Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είναι βέβαιο ότι θα μειώσει ξανά τα επιτόκια την προσεχή Πέμπτη, ωστόσο οι προοπτικές της νομισματικής πολιτικής μετά τη συνεδρίαση του Σεπτεμβρίου είναι λιγότερο σαφείς, με την αδύναμη οικονομική ανάπτυξη στην Ευρωζώνη να έχει αρχίσει να μπαίνει στο ραντάρ των υπευθύνων χάραξης νομισματικής πολιτικής, έστω και αν τα «γεράκια» την αποκαλούν ένα περισσότερο διαρθρωτικό ζήτημα, σε αντίθεση με τα «περιστέρια» που υπογραμμίζουν ξεκάθαρα ότι οι κίνδυνοι ύφεσης αυξάνονται.
Η επικεφαλής της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ είχε «αποχαιρετήσει» τις αγορές πριν από τις διακοπές του καλοκαιριού σημειώνοντας πως μέχρι την επόμενη συνεδρίαση θα υπάρξει σειρά σημαντικών στοιχείων που θα διαμορφώσουν τις αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου. Και τα στοιχεία που ήρθαν «χτύπησαν» πολλά καμπανάκια.
Ο πληθωρισμός υποχώρησε περαιτέρω προς τον στόχο του 2%, ωστόσο το μίνι κραχ των αγορών στις αρχές Αυγούστου και στις αρχές Σεπτεμβρίου απέδειξε ξεκάθαρα ότι οι ανησυχίες για την ανάπτυξη είναι πλέον αυξημένες.
Οι φόβοι για ύφεση στις ΗΠΑ, τους οποίους υπογράμμισαν τα στοιχεία τόσο για τη μεταποίηση όσο και για την αγορά εργασίας, τα αδύναμα στοιχεία και για την κινεζική οικονομία, όπου η μεταποιητική δραστηριότητα βούτηξε σε χαμηλό έξι μηνών, και η αυξανόμενη αδυναμία της Ευρωζώνης, η οποία και επιβεβαιώθηκε από τα στοιχεία για το ΑΕΠ β΄ τριμήνου την Παρασκευή (ανάπτυξη μόλις 0,2%), δείχνουν ότι η οικονομία βρίσκεται σε «επισφαλή» κατάσταση και σηματοδοτούν προσοχή σε ό,τι αφορά τη στάση και την πορεία της νομισματικής πολιτικής.
Στον τρέχοντα οικονομικό κύκλο, σίγουρα αυτή είναι μια στιγμή που η ΕΚΤ μπορεί να ανησυχεί το λιγότερο για τον πληθωρισμό. Ο ονομαστικός πληθωρισμός υποχώρησε τον Αύγουστο στο 2,2%, που είναι και το πιο κοντινό επίπεδο που έχει βρεθεί σε σχέση με τον στόχο της, από τον Απρίλιο του 2021. Ωστόσο, η μείωση του πληθωρισμού έχει έρθει κυρίως από το μέτωπο της ενέργειας και των τροφίμων, ο δομικός πληθωρισμός (χωρίς τις τιμές των τροφίμων και της ενέργειας) κινείται λίγο κάτω του 3% και ο πληθωρισμός των υπηρεσιών είναι πάνω από 4% και δεν έχει υποχωρήσει φέτος.
Οι κεντρικοί τραπεζίτες, που θα συναντηθούν στη Φρανκφούρτη την επόμενη εβδομάδα, θα βρεθούν συνεπώς αντιμέτωποι με ένα προβληματικό μείγμα αποδυνάμωσης της οικονομίας και μείωσης μεν του ονομαστικού πληθωρισμού, αλλά με τις υποκείμενες πιέσεις στις τιμές να επιμένουν.
Το μίνι κραχ των αγορών στις αρχές Αυγούστου και στις αρχές Σεπτεμβρίου ενέτεινε τους φόβους για βαρύ χειμώνα στη διεθνή οικονομία.
