Δύο ιστορικά ρεκόρ για την ανάπτυξη του β΄ τριμήνου σημειώνει σε έκθεσή της η Εθνική Τράπεζα: ένα θετικό, για το μερίδιο της βιομηχανίας και ένα αρνητικό για το αντίστοιχο των εισαγωγών.
Στο ιστορικό υψηλό του 16,3% αυξήθηκε το μερίδιο της βιομηχανίας στη συνολική Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία (ΑΠΑ), έναντι μέσου όρου των τελευταίων 20 ετών της τάξης του 14,6%, σημειώνει η τράπεζα.
Ωστόσο, παρά το ρεκόρ της βιομηχανίας (με εξαίρεση την περίοδο COVID 2020-2021, όταν οι περιορισμοί που εφαρμόσθηκαν στις υπηρεσίες δημιούργησαν στρεβλώσεις στις συνεισφορές των επιμέρους κλάδων) η συνεισφορά στην ΑΠΑ παραμένει από τις χαμηλότερες στην Ε.Ε., όπου ο μέσος όρος είναι 23,73%.
Σε ό,τι αφορά το ισοζύγιο, η ανάλυση επισημαίνει την αρνητική συνεισφορά του, παρά το γεγονός ότι οι καθαρές εξαγωγές αγαθών κατέγραψαν αξιοσημείωτη ανάκαμψη 2%. Οι εισαγωγές αγαθών έφτασαν στο ιστορικό υψηλό του 35,2% του ΑΕΠ. «Η εγχώρια ζήτηση και η παραγωγή εξακολουθούν να εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από εισαγόμενες εισροές», διαπιστώνει η μελέτη.
Η ανάλυση της Εθνικής (επικεφαλής οικονομολόγος Νίκος Μαγγίνας) αναδεικνύει, επίσης, τον σημαντικό ρόλο της κατανάλωσης στην αναπτυξιακή επίδοση της χώρας το β΄ τρίμηνο, η οποία ερμηνεύεται από τη βελτίωση των εισοδημάτων και την αύξηση της απασχόλησης.
«Η ισχυρή διαρθρωτική εικόνα του επιχειρηματικού τομέα και της αγοράς εργασίας οδηγεί σε επιτάχυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης στο 2,3% ετησίως το β΄ τρίμηνο, με πρωταγωνιστή τη βιομηχανία», είναι το συμπέρασμα της ανάλυσής της.
Η κατανάλωση, που αυξήθηκε 2% το δεύτερο τρίμηνο, συνεισέφερε 1,4 μονάδες στην ετήσια αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,3%. Σύμφωνα με την ανάλυση, αυτή υπήρξε αποτέλεσμα των υποστηρικτικών συνθηκών στην αγορά εργασίας (αύξηση συνολικής αμοιβής εργαζομένων 3% σε αποπληθωρισμένους όρους το β΄ τρίμηνο), αντανακλώντας την αύξηση της απασχόλησης κατά 1,9% και την προσαρμογή των πραγματικών μισθών, την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, την αύξηση του μη μισθολογικού εισοδήματος για κάποιες κατηγορίες πληθυσμού (από ενοίκια, τόκους και μερίσματα), την επιτάχυνση της καταναλωτικής πίστης.
«Η ιδιωτική κατανάλωση αναμένεται να παραμείνει βασική κινητήρια δύναμη της οικονομικής δραστηριότητας (εκτιμώμενη ετήσια αύξηση 2% στο σύνολο του 2024), υποστηριζόμενη από την ενίσχυση του συνολικού διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών (σε πραγματικούς όρους), το οποίο αναμένεται να αυξηθεί κατά περίπου 3% ετησίως το 2024», αναφέρει η ανάλυση.
Σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις, η Εθνική εκτιμά ότι θα αυξηθούν φέτος κατά 8%, παρά το γεγονός ότι το δεύτερο τρίμηνο η αύξησή τους ήταν μόνο 3,9% σε ετήσια βάση. Επισημαίνει ότι οι επενδύσεις εκτός κατασκευών (οι οποίες υποχώρησαν κατά 2,1% το β΄ τρίμηνο) ανέκαμψαν ως ποσοστό του ΑΕΠ σε προ κρίσης επίπεδα (αντίστοιχα της περιόδου 2001-2008).
Συγκεκριμένα, ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου, πλην κατασκευών, αυξήθηκε κατά 7,6% ετησίως σε σταθερές τιμές, με τις επενδυτικές δαπάνες σε μηχανολογικό και μεταφορικό εξοπλισμό να καταγράφουν αύξηση 12,2% ετησίως το β΄ τρίμηνο.
Οι αναλυτές εκτιμούν ότι το δεύτερο εξάμηνο θα ανακάμψει η οικοδομική δραστηριότητα, ενώ θα επιταχυνθεί και η δημόσια επενδυτική δραστηριότητα, καθώς ο κρατικός προϋπολογισμός προβλέπει εκταμιεύσεις 7 δισ. ευρώ από το ΠΔΕ και το Ταμείο Ανάκαμψης.