Μέχρι στιγμής η προσπάθεια της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) για ήπια προσγείωση της αμερικανικής οικονομίας έχει αποδώσει καλύτερα από ό,τι περίμενε κανείς, συμπεριλαμβανομένων των ίδιων των κεντρικών τραπεζών. Ο πληθωρισμός έχει μειωθεί σημαντικά, καθώς ο δείκτης τιμών καταναλωτή υποχώρησε στο 2,5% από το υψηλό του 9,1% μόλις πριν από δύο χρόνια. Και ακόμη και με το επιτόκιο της Fed στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων είκοσι χρόνων και πλέον, οι καταναλωτικές δαπάνες έχουν διατηρηθεί και η συνολική ανάπτυξη συνεχίζεται. Ολες οι ενδείξεις τείνουν στο ότι οι αξιωματούχοι της τράπεζας θα μειώσουν τα επιτόκια αύριο Τετάρτη. Το μόνο πραγματικό ερώτημα είναι αν θα τα μειώσουν τυπικά κατά ένα τέταρτο της ποσοστιαίας μονάδας ή κατά μισή ποσοστιαία μονάδα. Ομως, ακόμη κι όταν η Fed κάνει σημαντική στροφή στη μάχη κατά του πληθωρισμού, οι πραγματικοί κίνδυνοι παραμένουν και ειδικά στην αγορά εργασίας. Αλλωστε η ανεργία αυξάνεται αργά αλλά σταθερά, ενώ η αύξηση των μισθών επιβραδύνεται συνεχώς. Οι θέσεις εργασίας και τα ποσοστά προσλήψεων έχουν μειωθεί.
Κι ενώ όλες αυτές οι εξελίξεις είναι ό,τι ακριβώς επιδιώκει η Fed, δηλαδή να επιβραδύνει μια υπερθερμανθείσα αγορά εργασίας και να την αποτρέψει από το να τροφοδοτήσει τον μελλοντικό πληθωρισμό, σήμερα διευκρινίζει πως δεν θέλει να συνεχιστεί η εν λόγω τάση. «Δεν επιδιώκουμε ούτε καλωσορίζουμε την περαιτέρω αποθέρμανση στις συνθήκες της αγοράς εργασίας», δήλωσε ο πρόεδρος της τράπεζας, Τζερόμ Πάουελ. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι δεν είναι εμφανές πώς θα ανακοπεί ξαφνικά η επιβράδυνση στην απασχόληση, ενώ οι μειώσεις των επιτοκίων της Fed θα βοηθήσουν, ευνοώντας τις επιχειρήσεις και καλύπτοντας τη ζήτηση. Πάντως, τέτοιες αλλαγές στην πολιτική της λειτουργούν ως φάρμακο βραδείας αποδέσμευσης. Δεν αλλάζουν ολόκληρη την οικονομία από τη μια μέρα στην άλλη. Εξ ου και διατυπώνονται ανησυχίες μήπως η τράπεζα υστερήσει εάν κάνει πολύ σταδιακά βήματα. «Δεν οδηγεί η κάθε επιβράδυνση σε ύφεση, αλλά κάθε ύφεση ξεκινάει με επιβράδυνση», δήλωσε ο Σκάντα Αμαρναθ, εκτελεστικός διευθυντής στον οργανισμό έρευνας και συνηγορίας Employ America με επίκεντρο την απασχόληση. «Πιστεύω ότι τα δεδομένα σηματοδοτούν έναν συγκεκριμένο βαθμό επείγοντος».
Το πιο ανησυχητικό σημάδι επιδείνωσης της αγοράς εργασίας ήταν η πρόσφατη άνοδος της ανεργίας. Μετά την πτώση στο 3,4% το 2023, η ανεργία ανήλθε στο 4,2% τον Αύγουστο. Αυτό συνέβη τόσο καθώς οι άνθρωποι εγκατέλειπαν τις δουλειές τους όσο και γιατί οι νέοι που εισήλθαν στην αγορά εργασίας χρειάστηκαν χρόνο για να βρουν κενές θέσεις. Το ερώτημα είναι αν η επικείμενη αλλαγή στην πολιτική της Fed επαρκεί για να θέσει φρένο στη σταθερή άνοδο της ανεργίας, ενώ το ίδιο ισχύει και για την αύξηση των μισθών. Εάν η αγορά εργασίας βρυχάται και οι εργαζόμενοι είναι δύσκολο να βρεθούν, οι επιχειρήσεις πληρώνουν για να τους προσελκύσουν ή να τους διατηρήσουν. Οταν η απασχόληση αποθερμαίνεται, οι μισθοί αυξάνονται πιο αργά. Κι αυτό συμβαίνει τώρα. Τα μέσα ωρομίσθια έχουν μειωθεί από τον μέγιστο ρυθμό αύξησης 7% το 2022 σε ένα πιο συγκρατημένο 4%, όταν το 2019, προ πανδημίας, η άνοδός τους ήταν περίπου 3,7%.
Οι προηγούμενες προσπάθειες της Fed να μειώσει τον πληθωρισμό επιβραδύνοντας την αγορά εργασίας προκάλεσαν επώδυνες υφέσεις, όπως στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Τα προηγούμενα παραδείγματα υποδηλώνουν ότι όταν η ανεργία αυξάνεται, όπως προσφάτως, πιθανολογείται μια ύφεση, διότι οι μη έχοντες δουλειά και οι αγχωμένοι εργαζόμενοι μειώνουν τις δαπάνες.