Ο χρηματοπιστωτικός τομέας της Κίνας υποφέρει από σοβαρή… δυσπεψία. Επί δεκαετίες το Πεκίνο στηρίχθηκε στις ελεγχόμενες από το κράτος τράπεζές του για την ανάπτυξη με την επέκταση της πίστωσης.
Οι δανειστές όμως είναι πλέον εγκλωβισμένοι σε επικίνδυνα περιουσιακά στοιχεία. Το αποτέλεσμα είναι κάτι σαν δυσπεψία: όχι κρίσιμη, αλλά επώδυνη για την οικονομία των 17 τρισ. δολ.
Στα χαρτιά, οι τράπεζες της χώρας φαίνονται εξαιρετικά υγιείς, δεδομένου του διπλού σοκ του 2020, δηλαδή της πανδημίας και της έκρηξης της φούσκας των ακινήτων. Τα επίσημα στοιχεία δείχνουν ότι έχουν μη εξυπηρετούμενα δάνεια ύψους περίπου 460 δισ. δολ.
Ακόμη κι αν προστεθούν άλλα 670 δισ. δολ. λιγότερο προβληματικών, αλλά ενοχλητικών δανείων «ειδικής αναφοράς» που χορηγούνται σε προβληματικούς κατασκευαστές ακινήτων και τοπικές κυβερνήσεις που φείδονται μετρητών, δεν φθάνουν ούτε το 4% του συνολικού δανεισμού τους.
Το πρόβλημα είναι ότι το να ρωτάς τους επίσημους διαχειριστές δεδομένων της Κίνας σχετικά με το επισφαλές χρέος είναι σαν να ρωτάς έναν ασθενή με δυσπεψία πόσο πρόχειρο φαγητό τρώει πραγματικά.
Αλλες πηγές έχουν πιο ζοφερή άποψη. Τα επισφαλή δάνεια στον τομέα των ακινήτων σήμερα θα μπορούσαν να ξεπεράσουν το 1 τρισ. δολ., εκτιμά η ερευνητική εταιρεία Gavekal Dragonomics. Ακόμη κι έτσι, οι πιθανότητες μιας χαοτικής κατάρρευσης του αυστηρά ελεγχόμενου χρηματοπιστωτικού συστήματος της Κίνας είναι εξαιρετικά χαμηλές.
Οι τέσσερις μεγαλύτεροι δανειστές της χώρας (Industrial and Commercial Bank of China, Bank of China, China Construction Bank και Agricultural Bank of China) είναι όλοι κρατικοί και πολύ μεγάλοι για να χρεοκοπήσουν.
Επιπλέον, οι ρυθμιστικές αρχές και τα τραπεζικά στελέχη έχουν ξοδέψει χρόνια επινοώντας τρόπους διαχείρισης του προβλήματος, και ενώ το σύστημα είναι τεταμένο, εξακολουθεί να λειτουργεί λίγο – πολύ.
Τα λιγότερο δυσάρεστα δάνεια είναι ως επί το πλείστον πολιτικά συνδεδεμένα από οχήματα χρηματοδότησης της τοπικής αυτοδιοίκησης ή LGFV – οι 3.000 και πλέον οντότητες που δημιουργούνται από τις τοπικές κυβερνήσεις κυρίως για τη χρηματοδότηση έργων υποδομής. Πέρυσι, το χρέος τους ξεπέρασε τα 8,5 τρισ. δολ., σύμφωνα με το ΔΝΤ.
Η Fitch Ratings εκτιμά ότι η πίστωση που παρέχεται στα LGFVs θα μπορούσε να αντιπροσωπεύει έως και το 17% του συνόλου των περιουσιακών στοιχείων στις τράπεζες που καλύπτει. Υπό ένα σενάριο έντονου στρες τεστ όπου το 15% των δανείων LGFV υπόκειται σε επαναδιαπραγμάτευση, τα κέρδη του τραπεζικού τομέα θα μειωθούν κατά 6%, σύμφωνα με εκτιμήσεις. Αυτό είναι δυσάρεστο, αλλά όχι ισοπεδωτικό.
Οι μεγαλύτερες και καλά κεφαλαιοποιημένες τράπεζες μπορούν να δεχθούν το χτύπημα των κερδών, αν και οι πιο ασταθείς περιφερειακές και αγροτικές τράπεζες θα απαιτήσουν κάποιο συνδυασμό κρατικών προγραμμάτων διάσωσης και συγχώνευσης.
Η μεγαλύτερη ανησυχία για τους οικονομικούς σχεδιαστές του Πεκίνου είναι πώς θα στηρίξουν την οικονομική επέκταση. Τις τελευταίες δύο δεκαετίες η χώρα στηρίχθηκε στην ανάπτυξη που βασίζεται στις επενδύσεις με την κατανομή πιστώσεων σε κρατικές και ιδιωτικές επιχειρήσεις. Αυτό δεν είναι πλέον δυνατό.
Η άντληση χρέους δεν είναι ο μόνος τρόπος για να υπάρξει ανάπτυξη. Η Κίνα εδώ και χρόνια αναζητούσε τρόπους να τονώσει την εγχώρια κατανάλωση. Αυτό είναι πιθανώς το επόμενο κεφάλαιο για την οικονομία της Κίνας.
Στο μεταξύ, το διακύβευμα αυξάνεται. Εάν οι καταναλωτές δεν επωμισθούν τη χαλάρωση, η οικονομία θα επιβραδυνθεί, τα επισφαλή χρέη είναι πιθανό να αυξηθούν ακόμη περισσότερο και η δυσάρεστη οικονομική δυσπεψία θα μετατραπεί σε κάτι χειρότερο.