Πάντως, το Διεθνές Χρηματοοικονομικό Ινστιτούτο IIF παρατηρεί πως ιστορικά οι κύκλοι μείωσης των επιτοκίων της ΕΚΤ πυροδοτήθηκαν είτε από ύφεση στη Γερμανία (το 2001 και το 2002), είτε από παγκόσμιες/περιφερειακές οικονομικές κρίσεις (το 2008 και το 2011). Και ο «μεγάλος ασθενής» στο μέτωπο της ανάπτυξης είναι αυτή τη στιγμή η Γερμανία, η οποία ξεκάθαρα φλερτάρει με την ύφεση φέτος, με τον βιομηχανικό τομέα της να έχει γονατίσει και τους καταναλωτές να διστάζουν να ξοδέψουν.
Οπως πολύ χαρακτηριστικά τόνισε το Ινστιτούτο Οικονομικών Ερευνών Ifo του Μονάχου την περασμένη εβδομάδα, «η γερμανική οικονομία μαραζώνει στην ύφεση», προσθέτοντας πως η χώρα βιώνει δομική αλλά και οικονομική κρίση.
Η διαμάχη
Η πορεία της ανάπτυξης και του πληθωρισμού βρίσκεται στο επίκεντρο εσωτερικής διαμάχης στους κόλπους της ΕΚΤ, όπως ανέφερε το Reuters την περασμένη εβδομάδα. Τα «περιστέρια» του Δ.Σ. υποστηρίζουν ότι η οικονομία είναι πιο αδύναμη από όσο πίστευαν, οι κίνδυνοι ύφεσης αυξάνονται και οι θέσεις εργασίας μειώνονται, με τις πληθωριστικές πιέσεις να αναμένεται να αποδυναμωθούν ταχύτερα από ό,τι εκτιμάται.
Ουσιαστικά υπογραμμίζουν τον κίνδυνο οι πολύ αργές μειώσεις επιτοκίων να ωθήσουν τον πληθωρισμό κάτω του στόχου, χτυπώντας την ανάπτυξη, και τίθενται υπέρ των πιο γρήγορων μειώσεων.
Τα «γεράκια», που είναι και πλειονότητα, υποστηρίζουν ότι η οικονομία «αντέχει», ενώ η αύξηση των μισθών παραμένει πολύ πάνω από τα επίπεδα που συνάδουν με τον στόχο πληθωρισμού του 2%. Αν και ο βιομηχανικός τομέας βρίσκεται σε βαθιά ύφεση και θα μπορούσε να παρασύρει τη Γερμανία σε ύφεση, αυτό είναι περισσότερο ένα διαρθρωτικό ζήτημα που θα μπορούσε να πάρει χρόνια για να επιλυθεί, επομένως η νομισματική πολιτική παίζει μικρό ρόλο, εκτιμούν πολλοί αξιωματούχοι. Ετσι υποστηρίζουν τις αργές μειώσεις επιτοκίων, ίσως μία κάθε τρίμηνο.
Πάντως, οικονομολόγοι εκτιμούν πως στις νέες προβλέψεις που θα παρουσιάσει η ΕΚΤ την επόμενη εβδομάδα για την οικονομία και τον πληθωρισμό, θα υπάρξει υποβάθμιση των προβλέψεων για την ανάπτυξη. «Οι νέες προβλέψεις των εμπειρογνωμόνων της ΕΚΤ δείχνουν τον βαθμό ανησυχίας της κεντρικής τράπεζας για την ανάπτυξη», όπως σημειώνει ο Ανατόλι Ανένκοβ, οικονομολόγος της Société Générale.
