• Δεν διατηρήθηκε η πρόβλεψη για επιβολή ψηφιακού τέλους συναλλαγής (2,4%) στα ομολογιακά δάνεια όπως προκύπτει από το κατατεθέν στη Βουλή σχέδιο νόμου. Ειδικότερα, κατά τη θέση υπό διαβούλευση του νομοσχεδίου για τη θέσπιση του ψηφιακού τέλους συναλλαγής, σε αντικατάσταση του τέλους χαρτοσήμου, είχε προταθεί για πρώτη φορά η επιβολή ψηφιακού τέλους συναλλαγής (2,4%) στα ομολογιακά δάνεια που εκδίδουν ανώνυμες εταιρείες.Η πρόβλεψη αυτή θα ανέτρεπε τον σχεδιασμό των επιχειρήσεων κατά τη χρηματοδότηση σε ενδοομιλικό επίπεδο και θα προσέκρουε ενδεχομένως σε ενωσιακή νομοθεσία που απαγορεύει την επιβολή οποιασδήποτε μορφής έμμεσου φόρου σε δάνεια με μορφή εκδόσεως ομολογιών.
Ωστόσο, από το κείμενο του κατατεθέντος στη Βουλή νομοσχεδίου προκύπτει η ρητή εξαίρεση των ομολογιακών δανείων από το τέλος, σε συμφωνία, ουσιαστικά, με το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο. Ρητώς εξαιρούνται επίσης: (α) τα τραπεζικά δάνεια που χορηγούνται από πιστωτικά και άλλα χρηματοδοτικά ιδρύματα που εποπτεύονται από την Τράπεζα της Ελλάδος, καθώς και τα ομολογιακά δάνεια για το ποσό του δανείου που αντιστοιχεί στις ομολογίες που αποκτώνται από ομολογιούχο δανειστή χρηματοπιστωτικό ίδρυμα και (β) τα δάνεια όπου ο λήπτης του δανείου είναι νομικό πρόσωπο και το κεφάλαιο ή οι τμηματικές απολήψεις που συνιστούν τη χρηματική παροχή του δανείου είναι καταβλητέα σε μόνιμη εγκατάστασή του στην αλλοδαπή. Σε κάθε περίπτωση, το επιβαλλόμενο τέλος δεν μπορεί να υπερβαίνει το ανώτατο ποσό των 150.000 ευρώ ανά δάνειο.
• Δεν υπάρχει αμάχητο τεκμήριο αθέμιτης φοροαποφυγής στις περιπτώσεις τριγωνικών συναλλαγών. Το ΣτΕ έκρινε ότι για να αναγνωριστούν οι δαπάνες ως εκπεστέες, η επιχείρηση που παρεμβάλλεται πρέπει να αποδείξει ότι έχει ουσιαστική οικονομική συμβολή στις συναλλαγές και όχι ότι περιορίζεται μόνο στην τιμολόγηση των αγαθών. Η απόφαση στηρίχθηκε στο ότι η μητρική κυπριακή εταιρεία είχε ουσιαστικό ρόλο στις συναλλαγές, αναλαμβάνοντας συμβατικές υποχρεώσεις αλλά και διαπραγματευόμενη τους όρους των συναλλαγών υπέρ της θυγατρικής της εταιρείας. Η φορολογική αρχή δεν μπορεί να αποκλείσει την έκπτωση των δαπανών μόνο λόγω του τριγωνικού χαρακτήρα των συναλλαγών, χωρίς να εξετάσει τον ρόλο της παρεμβαλλόμενης εταιρείας (ΣτΕ 770/2024).
• Δεν προκύπτει υποχρέωση τήρησης ιδιαίτερων λογιστικών αρχείων για τα υποκαταστήματα. Κατόπιν άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής, εξετάστηκε η περίπτωση ελέγχου σε Μονοπρόσωπη ΕΠΕ, όπου ο έλεγχος διαπίστωσε τη μη τήρηση λογαριασμού ταμείου υποκαταστήματος. Ο έλεγχος θεώρησε ότι δεν τηρείται αξιόπιστο λογιστικό σύστημα και αποφάσισε τον προσδιορισμό του εισοδήματος με έμμεσες μεθόδους. Η επιχείρηση υπέβαλε προσφυγή, υποστηρίζοντας ότι η εφαρμογή έμμεσων μεθόδων ήταν παράνομη και αβάσιμη, καθώς δεν υπήρχε υποχρέωση τήρησης χωριστών λογιστικών αρχείων για τα υποκαταστήματα.
Η Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών (ΔΕΔ) αποδέχθηκε την προσφυγή της επιχείρησης, κρίνοντας ότι δεν υπήρχε υποχρέωση τήρησης ιδιαίτερων λογιστικών αρχείων για τα υποκαταστήματα και ότι η επίκληση γνωμοδότησης από τη φορολογική αρχή δεν είχε δεσμευτικό χαρακτήρα. Επίσης, διαπιστώθηκε ότι είχαν πραγματοποιηθεί οι απαραίτητες ελεγκτικές επαληθεύσεις και δεν υπήρχε αδυναμία ελέγχου, άρα η χρήση των έμμεσων μεθόδων προσδιορισμού εισοδήματος δεν αιτιολογήθηκε επαρκώς. Ως εκ τούτου, η προσφυγή έγινε δεκτή και ακυρώθηκαν οι επιβαλλόμενοι φόροι και τα πρόστιμα (ΔΕΔ 689/2024 – ΔΕΔ 694/2024).
• Η μη κατάθεση των συμφωνητικών στη φορολογική αρχή δεν αποτελεί προϋπόθεση για την αναγνώριση των αντίστοιχων δαπανών. Η τριμηνιαία κατάσταση συμφωνητικών αντικατέστησε την προγενέστερη υποχρέωση θεώρησης εκάστου συμφωνητικού αυτούσιου ενώπιον των ΔΟΥ εντός δεκαημέρου, προς τον σκοπό απλούστευσης της διαδικασίας.
Ωστόσο, πρόσφατη νομολογία του ΣτΕ, κρίνοντας επί αναίρεσης της φορολογικής διοίκησης, καθόρισε ότι μόνη η μη επιβολή συμφωνητικού στις εν λόγω καταστάσεις δεν επαρκεί για τον καταλογισμό πρόσθετου φόρου, εφόσον η σύναψη του συμφωνητικού δεν αμφισβητείται από την έκθεση ελέγχου. Ειδικότερα, επί περιπτώσεως που η φορολογική αρχή αμφισβήτησε το κρινόμενο συμφωνητικό λόγω μη θεώρησής του εντός δεκαημέρου με βάση την προγενέστερη διαδικασία, το Δικαστήριο ορθώς έκρινε ότι ο φορολογούμενος δεν έφερε πλέον την εν λόγω υποχρέωση.
Ως εκ τούτου, παρέλειψε να ελέγξει σχετική υποβολή μέσω των τριμηνιαίων καταστάσεων, εφόσον το επιχείρημα δεν προβλήθηκε από τη διοίκηση στο δικόγραφο και την έκθεση ελέγχου, και αναγνώρισε την έκπτωση φόρου που επικαλέσθηκε η ελεγχόμενη επιχείρηση (ΣτΕ 328/2024).
Πηγή: Grant Thornton