ταχύτατα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οπως τονίζει ο Αλέσιο Τέρτζι, οικονομολόγος και στέλεχος της Κομισιόν, «η Ιαπωνία δεν χρειάζεται να αρχίσει από μηδενική βάση και αυτό είναι κάτι που ήδη την διαχωρίζει από άλλες χώρες».
Στο επίκεντρο της νέας βιομηχανικής πολιτικής της Ιαπωνίας βρίσκεται μια παλιά βιομηχανική μονάδα στο Χοκάιντο, στα βόρεια του νησιού.
Σχετικά κοντά στο αεροδρόμιο της Τσιτόζε βρίσκεται η νέα μονάδα μικροεπεξεργαστών της Rapidus Corporation που χρηματοδοτείται με δισεκατομμύρια δολάρια από κεφάλαια του κράτους και αναπτύσσεται μέ-σα από μια ασυνήθη συνεργα-σία ανάμεσα στην ιαπωνική νεοφυή μικροεπεξεργαστών Rapidus και την αμερικανική τεχνολογική ΙΒΜ.
Πρόκειται να παράγει μια τεχνολογία που παρουσίασε για πρώτη φορά η ΙΒΜ στη μονάδα της στο Ολμπανι της Νέας Υόρκης και είναι οι μικροεπεξεργαστών δύο νανομέτρων.
Η ιδέα της συνεργασίας προέκυψε το καλοκαίρι του 2020 όταν ο Τετσούρο Χιγκάσι, πρόεδρος της Rapidus, δέχθηκε ένα τηλεφώνημα από έναν παλιό φίλο, τον Τζον Κέλι. Επί πολλά χρόνια στέλεχος της ΙΒΜ, ο κ. Κέλι του εξήγησε πως η ΙΒΜ ανέπτυσσε μια νέα γενιά μικροεπεξεργαστών και θα ήθελε η παραγωγή να γίνει στην Ιαπωνία. Ο κ. Χιγκάσι σκέφτηκε ακαριαία πως καμία εταιρεία της Ιαπωνίας δεν ήταν σε θέση να παραγάγει σε βιομηχανική κλίμακα αυτούς τους προηγμένους μικροεπεξεργαστές και συνειδητοποίησε πως ήταν η μεγάλη του ευκαιρία.
«Ηξερα πως αν αρνιόμουν την πρόταση της ΙΒΜ δεν θα ακολουθούσε τίποτε», δηλώνει τώρα και τονίζει πως η Ιαπωνία, άλλοτε πρώτη στον κόσμο στην παραγωγή μικροεπεξεργαστών, είδε το μερίδιό της στην παγκόσμια αγορά να συρρικνώνεται από άνω του 50% τη δεκαετία του 1980 σε λιγότερο από 10%. Και προσθέτει πως ήξερε εκείνη τη στιγμή ότι «η Ιαπωνία θα εξακολουθούσε να υποχωρεί στις προηγμένες τεχνολογίες». Ετσι η Rapidus θα πάρει έτοιμη τεχνολογία από την ΙΒΜ για τους μικροεπεξεργαστές ενώ ταυτοχρόνως έχει στείλει εκατοντάδες μηχανολόγους στην ΙΒΜ στο Ολμπανι προκειμένου να αναπτύξουν τις απαιτούμενες τεχνολογίες για τη μαζική παραγωγή μικροεπεξεργαστών. Και όλο αυτό το στοίχημα έχει τη στήριξη της ιαπωνικής κυβέρνησης.