«Η αύξηση του ΑΕΠ για φέτος και το επόμενο έτος θα πρέπει να αναθεωρηθεί προς τα κάτω, ενώ ο ονομαστικός πληθωρισμός θα μπορούσε επίσης να αναθεωρηθεί ελαφρώς χαμηλότερα, σύμφωνα με τις ασθενέστερες παραδοχές για τις τιμές της ενέργειας. Ωστόσο, δεδομένων των παρατεταμένων ανησυχιών για την αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος, δεν αναμένονται σημαντικές αλλαγές στις προβλέψεις για τον δομικό πληθωρισμό», όπως προσθέτει.
Σημειώνεται πως στις προβλέψεις του Ιουνίου η εκτίμηση για την ανάπτυξη στην Ευρωζώνη φέτος είχε τοποθετηθεί στο 0,9% και για το 2025 στο 1,4%.
Χρειαζόμαστε απεγνωσμένα επενδύσεις στην Ευρώπη
Το κλειδί για τον ρυθμό και το εύρος των μειώσεων των επιτοκίων μετά τον Σεπτέμβριο θα είναι τι θεωρούν οι κεντρικοί τραπεζίτες ότι είναι αυτό που προκαλεί την αδυναμία της οικονομίας. Τα «γεράκια» τείνουν προς το ότι η αιτία βρίσκεται στο διαρθρωτικό μέτωπο και απαιτεί διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις από τις κυβερνήσεις, ενώ τα «περιστέρια» φαίνεται να βλέπουν περισσότερα περιθώρια για στήριξη της οικονομίας από την ΕΚΤ.
Ο πρόεδρος της Bundesbank Χοακίμ Νάγκελ διεμήνυσε σε συνέντευξή του στη FAZ πως ουσιαστικά υποστηρίζει τη μείωση των επιτοκίων τον Σεπτέμβριο, ενώ παράλληλα εμφανίστηκε προβληματισμένος για την ανάπτυξη στη Γερμανία, αν και υποστήριξε ότι οφείλεται σε διαρθρωτικούς παράγοντες και έτσι χαιρέτισε το πακέτο τόνωσης με επίκεντρο την προσφορά που ανακοίνωσε η κυβέρνηση (κυρίως κίνητρα επενδύσεων και προσφοράς εργασίας).
O διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Λετονίας Μάρτινς Κάζακς τόνισε ότι οι καταναλωτές αποταμιεύουν αντί να ξοδεύουν, ενώ ο διοικητής της λιθουανικής κεντρικής τράπεζας Γκεντίμινας Σίμκους σημείωσε πως η ανάπτυξη είναι «νωθρή», αν και πρόσθεσε πως αυτή η αδυναμία της οικονομίας οφείλεται κυρίως σε διαρθρωτικούς παράγοντες.
Παράλληλα, το μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ Πιέρο Τσιπολόνε προειδοποίησε για έναν πραγματικό κίνδυνο να γίνει πολύ περιοριστική η στάση της ΕΚΤ. «Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι ο πληθωρισμός συγκλίνει στον στόχο μας χωρίς να περιορίζουμε άσκοπα την οικονομία, γιατί χρειαζόμαστε απεγνωσμένα επενδύσεις και ανάπτυξη στην Ευρώπη», τόνισε.
Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας διεμήνυσε πως η ΕΚΤ δεν θέλει να υπονομεύσει την οικονομική ανάκαμψη ρίχνοντας τον πληθωρισμό κάτω από τον στόχο του 2%. «Το διοικητικό συμβούλιο καλείται να βρει τη χρυσή τομή στο εξής δίλημμα: θέλουμε να οδηγήσουμε τον πληθωρισμό στον στόχο μας μέχρι το τέλος του 2025. Αυτό θα απαιτήσει περιοριστική νομισματική πολιτική τους προσεχείς μήνες. Από την άλλη πλευρά, όμως, δεν θέλουμε να υπονομεύσουμε την οικονομική ανάκαμψη που έχει ξεκινήσει και να διακινδυνεύσουμε να ωθήσουμε τον πληθωρισμό σε επίπεδα χαμηλότερα από τον στόχο του 2%», υπογράμμισε σε άρθρο του στην «Ημερησία».